skip to Main Content

Ήταν 17 Ιούνη του 1771 όταν ο Σφακιανός ήρωας Δασκαλογιάννης άφηνε με τον πιο μαρτυρικό τρόπο την στερνή του πνοή στην πλατεία Αλ Μεϊντάν – τα σημερινά Λιονταράκια – στο Ηράκλειο. Αυτό ήταν και το τέλος της ένδοξης κρητικής Επανάστασης του 1770.

Την ίδια εποχή στον Μπρόσνερο, γραφικό χωριό της επαρχίας Αποκορώνου στα Χανιά, στο έμπα της Κράπης και του Κατρέ δρα ο πανούργος και παντοδύναμος τουρκοκρητικός γενίτσαρος Ιμπραήμ Αληδάκης Αγάς. Η τρομερή του φήμη έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια της επαρχίας την οποία διαφέντευε με δόλο και κάθε είδους ατιμία. Κλέφτης, καταπατητής, αιμοδιψής και άπληστος. Ήταν όμως και ανδρείος, σωστό παλληκάρι ο μαλικιαναγάς1 Αληδάκης.
Στην πλεονεκτικότερη θέση του Εμπρόσνερου έξω από την γειτονιά Μεσοχώρι δεσπόζει ο ενετικής κατασκευής πύργος του Αληδάκη με θέα σχεδόν όλο τον Αποκόρωνα μέχρι και το Ακρωτήρι.
Λέγεται ότι απ’ το απόρθητο φρούριο του ο γενίτσαρος επιτηρούσε την τεράστια περιουσία του που απλώνονταν όσο έφτανε το μάτι του. Ανέβαινε μάλιστα στην οροφή του πύργου του και από την «Παραθύρα» του αγνάντευε το βιός του από τον Βλιτέ ως τον ποταμό Μουσέλλα, από την Ασή Γωνιά ως τον Καλλικράτη και τα Ασκύφου και από τις κορυφές των Σφακιανών Βουνών ως τον Αποκόρωνα2.
Τον πύργο του τον είχε εξοπλίσει άριστα και επανδρώσει με άρτια εκπαιδευμένο στρατιωτικό σώμα. Πέρα από την κατοικία του, ο πύργος του περιελάμβανε πλήρεις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, κοιτώνες, αποθήκες, φυλακές, κ.ά. και αποτελούνταν από 4 θόλους στη σειρά, από τους οποίους σήμερα σώζεται μόνο ο τέταρτος. Οι δύο είχαν καταστραφεί πριν την Κατοχή και η σκεπή του τρίτου κατά την διάρκεια της Κατοχής

Οι Σφακιανοί απείθαρχοι και περήφανοι άνθρωπο ήταν οι μόνοι που αντιστέκονταν και αψηφούσαν την εξουσία του. Του έκλεβαν τα γιδοπρόβατά του και με κάθε τρόπο τον αμφισβητούσαν. Ο Αληδάκης λοιπόν έβαλε σκοπό του να τους υποτάξει και να καταστεί απόλυτος κυρίαρχος των περιοχών γύρω από τα Λευκά Όρη.
Ξεκίνησε λοιπόν να στρατολογεί άνδρες από όλη την Κρήτη και να τους συγκεντρώνει στον Μπρόσνερο, στον πύργο του. Οι Σφακιανοί πληροφορήθηκαν τους σκοπούς του Αληδάκη, και χωρίς δισταγμό αποφάσισαν να του επιτεθούν.
Έτσι, την άνοιξη του 1774, ο Νιμπριώτης Μανούσος Πατακός, γνωστός και σαν Μανούσακας άντρας πελώριος και φοβερός στην όψη, μαζί με τον Βολουδόπωλο και τον Μπουρδούνη συγκέντρωσαν τους Σφακιανούς στ’ Ασκύφου στην θέση Αρχοντικό και μετά από συνέλευση αποφασίζουν να κτυπήσουν αυτοί πρώτοι.
Κατέβηκαν λοιπόν οργανωμένοι με συνοδεία παπάδων και την συμμετοχή γυναικών την νύκτα και περικύκλωσαν τον πύργο του. Το σχέδιο προέβλεπε δύο δεινοί σκοπευτές, ο Καραβάνος και ο Μπουζής, να τον πυροβολήσουν το πρωί όταν θα εμφανιζόταν στην Παραθύρα του. Το σχέδιο όμως απέτυχε, καθώς τα όπλα τους δεν πήραν φωτιά.
Όταν έγινε αντιληπτό από τους φρουρούς του Αληδάκη το τι ημέρα τους ξημέρωσε επικράτησε πανικός και από τους 300 φρουρούς πολλοί επιχείρησαν να διαφύγουν, βρίσκοντας θάνατο. Περίπου 120 με 150 από αυτούς έμειναν στον πύργο και κατάφεραν να αποκρούσουν προσωρινά τις επιθέσεις.
Την επόμενη μέρα, οι Σφακιανοί μπήκαν στον πύργο και από την σώμα με σώμα μάχη που ακολούθησε σφάχτηκαν όλοι οι Τούρκοι και ανάμεσά τους ο Αληδάκης έπεσε παλληκαρίσια. Οι απώλειες από την πλευρά των σφακιανών ήταν 18 άντρες και 2 γυναίκες. Ο πύργος λεηλατήθηκε και ο πλούτος του μοιράσθηκε ανάμεσα στους αγωνιστές.

Σήμερα ο πύργος του στέκει λαβωμένος από τον χρόνο και ταξιδεύει τους νοσταλγούς του παρελθόντος με την ιστορία του σε παραμύθια, τραγούδια και στίχους καλή ώρα σαν το ακόλουθο:

Μια φορά γιε μου κι έναν καιρό
βασιλιάς καλός όριζε τόπο μακρινό…

Θυμούμαι ως τώρα τη γιαγιά
έτοιας λογής ν’ αρχίζει
και σε καιρούς αλλοτινούς
ο νους τση ν’ αρμενίζει.
Να μου μιλεί σιργουλευτά
για κείνα και για τ’ άλλα
για μαγικά, για έρωτες,
για φονικά μεγάλα.
Για βασιλιάδες νιους καλούς
που κάστρα επατούσαν
τσι μάισσες και τα θεριά
σκοτώναν κι ενικούσαν.

Κι όντεν ο ύπνος ο γλυκύς
δόξευγε το μυαλό μου
στον κόσμο των παραμυθιών
γύριζ’ ο λογισμός μου.
Έσβησ’ ο χρόνος ο κακός
μαζί με τη χαρά μου
τσι ιστορίες τση γιαγιάς
από τα όνειρά μου.
Κι έρχουντ’ απ’ τον παλιό καιρό
Θε μου νά ‘ταν αλήθεια
ώρες αεροφύσημα
κείνα τα παραμύθια.

Μην κλαις μικρή μου και πληγές
ανοίγεις μου στα στήθη
εμείς οι δυο θα κάνουμε
τον κόσμο παραμύθι.*

* Χαίνηδες: Τση γιαγιάς τα παραμύθια

Στην μνήμη του Ευαγ. Βολουδάκη που μου διηγήθηκε την όμορφη ιστορία του Αληδάκη καθώς και ‘κείνη με το ξωκκλήσι που χτίστηκε με το γάλα των αιγοπροβάτων του.

Back To Top