skip to Main Content

«Ο πιο διαυγής Έλληνας ζωγράφος συνέπεσε να είναι και ο πιο μυστηριώδης» έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης, αναφερόμενος στον Γεράσιμο Στέρη. Τη «μυστηριώδη» αυτή εικαστική προσωπικότητα, έρχεται να αποκαλύψει και να «φωτίσει» η έκθεση που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο Μουσείο Μπενάκη (κτίριο οδού Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου). Ο Γερ. Στέρης (1898 – 1987),σημαντικός ζωγράφος του μεσοπολέμου, αναστάτωσε με τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της δημιουργίας του, φιλότεχνους και κριτικούς της εποχής του. Εκατόν δέκα
χρόνια από τη γέννησή του και είκοσι ένα από το θάνατό του, ο Γερ. Στέρης τοποθετείται στη θέση που του αξίζει μέσα στην ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής και αναγνωρίζεται ως ένας πρωτοπόρος, που με μοναδικά τολμηρό τρόπο συνδύασε το μοντερνισμό με την παράδοση. Τα 300 περίπου έργα που παρουσιάζονται προέρχονται από τη Συλλογή Κουτουλάκη και ανήκαν αρχικά στον Εμμανουήλ Σεγρεδάκη, ο οποίος έως το τέλος της ζωής του (1948) διαχειρίστηκε το έργο του
καλλιτέχνη και υπήρξε ένας από τους πιο πιστούς του φίλους.

Η έκθεση είναι χωρισμένη σε θεματικές ενότητες:
προσωπογραφίες, γυμνά, τοπία, μυθολογικές σκηνές, αφαιρετικές συνθέσεις, μελέτες και σχέδια. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη παρουσίαση του σημαντικού Έλληνα δημιουργού, μετά τις αφιερωμένες στο έργο του εκθέσεις στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου το 1980 και την Εθνική Πινακοθήκη το 1982. Παράλληλα με την παρουσίαση, κυκλοφορεί προσεγμένη έκδοση με φωτογραφίες και επιστημονικά κείμενα των: Ε. Δ. Ματθιόπουλου, Α. Κωτίδη, Μ. Κουμπαρέλου, Κ. Σταυρόπουλου, καθώς και αναδημοσίευση των «18 Κριτικών Αρθρων γύρω από μια έκθεση», που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1931.

Το πέρασμα του Στέρη από τον κόσμο της ελληνικής ζωγραφικής ήταν πολύ σύντομο, αλλά σημαντικό και καθοριστικό. Υπήρξε
ελληνοκεντρικός, όπως όλοι οι καλλιτέχνες της γενιάς του και υπηρέτησε το ζητούμενο για επιστροφή στις ρίζες, αλλά μόνο θεματολογικά και με μορφοπλαστικό λόγο λιτό και αυστηρό, πυκνό και περιεκτικό, ο οποίος του προσέδωσε μοναδικότητα. Με αυτόν απορρίπτει κάθε ακαδημαϊκή αντίληψη για την τέχνη και το ωραίο και προβάλλει ένα όραμα στο οποίο η εντύπωση της Ελλάδας υποβάλλεται με μια γλώσσα τολμηρή στη λιτότητά της και τη συνοπτικότητά της, ίσως η τολμηρότερη στην περιοχή της ελληνικής ζωγραφικής ως εκείνη την εποχή.

 

Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Κώστας Σαυρόπουλος: «Ο Στέρης δεν ανήκει στη γενιά του ’30, αλλά συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους χαρισματικούς Ελληνες εικαστικούς καλλιτέχνες της τριακονταετίας 1900 – 1930, οι οποίοι την προετοίμασαν και την ιδεοδρόμησαν προς τα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα της μοντέρνας τέχνης, χρόνος πυκνός του ακραία επαναστατημένου 20ού αιώνα… Ο Στέρης αντλούσε τα οράματά του από την ολόγιομη πολιτισμική δεξαμενή της μνήμης του πανάρχαιου λαού του, αλλά και από το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, με τα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα της μοντέρνας τέχνης».

 

Ο Γεράσιμος Σταματελάτος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1898 στο Διγαλέτο της Κεφαλονιάς. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας κοντά στους Δ. Γερανιώτη και Γ. Ιακωβίδη. Συνέχισε στο Παρίσι και τη Σορβόνη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1931 και την ίδια χρονιά  πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα. Ο πρωτοποριακός χαρακτήρας των έργων του δίχασε κριτικούς και φιλότεχνους. Στην επίθεση του επίσημου
τεχνοκρίτη και διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρία Παπαντωνίου, απάντησαν 0ι προοδευτικοί διανοούμενοι της Ελλάδας (Φ.  ολίτης, Δ. Πικιώνης, Στ. Δούκας, Σπ. Μελάς, Τ. Κ. Παπατσώνης, Τζ. Καΐμι, Λ. Κουκούλας, Λ. Καρζής, Χρ. Καρούζος, Γ. Ν. Πολίτης κ.ά) με τα περίφημα δεκαοκτώ άρθρα (συμπεριλαμβάνονταν ένα άρθρο του ίδιου του Στέρη και η κριτική του Παπαντωνίου), τα οποία αποτελούν ένα είδος μανιφέστου για τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα, καθώς θεωρείται ότι συμπυκνώνουν τις ιδεολογικές διαμάχες της εποχής γύρω από τα προβλήματα της νεοτερικής τέχνης και της ελληνικότητας.

 

Απ ό το 1931 έως και το 1936 ο Γερ. Στέρης ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου πραγματοποίησε αρκετές εκθέσεις. Το 1932 συνεργάστηκε με τον
Δ. Πικιώνη στα σκηνικά του θεάτρου «Κεντρικόν» και το 1935 με τον Φώτη Κόντογλου στις αναστηλώσεις του Μυστρά. Η τελευταία του έκθεση στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στο Βόλο το 1936.

 

Στις 15 Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς επιβιβάστηκε στο πλοίο «Νορμανδία» και έφυγε οριστικά για την Αμερική, αφήνοντας ένα μπαούλο με
τα έργα και τα πράγματά του στο φίλο του Γεώργιο Ν. Πολίτη στην Αθήνα και παίρνοντας μαζί του μια μικρή βαλίτσα, μέσα στην οποία είχε και το γνωστό ποίημα του Γ. Σεφέρη «Αρνηση». Ποίημα συμβολικό με τρεις αλλεπάλληλες αρνήσεις, όσες ήταν και οι αρνήσεις του Γερ. Στέρη στη συνέχεια της ζωής του. Απαρνήθηκε την οικογένειά του, την καταγωγή του και τη ζωγραφική του.

 

Στις ΗΠΑ, αρχικά εργάστηκε στο Χόλιγουντ, ενώ το 1938, μετά από διαγωνισμό, αναλαμβάνει τη διακόσμηση του ελληνικού περιπτέρου στη μεγάλη Διεθνή Εκθεση της Νέας Υόρκης. Για τη δραστηριότητά του στη διετία 1946-48 δεν υπάρχει καμιά επιβεβαιωμένη πληροφορία. Από το 1950 και μετά δίδαξε ζωγραφική σε σχολές της Νέας Υόρκης, ενώ συγχρόνως ασχολήθηκε με την προώθηση σε δημοπρασίες παλαιών βιβλίων, εκδόσεων τέχνης, χαρακτικών και έργων ζωγραφικής, κυρίως Γάλλων καλλιτεχνών.

 

«Η παλαίστρα της Νέας Υόρκης ήταν ένα θέαμα τραγικό  και οι άνθρωποι τραγικοί στο αλληλοχτύπημά τους», γράφει ο Γερ. Στέρης στις
εντυπώσεις του από το Νέο Κόσμο, που δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος για έναν ευαίσθητο, ιδεολόγο και καλλιεργημένο Ευρωπαίο καλλιτέχνη με προσωπικό όραμα. Ο Γερ. Στέρης προτίμησε το δρόμο της άρνησης και της φυγής. Καθώς αρνήθηκε και συγχρόνως στερήθηκε την κύρια πηγή έμπνευσής του που ήταν η Ελλάδα, ως τόπος και ως ιστορία, απέτυχε να ενσωματώσει καινούριες φόρμες και τρόπους δημιουργικής έκφρασης.

 

Η ζωγραφική της περιόδου της Αμερικής είναι αντιφατική, άτεγκτη, επιθετική. Εξακολουθεί να χρησιμοποιεί πολλά από τα θέματα
της ελληνικής του ζωγραφικής, αλλά τα χειρίζεται με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Εισάγει σουρεαλιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία και μια χρωματική γκάμα τελείως διαφορετική από την γκάμα της ελληνικής του θεματολογίας, που ήταν συνδεδεμένη με το ελληνικό φως. Η ποιητική δύναμη και η λακωνικότητα της έκφρασης που χαρακτήριζαν τα έργα της ελληνικής περιόδου, χάνονται. Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη διαρκεί έως τις 27 του Ιούλη.

 

Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ  (δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη 20/7/2008)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back To Top