Κάθε φωτογραφία είναι μια στιγμή κίνησης. Και όταν η στιγμή αυτή περιλαμβάνει τον άνεμο που ατίθασα χορεύει με τα μαλλιά, τον ήλιο που αντακνακλά σε ένα μεταλλικό ρεζερβουάρ και το βλέμμα καρφωμένο στον ορίζοντα, τότε δεν πρόκειται απλώς για εικόνα – πρόκειται για μία ιστορία.
Την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν γεννήθηκε να περιμένει, να συμβιβάζεται με την ησυχία. Ενός ανθρώπου που αντλεί οξυγόνο από τον ήχο της μηχανής, από τη σκόνη της ασφάλτου,από τον στόχο που αναγεννιέται σε κάθε επόμενο χιλιόμετρο και από τη απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που δεν είναι άλλη από το ότι δεν υπάρχουν πρέπει ούτε αδύνατα.
Αυτό το λεύκωμα δεν είναι μια σειρά από φωτογραφίες. Είναι στιγμές ελευθερίας, στις οποίες δεν χωρούν κουτιά, ταμπέλες ή ρόλοι. Αυτό το λεύκωμα είναι ένα οπτικοποιημένο ημερολόγιο που καταγράφει τον εναγκαλισμό μιας κοπέλας με τη μοτοσυκλέτα– όχι ως μέσο μετακίνησης, αλλά ως προέκταση της ψυχής της. Είναι μια δήλωση ενός τρόπου ζωής και σκέψης, που μόνη πυξίδα έχει το ένστικτο και την ελευθερία και καύσιμο της την αναζήτηση της αλήθειας.
Η μοτοσυκλέτα δεν υπάρχει για να εντυπωσιάσει, αλλά για να συμβολίσει την επιλογή να κινηθείς, να φύγεις, να χαθείς και να βρεις ξανά τον δρόμο σου. Και η κοπέλα – άλλοτε με βλέμμα αποφασιστικό, άλλοτε με χαμόγελο παιχνιδιάρικο – είναι το σύμβολο της γυναίκας που οδηγεί τη ζωή της, με τόλμη, με φλόγα με αυθεντικότητα. Η καρδιά της συγχρονίζεται με τον βρυχηθμό του τετράχρονου κινητήρα. Το βλέμμα της δεν αναζητά τον χάρτη που θα την καθοδηγήσει στην σίγουρη διαδρομή, αλλά στα άγνωστα μοναχικά μονοπάτια. Η κοπέλα συμβολίζει τη γυναίκα που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με την άσφαλτο, με το χώμα, τον αέρα, τον εαυτό της. Είναι η κόρη του δρόμου, του ήλιου που ψήνει το κορμί της, της βροχής που μουσκεύει τα κόκκαλά της, της θύελλας που γλυκαίνει το πρόσωπό της, αλλά και της νύχτας που απόκοσμα της ψιθυρίζει και την καλεί σε μια διαρκή εξέγερση.
Αυτό το λεύκωμα απευθυνεται σε όσες μα και σε όσους δεν χώρεσαν ποτέ στα «πρέπει» της συμβατικότητας, αλλά γκαζώνουν το πεπρωμένο τους.