Πολιτικές διαστάσεις της μεταρρύθμισης και της αντιμεταρρύθμισης στην Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα
Αναγέννηση, Ουμανισμός, Ανακαλύψεις
«Η Δημιουργία του Ανθρώπου» έργο ανυπέρβλητης καλλιτεχνικής αξίας, κοσμεί την οροφή του Σιξτίου Παρεκκλησίου (Capella Sistina) στο Βατικανό, καλύπτοντας χώρο που υπερβαίνει τα 1000m2, περιλαμβάνει περίπου 300 φιλοτεχνημένες μορφές, ενώ για την ολοκλήρωσή της χρειάστηκαν πάνω από 5 χρόνια αγωνιώδους, κοπιαστικής και μοναχικής εργασίας.
Η επιβλητικότερη ίσως τοιχογραφία που δεσπόζει σε οροφή κτηρίου, έργο του ενός εκ των τριών γιγάντων της ακμής της Ιταλικής Αναγέννησης Μιχαήλ Άγγελου, προεξάρχει ως ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της Αναγεννησιακής τέχνης, που άκμασε στην Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του 15ου-16ου αι.
Η Αναγέννηση, το κοσμοϊστορικό εκείνο κίνημα του ιταλικού λαού, με την αξιοθαύμαστη άνθηση της τέχνης και των γραμμάτων, που άντλησε την έμπνευσή του από τη φύση αλλά και το πνεύμα της κλασικής αρχαιότητας, κυριάρχησε στην Ευρώπη ενάμιση περίπου αιώνα προσδίδοντας νέα χροιά στην έννοια πολιτισμός. Η επιστήμη, η πολιτική, η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, η ζωγραφική ήταν ορισμένοι από τους τομείς, που συμπεριλήφθηκαν στο πέπλο επιρροής του περίλαμπρου αυτού κινήματος της ανθρωπότητας.
Πώς όμως ήταν δυνατόν ένα τέτοιο κίνημα να μην έχει λάβει αυτές τις εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς κύριος μοχλός και αιτία πυροδότησής του ήταν το κίνημα του ουμανισμού, το οποίο είχε ως αρχή του τον Άνθρωπο και πρέσβευε την ανύψωση της αξιοπρέπειας του ανθρωπίνου πνεύματος με την ανασύνδεση του νεότερου με τον αρχαίο πολιτισμό πάνω από το Μεσαίωνα και το Σχολαστικισμό[1].
Ο ουμανισμός με κύριους εκπροσώπους τον Πετράρχη και Έρασμο, απέδωσαν στον άνθρωπο την αξία που του αρμόζει, θεωρώντας τον, το τελειότερο ον της φύσης.
Μέλημά τους ήταν «να διαπλάσουν ένα εκλεκτό ον που να γνωρίζει τα πάντα ……. να είναι ένας άνθρωπος της γνώσης, συνυφασμένος με έναν άνθρωπο της δράσης και της εξουσίας, ικανός να δώσει στους συμπολίτες του τα αγαθά που μόνος αυτός μπορεί να συλλάβει»[2].
Με δόγμα του τη φιλοσοφία του ουμανισμού ο άνθρωπος της Αναγέννησης αρνείται τον εφησυχασμό. Η διεύρυνση των πολύ στενών γεωγραφικών ορίων δεν τον αφήνει αδιάφορο. Στρέφει το βλέμμα του σε νέους ορίζοντες επιδιώκοντας καινούργιες αναζητήσεις. Προετοιμάζει διαδοχικές αποστολές για την εξερεύνηση νέων κόσμων. Γενουάτες και Καταλανοί θαλασσοπόροι διαπλέουν τον Ατλαντικό. Η ανακάλυψη της Αμερικής από το Χριστόφορο Κολόμβο το 1492 θα κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών εξερευνητών να προβούν σε υπερπόντια ταξίδια. Ισπανοί και Πορτογάλοι θα περι-πλεύσουν Αφρική και Ασία εγκαινιάζοντας γέφυρες επικοινωνίας πολιτισμικού, εμπορικού αλλά και αποικιακού χαρακτήρα. Οι ανακαλύψεις αναμφισβήτητα αποτέλεσαν το καύ-χημα του ανθρώπινου πνεύματος και της ισχυρής του θέλησης.
Μεταρρυθμιστικό κίνημα
Ένα μεγάλο τμήμα της Ευρώπης πανηγυρίζει με τα επιτεύγματά της, τις εξελίξεις, τις μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις όμως, με θρησκευτικό χαρακτήρα θα απασχολήσουν την Ευρώπη του 16ου και 17ου αι. αφού οι θρησκευτικές συγκρούσεις και η μισαλλοδοξία μεταξύ καθολικών και προτεσταντών θα υπερισχύσουν.
Το πέρας του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα στα τέλη του 15ου αι. βρίσκει, ιδιαίτερα το γερμανόφωνο τμήμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, να αγωνίζεται να αποφύγει τη διάλυσή του. Ισχυρά εθνικιστικά κινήματα με αποκορύφωμα την ισχυροποίηση της αυτονομίας του Γαλλικού και Ισπανικού Έθνους απειλούν σοβαρά την ομοιογένεια της Ευρώπης, ενώ η ενότητα της Χριστιανοσύνης στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας ήδη είναι de facto διερρηγμένη από τις πολιτικές διενέξεις μεταξύ του εκάστοτε Ποντίφικα, των Αυτοκρατόρων αλλά και των Ευγενών.
Στο στίβο της εσωτερικής πολιτικής εισέρχονται ολοένα και πιο διεκδικητικά μικρότερα πολιτικά μορφώματα, αποτελούμενα κυρίως από τους ηγέτες των διαφόρων δουκάτων, πριγκιπάτων και ελευθέρων πόλεων, από τα οποία απαρτίζεται την εποχή εκείνη η Γερμανία.
Με τον κατακερματισμό λοιπόν που είχε υποστεί η Γερμανία, διέτρεχε μεγαλύτερο κίνδυνο να υποκύπτει στις παπικές αξιώσεις αλλά και να υποφέρει από τη διαφθορά των καθολικών. «Η δυσαρέσκεια για τον παπικό ουλτραμοντανισμό και τη χαλαρή ηθική του κλήρου είχε εξαπλωθεί πολύ. Η δυσφορία για την διοχέτευση γερμανικού πλούτου στο παπικό θησαυροφυλάκιο στη Ρώμη αναμοχλευόταν από μια νεογέννητη τότε συνείδηση γερμανικής ενότητας»[3].
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η Γερμανία απετέλεσε την κοιτίδα της Μεταρρύθμισης με βασικό εκφραστή της το Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος δεν δίστασε να καταδικάσει την αισχρή εκμετάλλευση των πιστών από τους εκπροσώπους της Παπικής Εκκλησίας. Στις 31 Οκτωβρίου 1517 ανάρτησε τις 95 Θέσεις του στη θύρα της εκκλησίας-πύργου της Βυρτεμβέργης διακηρύσσοντας τις θρησκευτικές του απόψεις. Προχώρησε λοιπόν στην οργάνωση μιας νέας εκκλησίας, της εκκλησίας των Διαμαρτυρομένων, επιβάλλοντας τη γερμανική γλώσσα στη θεία λειτουργία, καταδικάζοντας το μοναχισμό και το καθεστώς της αγαμίας των κληρικών, καταργώντας τα Μυστήρια, αναγνωρίζοντας μόνο το Βά-πτισμα και τη Θεία Ευχαριστία και αναβαθμίζοντας την αξία των γραφών που αποτε-λούσαν τις κύριες πηγές της πίστης.
Οι λαϊκές μάζες αγκάλιασαν το κίνημα των Διαμαρτυρομένων και πολλοί επαναστάτες της εποχής, εμπνεύστηκαν από το θρησκευτικό ριζοσπαστισμό του Λούθηρου. Οι απόψεις, όμως, και οι διαμαρτυρίες του δεν έμειναν περιορισμένες στο γεωγραφικό πλαίσιο της Γερμανίας. Στην Ελβετία, με κέντρο τη Ζυρίχη ένας άλλος κληρικός και διανοούμενος ο Ούλριχ Ζβίγγλιος επέβαλε το λουθηρανικό δόγμα προσηλυτίζοντας αρχικά στον Προτεσταντισμό το βόρειο της τμήμα και στη συνέχεια το νότιο. Στη Γενεύη επίσης οι απόψεις του Λούθηρου βρήκαν πρόσφορο έδαφος σ΄ ένα άλλο κίνημα, ηγέτης του οποίου αναδείχθηκε ο Ιωάννης Καλβίνος, ένας Γάλλος προτεστάντης που διέφυγε στην Ελβετία για να σωθεί από τις διώξεις που εξαπέλυσαν οι καθολικοί.
Ο Καλβινισμός αποτέλεσε το κίνημα που ήρθε σε ολοκληρωτική ρήξη με τον παπισμό και τις παραδόσεις των καθολικών αφού κατάργησε τον κλήρο θεσπίζοντας τις συναθροίσεις των πιστών στις οποίες εκλέγονταν οι ιεροκήρυκές τους. Σύντομα εξαπλώ-θηκε στη Δυτική Ευρώπη με χώρες επιρροής τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, όπου και ενισχύθηκε σημαντικά από τη λαϊκή βάση.
Έντεχνο συγκερασμό εξάλλου του προτεσταντισμού και καθολικισμού επέτυχε η Αγγλία επιβάλλοντας ένα ενιαίο στη μορφή του σχήμα που επικράτησε με τον όρο αγγλικανισμός. Η Αγγλία μάλιστα υπήρξε πρωτοπόρος έναντι των άλλων χωρών κι αυτό διότι μέσω του βασιλιά της Ερρίκου Η΄ και όχι μέσω κάποιου πεφωτισμένου κληρικού ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Πάπα. Ο Ερρίκος προέβη στην ανεξαρτητοποίηση της αγγλικανικής εκκλησίας θέτοντας τον εαυτόν του επικεφαλή το 1531.
Η Αγγλικανική εκκλησία είναι στην ουσία μια «χοάνη» πολλών και ετερόκλητων σχημάτων και παραδόσεων, όπου συνυπάρχει και συμβιώνει το λουθηρανικό, ζβιγγλιανό, καλβινικό και ρωμαιοκαθολικό στοιχείο.
Καθολική Μεταρρύθμιση ή Αντιμεταρρύθμιση
Σε όλες αυτές τις «ανταρσίες» η ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν έμεινε αμέτοχη. Αναδιοργανώνοντας τις δυνάμεις της απάντησε δυναμικά. Επέβαλλε αρχικά την Ιερά Εξέταση, την οποία θεώρησε κραταιό μηχανισμό καταδίωξης και παραδειγματικής τιμωρίας των αιρετικών, όπως θεωρούσε τους οπαδούς της Μεταρρύθμισης.
Τα κατασταλτικά μέτρα όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά και έτσι προχώ-ρησε στην αποσαφήνιση και οριοθέτηση του δόγματός της με σκοπό να πατάξει τη δια-φθορά του κλήρου. Με τρεις διαδοχικές συνεδριάσεις του Συμβουλίου του Τριδέντο στη Βόρεια Ιταλία η καθολική Μεταρρύθμιση επανέκαμψε αφού υιοθέτησε σειρά διαρθρωτικών μέτρων. Παρόλο που η Σύνοδος άφησε το δυτικό χριστιανικό κόσμο ανεπανόρθωτα διαιρεμένο σε πολλές παρατάξεις, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βγήκε ισχυρότερη απ΄ ό,τι ήταν. Ο εκάστοτε Ποντίφικας είχε ευθύνη όχι μόνο της ερμηνείας αλλά και της εφαρμογής των αποφάσεών της με αποτέλεσμα, ο καθολικισμός να ορθωθεί και πάλι με νέα μαχητικότητα υπό μια αναζωογονημένη κεντρική εξουσία. Έτσι επιβεβαιώθηκε η αξία των Μυστηρίων, υπογραμμίστηκε η σημασία των καλών πράξεων και αναγνωρίστηκε η Αγία Γραφή στα λατινικά ως η μόνη έγκυρη μετάφραση της Βίβλου, τονίστηκε η ισοδύναμη σημασία της με την αποστολική διδασκαλία ως πηγές της Χριστιανικής πίστης, καθώς και η πίστη στη λατρεία των αγίων, στον Κανόνα της αγαμίας των κληρικών και στην ανωτερότητα της παπικής εξουσίας. Τέλος ψηφίστηκαν 35 μεταρρυθμιστικά διατάγματα με στόχο την εξυγίανση και αναβάθμιση του κλήρου και της εκκλησίας. Η παπική εξουσία στήριξε την αποτελεσματικότητά της στη σημαντική δράση της αδελφότητας των ιησουιτών οι οποίοι εκτέλεσαν πλούσιο ιεραποστολικό έργο.
Θρησκευτικοί πόλεμοι
Τα δύο μεγάλα θρησκευτικά κινήματα (Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση) –πέραν πάσης αμφιβολίας – συντάραξαν το θρησκευτικό βίο της Ευρώπης με πολύ έντονες συνέπειες, ενώ ταυτόχρονα προκάλεσαν τεράστιες τομές στην πολιτική της ζωή. Οι θρησκευτικές διενέξεις και το μισαλλόδοξο πνεύμα ήταν τα στοιχεία που ανατάραξαν τη «γαλήνη» της Ευρώπης του 16ου αι.. «Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι κυρίαρχες τάσεις μισαλλοδοξίας οδήγησαν σε παρατεταμένους θρησκευτικούς πολέμους μεταξύ καθολικών και προτεσταντών»[4].
Ο Σμαλκαδικός πόλεμος, τον οποίο διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ εναντίον των Μεταρρυθμιστών ηγεμόνων της Γερμανίας, ήταν η πρώτη βίαιη και αιματηρή σύγκρουση, που σκοπό είχε να αποκαταστήσει τη θρησκευτική ενότητα και την κυριαρχία της καθολικής εκκλησίας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Οι απηνείς διώξεις συνεχίστηκαν με σφοδρότητα. Νέος πόλεμος θα συνταράξει εκ βάθρων και πάλι τον ειρηνικό βίο της Ευρώπης. Το 1618 ξεσπά ο Τριακονταετής Πόλεμος, όπου η πολιτική συνυπάρχει με τη θρησκευτική μισαλλοδοξία καταφέροντας σοβαρό πλήγμα στη Γερμανία και στη σφοδρή σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. «Στο όνομα της θρησκείας διαπράχθηκαν φρικαλεότητες και από τις δύο πλευρές, ενώ τα δεινά που υπέστη ο άμαχος πληθυσμός μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις βρήκαν όμοιά τους στην ιστορία της Ευρώπης»[5].
Τον πόλεμο αυτό, που οι ιστορικοί χωρίζουν σε 4 φάσεις[6] προκάλεσε η βίαιη αντίδραση των Τσέχων ευγενών καθώς δεν συμφώνησαν στην επιλογή βασιλιά για το βοημικό θρόνο από τον Αυστριακό κλάδο των Αψβούργων της Βοημίας, οι οποίοι μάχονταν να καταργήσουν τις θρησκευτικές και πολιτικές ελευθερίες των βοημικών ηγεμονιών. Να σημειωθεί δε, ότι όταν αναφερόμαστε στον οίκο των Αψβούργων στην ουσία μιλάμε για μια δυναστεία, η οποία σε διάστημα μισού αιώνα περίπου κατόρθωσε να έχει στην κατοχή της εδάφη από κάθε γωνιά της Ευρώπης. Η σύγκρουση αυτή γρήγορα διευρύνθηκε σ΄ έναν άνισο αγώνα μεταξύ Προτεσταντικής και Καθολικής Ενώσεως, όπου αμέσως μετά συγχωνεύθηκε με την παλιά σύγκρουση ανάμεσα στο γερμανικό τοπικισμό και την αυτοκρατορική εξουσία.
Έτσι, καθώς οι Αψβούργοι κατέστειλαν αρχικά με αγριότητα τη βοημική εξέγερση και βίαια προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τους Τσέχους στον καθολικισμό, προκάλεσαν την άμεση αντίδραση και επέμβαση των προτεσταντών ηγεμόνων Χριστιανού Δ΄ της Δανίας και Γουσταύου Αδόλφου της Σουηδίας παρακινούμενοι από το αντίπαλο δέος του οίκου των Αψβούργων, που ήταν ο γαλλικός οίκος των Βουρβώνων.
Μετά την 4η φάση του τριακονταετούς, δηλ. από το 1630, οι καθολικοί Γάλλοι υποστήριξαν ανοικτά τις προτεσταντικές δυνάμεις και μετά το θάνατο του Γουσταύου οι ίδιοι συνέχισαν τον πόλεμο κατά των Αψβούργων.
Ο καρδινάλιος Ρισελιέ, «εστεμμένος» πρωθυπουργός του Γάλλου μονάρχη έθετε τις βάσεις μιας νέας πολιτικής ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις. Ο Ρισελιέ επιθυμούσε να διατηρήσει το γερμανικό προτεσταντισμό, ενώ επιδίωκε ταυτόχρονα και την εξασθένιση των Ουγενότων της Γαλλίας. Για τον ίδιο λόγο είχε προτρέψει τον Γουσταύο Αδόλφο της Σουηδίας να επέμβει στη Γερμανία κι όταν οι σουηδικές δυνάμεις επέμβασης σταμάτησαν, μετά το θάνατο του βασιλιά τους στη Μάχη του Λίτσεν ο Ρισελιέ έφερε τη Γαλλία σε ανοικτή στρατιωτική συμμαχία με τις σουηδικές δυνάμεις[7]. Οι Γάλλοι πανηγύριζαν για τις νίκες τους με τις Συνθήκες της Βεστφαλίας και των Πυρηναίων. Η Σουηδία είχε στον έλεγχό της εδάφη καθώς και τον προσοδοφόρο, εξαιτίας των δασμών, έλεγχο των εκβολών των ποταμών Βέζερ, Όντερ και Έλβα. Η υπεροχή των δύο μεγάλων δυνάμεων διαφαίνονταν ολοφάνερα πια.
Ο πολιτικός κατακερματισμός της Γερμανίας σε περισσότερες από 350 ηγεμονίες που διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους ήταν δεδομένος. Ο πόλεμος επέφερε ταυτόχρονα σοβαρό πλήγμα στο κύρος της δυναστείας των Αψβούργων, οι οποίοι και εγκατέλειψαν τα φιλόδοξα σχέδια τους για ηγεμονική παρουσία στην Ευρώπη.
Απόλυτη μοναρχία
Ο δυναστισμός, που αποτελούσε το τελευταίο απομεινάρι του μεσαίωνα θα καθόριζε την πολιτική και τη διπλωματία των ευρωπαϊκών κρατών και θα αποφάσιζε για την τύχη των λαών τους. Το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, θα δοκίμαζε από τώρα και στο εξής την ώριμη άνθιση του βασιλικού απολυταρχισμού, της απόλυτης δηλ. μοναρχίας. Στην Αγγλία το καθεστώς αυτό θα διατηρηθεί περίπου μέχρι τα μέσα του 17ου αι., στη Γαλλία έως το 1789, οπότε και ακολούθησε η Γαλλική Επανάσταση, ενώ σε άλλες χώρες επικράτησε μέχρι και τον 19ο αι.. Οι λόγοι που συνέβαλαν στην επικράτηση του απολυταρχισμού ήταν πολλοί με σημαντικότερο την συσσώρευση κερδών που επέτρεπε σε πολλούς μονάρχες να συντηρούν μια γραφειοκρατία ικανή να καθοδηγεί την οργάνωση της στρατιωτικής δραστηριότητας και να ασκεί την εξωτερική πολιτική. Άλλος λόγος επίσης, ήταν ότι όλοι οι πόλεμοι που διεξάγονταν κατά την περίοδο αυτή διατηρούσαν τους μονάρχες ετοιμοπόλεμους ώστε άμεσα να καταπνίγουν οποιοδήποτε κίνημα σε εσωτερικό και εξωτερικό. Τέλος και σύμφωνα με την άποψη του E. Burns «….η Προτεσταντική Επανάσταση συνέβαλε στην ανάπτυξη της βασιλικής παντοδυναμίας»[8] γιατί διαρρηγνύοντας το ενιαίο μέτωπο της Χριστιανικής Εκκλησίας, και στην ουσία καταργώντας το παπικό καθεστώς, ενεθάρρυνε τους κοσμικούς ηγέτες να επιβάλλουν την εξουσία τους τόσο σε θρησκευτικό όσο και σε κοσμικό επίπεδο.
Εκείνο τέλος που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η απόλυτη μοναρχία των ηγετών της Ευρώπης του 16ου-17ου αι. ουδεμία σχέση είχε με το δεσποτισμό και με τον ολοκληρωτισμό που παρατηρείται στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Κρίσεις – συμπεράσματα
Γεγονότα με αλυσιδωτές αντιδράσεις κλονίζουν την ισορροπία της Ευρώπης τη χρονική περίοδο που εξετάζουμε. Θρησκευτικά μορφώματα με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις συμβάλλουν στην αποσταθεροποίηση και στην αλλαγή των συνόρων της, ενώ το καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας εγκαθιδρύεται για δεκαετίες και οι δυναστικοί οίκοι καθορίζουν τις τύχες των λαών.
Τα απομεινάρια του μεσαιωνικού κόσμου εξαφανίζονται καθώς η φωτισμένη απολυταρχία και ο διαφωτισμός θα ορθώσουν το παράστημά τους από τις αρχές ήδη του 18ου αι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Berstein, S., Milza, P., Ιστορία της Ευρώπης, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά κράτη, 5ος-18ος αιώνας, τόμος 1, σελ. 315, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997. 2. Burns, E., Ευρωπαϊκή Ιστορία, Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, τόμος 1ος, σελ. 155, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1983 3. Γκότσοκ, Λ., Μακ Κίνεϊ, Λ., Πρίτσαρντ, Έ., Ιστορία της Ανθρωπότητας, Η θεμελίωση των νεότερων χρόνων 1300-1775, σελ. 3839, τόμος 11ος, UNESCO, Εκδόσεις Ελευθεροτυπία, Αθήνα. 4. Lalande, A. Λεξικόν της Φιλοσοφίας, τόμος 1, σελ. 161, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 1955. 5. Ράπτης, Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο αι., τόμος Α΄, σελ. 157, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 1999. 6. Κλαδάς, Ν.Θ., Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παύλος Δρανδάκης, Τριακονταετής Πόλεμος, τόμος 23ος, σελ. 288, Εκδόσεις Φοίνιξ, Αθήναι.
[1] Lalande, A. Λεξικόν της Φιλοσοφίας, τόμος 1, σελ. 161, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 1955.
[2] Berstein, S., Milza, P., Ιστορία της Ευρώπης, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά κράτη, 5ος-18ος αιώνας, τόμος 1, σελ. 315, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
[3] Γκότσοκ, Λ., Μακ Κίνεϊ, Λ., Πρίτσαρντ, Έ., Ιστορία της Ανθρωπότητας, Η θεμελίωση των νεότερων χρόνων 1300-1775, σελ. 3839 , τόμος 110ος, UNESCO, Εκδόσεις Ελευθεροτυπία, Αθήνα.
[4] Burns, E., Ευρωπαϊκή Ιστορία, Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, τόμος 1ος, σελ. 155, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1983
[5] Ράπτης, Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο αι., τόμος Α΄, σελ. 157, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 1999.
[6] Σύμφωνα με τον υποστράτηγο Ν.Θ.Κλαδά, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παύλος Δρανδάκης, Τριακονταετής Πόλεμος, τόμος 23ος, σελ. 288, Εκδόσεις Φοίνιξ, Αθήναι.
[7] Γκότσοκ, Λ., Μακ Κίνεϊ, Λ., Πρίτσαρντ, Έ., Ιστορία της Ανθρωπότητας, Η θεμελίωση των νεότερων χρόνων 1300-1775, σελ. 3846, τόμος 11ος, UNESCO, Εκδόσεις Ελευθεροτυπία, Αθήνα.
[8] Burns, E., Ευρωπαϊκή Ιστορία, Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, τόμος 1ος, σελ. 198, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1983
This Post Has 0 Comments