Όταν ο Ρώσσος κοσμοναύτης Aleksei Leonov πραγματοποίησε το πρώτο εκείνο ιστορικό περίπατο του 500 km πάνω από την επιφάνεια της Γης, εντυπωσιασμένος περιέγραφε την απόλυτη σιγή που επικρατούσε λέγοντας πως «μπορούσε να ακούσει κανείς τους ήχους του σώματός του, τους χτύπους της καρδιάς του και τους παλμούς των αρτηριών του και τον ήχο που κάνουν οι μύες καθώς συσπώνται».
Σίγουρα ο Leonov δεν είχε στο μυαλό του την Κάλυμνο το νησί της Δωδεκανήσου, στο οποίο δεν επικρατεί η σιγή του Διαστήματος, όμως ακούς του χτύπους της καρδιάς και τους παλμούς των αρτηριών σου τόσο δυνατά και με τέτοια ευκρίνεια που σου γεννούν: τα αερικά παλιών εποχών, η ανάσα της μυρουδιάς των φυκιών που σαπίζουν στις αμμουδιές έρημων παραλιών, το χάζι των σιωπηλών ανεμόμυλων, οι αρμπαρόριζες, η μέντα και οι βασιλικοί στους ασβεστωμένους ντενεκέδες, το τσούξιμο του βοριά στο πρόσωπό σου και των γαϊδουράγκαθων στα πόδια, η μετάνοια σε ξεχασμένες εκκλησίες χρόνια αλιβάνιστων αγίων, το κρώξιμο των αιγαιόγλαρων και το μουγκρητό των κυμάτων στους βράχους και στα θαλασσοσπήλια και ακόμα-ακόμα όταν μπουχτίζει το μάτι σου απ’ το λουλάκι και τους μπαχτσέδες, απ’ τα μαγκάνια και τ’ αρχαία μάρμαρα.
Η Κάλυμνος των βουτηχτάδων δεν θα σε παραξενέψει για την νεκρική της ησυχία, αλλά θα σε μαγέψει με τις ξερολιθιές, τα θαμνοκυπάρισσα τους σχίνους και τις λυγαριές, τα σύννεφά της σκέτα σφουγγάρια και τα γυμνά πετροκάραβά της. Θα σε γλυκάνει με ασφάκες, θρύμπι και ασπάλαθο και θα σε τρομάξει με τις σπηλιάδες, τα σαμιαμιθιά και την Τυτώ της. Φτωχή και πλούσια, φιλόξενη κι άλλοτε γελαστή μα πίσω από πόρτες αρχοντικές ή ταπεινές να ξέρεις πως σμίγουν οι αντιθέσεις της, με τ’ αδέλφι της την Τέλενδο της όμορφης δασκάλας και των χωριατόπαιδων που μόλις ανακάλυψαν τους άθλους του Ηρακλή και τους μύθους του Αισώπου.
Στην Κάλυμνο οι φωτεινοί όγκοι των σπιτιών και των μοναστηριών σμίγουν, με κείνα τα απόκοσμα μονοπάτια που οδηγούν τάματα απίστων, στην Κάλυμνο συνυπάρχει η εύπλαστη αρμονία με την δύσκαμπτη γοητεία της παρακμής, η γνώση και η ορμή αισθήσεων χθεσινών. Τούτο το νησί όσο κι αν άλλαξε κάτω από τον ήλιο δεν αφυδατώθηκε, ούτε ξεθώριασε μα υποχρεώνει τους ταξιδευτές να το εγκαταλείψουν δίνοντας όρκο επιστροφής σε κάποιον άλλο χρόνο, σε μια άλλη εποχή, μα πάντα στο ίδιο όνειρο και δίχως τύψη.
Γέννημα μιας μέρας και μιας απόφασης, το λεύκωμα τούτο, αποκύημα της παγωνιάς και του κρυστάλλινου ορίζοντα, φτωχό και πρόχειρο και χωρίς καμία διεκδίκηση αποτυπώνει την ταχύτητα της φωτοληψίας, την εντύπωση της χειμωνιάτικης στιγμής και την φευγαλέα ανάμνηση της μοναξιάς και πλησμονής.
Το λεύκωμα αυτό είναι ο όρκος του μοναχικού αναζητητή μιας άλλης Γης στο άπιαστο φως, και στον μοιραίο οικιστή του γαλάζιου.