skip to Main Content
 
Γερμανία,  1969
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
Ερμηνείες: Χάνα Σιγκούλα, Λίλιθ Ούνγκερερ, Ρούντολφ Βάλντεμαρ
Μπρεμ, Ιρμ Χέρμαν, Ραίνερ Βέρνερ Φασμπίντερ
 
του Μάριου Παπαγεωργίου
 
Υπόθεση: Μια ομάδα δήθεν φίλων ξοδεύουν άσκοπα τις ημέρες τους έξω από ένα διαμέρισμα στο αστικό περιβάλλον του Μονάχου, καπνίζοντας, πίνοντας καφέ, παίζοντας χαρτιά, κάνοντας σχόλια επικριτικά ο ένας για τον άλλον, κοιμώντας ο ένας με τη γυναίκα του άλλου, και ουσιαστικά διαβρώνοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Θ’ ανασυνταχθούν, όμως, όταν θα φτάσει εκεί ένας Έλληνας μετανάστης, τον οποίον αποφασίζουν να πολεμήσουν όλοι μαζί ώστε να τον διώξουν. Όλοι εκτός… από μια από τις γυναίκες της παρέας, η οποία ερωτεύεται τον μετανάστη.

 
«Ο Έλληνας γείτονας» επρόκειτο για την προσαρμογή ενός αντί-θεάτρου θεατρικού έργου του ίδιου του σκηνοθέτη σ’ ένα αντι-κινηματογράφου κινηματογραφικό έργο. Το φιλμ τοποθετεί τη δράση του τη χρονιά παραγωγής του (1969): όταν, δηλ., στην Ελλάδα, κατά την περίοδο του δικτατορικού καθεστώτος, όλο και περισσότερα μπουλούκια εργατών μετανάστευαν, με όνειρο μια καλύτερη οικονιμική αποτίμηση του εργασιακού μόχθου τους, σε μια Γερμανία που ένιωθε να την κυριεύει ένα ανεξέλεγκτο πλέον κύμα ξενοφοβίας.
 
Παρόλο που φαίνεται πως η ξενοφοβία αποτελεί τον κύριο θεματικό πυρήνα του «Έλληνα γείτονα», ο Φασμπίντερ θέλοντας ν’ ανατρέψει την λογική της φαινομενολογίας, θέτει αυτό τον προβληματισμό από το δεύτερο μισό του φιλμ και μετά, έτσι ώστε πρώτα ν’ ακολουθήσει το σύνολο των χαρακτήρων του προς την κάθοδο τους μέσα σ’ ένα έκπτωτο πολυσύστημα αξιών (αιτία), κι έπειτα να καταγράψει τη ρατσιστική συμπεριφορά τους προς του αλλοδαπούς εργάτες ως κοινωνικό φαινόμενο (αιτιατό).
 
Παραθέτοντας, αρχικά, ως πρόλογο το απόφθεγμα του Γιάακ Καρσούνκε «Είναι προτιμότερο να κάνεις καινούρια λάθη παρά να επιμένεις στα παλιά μέχρι τελικής αναισθησίας», ο σκηνοθέτης εν συνέχεια χρησιμοποιεί την αριστοτελική μέθοδο / μαρξιστική διαλεκτική, για να το αντιπαρατάξει απέναντι στην αφασική, «ακίνητη» συμπεριφορά των χαρακτήρων του και την αναπόφευκτη υποταγή τους στους πιο στοιχειώδεις και ποταπούς κανόνες κοινωνικής δραστηριότητας. Οι χαρακτήρες του Φασμπίντερ (συγκεκριμένα, οι γερμανοί πολίτες) προβάλλονται ως άκαμπτα σύμβολα και αριθμοί μιας σκόρπιας κι ασυνάρτητης εξίσωσης, από την οποία διαδοχικά συνεπάγονται η αδράνεια, η αντι-ιδεολογική απάθεια, ο θάνατος της φιλίας η εκπνοή του έρωτα και η καταφυγή στη στείρα σεξουαλική εκτόνωση και στη συλλογική βία. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι στο τέλος ν’ απομένει για μια ακόμα φορά μετέωρη η ελπίδα για την αλλοτροίωση της πραγματικότητας, την αναζήτηση του γλυκού ήμαρ των ονείρων (δηλ. η αναγνώριση της Ομορφιάς και μόνο).
 
Η άλλοτε διαλεκτική κι άλλοτε συνειρμική συνέπεια των μονίμως ακίνητων πλάνων-ταμπλώ (απόρροια των εξαιρετικών στυλίστικων διαλόγων) δημιουργούν κι αναπτύσσουν μια  αίσθηση κοινωνικής σύγχυσης και παγωμάρας, που συνεχώς αντανακλούν ένα ευνουχισμένο από λυρικά στοιχεία περιβάλλον, στο οποίο κατά τ’ άλλα πάντα δεσπόζει ένα καταφώτεινο λευκό χρώμα, και μέσα στο οποίο οι άνθρωποι καθημερινά φυτοζωούν και εξαντλούνται στη ηθική και διαπροσωπική αδράνεια των μεταξύ τους σχέσεων. Κι όλα αυτά μέσα από ένα δεξιοτεχνικό πάντρεμα του σινεμά-βεριτέ του Γκοντάρ με το σινεμά σχέσεων του Κασσαβέτης και τους λειτουργικούς, πένθιμους και γεμάτο διαλογισμό ρυθμούς του σινεμά του Ντράγιερ. 
 
 
 
                                                                                   
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back To Top