Αυτό το site περιλαμβάνει μουσική και video με χιλιάδες εκτελεστές από…
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ (περ. 1518-1572) Ο EL GRECO ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΜΙΚΡΑΚΗ
Στις 26 και 27 Αυγούστου του 1994 πραγματοποιήθηκε στη βασιλική του Αγίου Μάρκου του Ηρακλείου της Κρήτης μια ιστορικής σημασίας συναυλία. Η μουσική ενός άγνωστου, μέχρι τότε, ηρακλειώτη αναγεννησιακού συνθέτη ηχούσε ξανά στα αυτιά των συμπολιτών του, για πρώτη φορά μετά από τέσσερις και πλέον αιώνες.
Την αναβίωση αυτή οφείλουμε στις έρευνες του ιστορικού και φιλόλογου Νικολάου Παναγιωτάκη, καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης και Διευθυντή του μοναδικού Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, ενός Ινστιτούτου–θησαυρού για το νεοελληνικό πολιτισμό, όπως έχει ήδη χαρακτηρισθεί. Ο παραπάνω ερευνητής αρχικά υποψιάστηκε και αργότερα επιβεβαίωσε πως κάποιος Francesco Londarit detto il Greco που, σύμφωνα με πηγή του 1567, συμμετείχε σε συναυλίες κάποιας βενετσιάνικης αυλής της εποχής, ήταν Κρητικός. Οι σχετικές με τη ζωή και το έργο του μαρτυρίες άρχισαν να έρχονται στο φως η μια μετά την άλλη, με αποκορύφωμα την ανακάλυψη κοσμικών και θρησκευτικών έργων του, τα οποία, αν και είναι σαφώς ενταγμένα στη δυτική πολυφωνική τεχνοτροπία της εποχής, μεταθέτουν ωστόσο την ανάδυση της νεοελληνικής παρουσίας στην έντεχνη μουσική κατά τρεις, τουλάχιστο, αιώνες παλαιότερα. Άλλωστε και η μέχρι τώρα θεωρούμενη πρώτη μουσική Σχολή της νεότερης Ελλάδας, η Επτανησιακή του δεκάτου ένατου αιώνα, κάθε άλλο παρά έκρυβε την προσήλωσή της στα δυτικά πρότυπα. Με αμείωτο ενδιαφέρον παρακολουθεί κανείς τον περιπετειώδη βίο του Λεονταρίτη, όπως τον εκθέτει ο Ν. Παναγιωτάκης στη σχετική μονογραφία του, βασισμένος σε μαρτυρίες εκατοντάδων νοταριακών εγγράφων, επιστολών και συμβάσεων του δεκάτου έκτου αιώνα από την Κρήτη, τη Βενετία, τη Ρώμη, τη Πάδοβα, το Μόναχο κ.α. Γεννήθηκε γύρω στο 1518 και ανατράφηκε στο Χάνδακα, το βενετσιάνικο Ηράκλειο, από τον Έλληνα καθολικό ιερέα και αξιωματούχο του καθεδρικού ναού του αγίου Τίτου Νικόλαο Λεονταρίτη και τη Μαρία Σιμιλινοπούλα, γόνο ελληνορθόδοξης οικογένειας κατώτερης τάξης. Στο μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο του ναού όπου υπηρετούσε ο πατέρας του φαίνεται να γνώρισε τα πρώτα του μουσικά ερεθίσματα. Ήδη σε ηλικία δεκαεφτά χρονών αναφέρεται ως κατώτερος κληρικός και στα δεκαεννιά του ως έμμισθος οργανίστας του Αγίου Τίτου, του οποίου η σχολή της ψαλτικής τέχνης φαίνεται στις πηγές να αποτέλεσε πραγματικό φυτώριο νέων μουσικών. Πολύ σύντομα ο Λεονταρίτης θα ανέλθει και σε ανώτερες βαθμίδες της καθολικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας, για να βυθιστεί στη συνέχεια, όπως θα δούμε παρακάτω, σε δυσβάστακτα χρέη και ατιμωτικές κατηγορίες. Στη Κρήτη έζησε μέχρι τα τριάντα περίπου χρόνια του ο Λεονταρίτης. Όπως επισημαίνει ο Ν. Παναγιωτάκης σε μελέτη του για έναν άλλο, διασημότερο Κρητικό καλλιτέχνη, το ζωγράφο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (El Greco), που έμελλε λίγα χρόνια αργότερα να ακολουθήσει παρόμοια με του Λεονταρίτη πορεία, ασφαλώς αυτή η περίοδος είναι που σφραγίζει τη μετέπειτα εξέλιξη ενός καλλιτέχνη. Γι αυτό το λόγο οι μαρτυρίες που ήλθαν στο φως με αφορμή την ανακάλυψη του Λεονταρίτη και αφορούν σε πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές της μουσικής ζωής της εποχής στη βενετοκρατούμενη μεγαλόνησο, είναι πολύτιμες. Κατά τρόπο ανάλογο με τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία και τις υπόλοιπες τέχνες, και η μουσική στη βενετοκρατούμενη Κρήτη αναδύεται μέσα από την αρμονική και αμοιβαία επωφελή συνύπαρξη της ανατολικής παράδοσης από τη μια, φορείς της οποίας είναι πρόσφυγες από την Πόλη και άλλες τουρκοκρατούμενες περιοχές, και του δυτικού αναγεννησιακού πολιτισμού από την άλλη, όπως τον γνώρισαν οι λατινοκρατούμενες κτήσεις. Σύμφωνα πάντα με αρχειακές μαρτυρίες, συνυπάρχουν δάσκαλοι τρομπέτας, φλάουτου, λαούτου και οργανίστες με τους συνεχιστές της βυζαντινής ψαλτικής και μελοποίιας, μεταξύ των οποίων και οι Μανουήλ Δούκας Χρυσάφης, Ιωάννης Βατάτζης, Βενέδικτος Επισκοπόπουλος και πολλοί άλλοι. Τα δυτικά μουσικά χειρόγραφα διαδίδονται στα μοναστήρια και τους ναούς του νησιού παράλληλα με τις συνθέσεις του Ιωάννη Λάσκαρη, εντεταλμένου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να διδάξει τη βυζαντινή μουσική στο Χάνδακα. Απόηχοι αυτής της συνύπαρξης μπόλιασαν τη νεότερη ελληνική μουσική στα πρώτα της σκιρτήματα, με τη γνωστή στα Επτάνησα «κρητική ψαλμωδία», που δεν ήταν άλλη από την πολυφωνική ορθόδοξη εκκλησιαστική μουσική που έφεραν μαζί τους οι Κρήτες πρόσφυγες στη νέα τους, ακόμα σε βενετικά χέρια, πατρίδα, μετά την υποδούλωση της Κρήτης στους Τούρκους το 1669. Σε αυτά τα πλαίσια κινούταν η καλλιτεχνική δραστηριότητα στη γενέτειρά του, όταν γύρω στα 1549, ώριμος πια, εγκαταλείπει ο Λεονταρίτης την Κρήτη και εγκαθίσταται στη Βενετία, την εποχή που στη μουσική ζωή της πόλης μεσουρανούσε η προσωπικότητα του Φλαμανδού Adrian Willaert (περ. 1490-1562), διάσημου συνθέτη κοσμικής και εκκλησιαστικής μουσικής, φωνητικής και οργανικής, με μεγάλη ακτινοβολία. Ο Willaert, ιδρυτής ουσιαστικά της Βενετσιάνικης Σχολής που κυριάρχησε στο μουσικό γίγνεσθαι της Ευρώπης τον ΙΣΤ’ αιώνα, βαδίζοντας στα χνάρια των ομοτέχνων τους της προηγούμενης γενιάς Josquin des Prez (περ. 1440-1521) και henricus Isaac (περ. 1450-1517), είχε δημιουργήσει ένα ευρύ κύκλο μαθητών και φίλων με κέντρο τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, τη διάσημη χορωδία του οποίου διεύθυνε. Έμμισθο μέλος αυτής χορωδίας έγινε με προσωπική παρέμβαση–εντολή του Δόγη και ο Λεονταρίτης, μπαίνοντας έτσι στον κύκλο του Willaert, που περιλάμβανε μεταξύ άλλων προσωπικότητες όπως τον Cipriano di Rore, διάσημο για μαδριγάλια του, τους Girolamo Cavazzoni και Annibale Padovano, τον Alfonso della Viola, τον Andrea Gabrieli – όλοι τους μεγάλοι συνθέτες με ιδιαίτερη συμβολή στην αναβάθμιση του ρόλου της ενόργανης μουσικής έναντι της κυρίαρχης μέχρι τότε φωνητικής – και το θεωρητικό της μουσικής Gioseffo Zarlino, εισηγητή του λεγόμενου Φυσικού Συστήματος οργάνωσης των μουσικών φθόγγων, που θεμελίωσε τη νεότερη μουσική χαρίζοντας πλούσιο άκουσμα και ηχητική τελειότητα στα μουσικά όργανα. Είναι προφανές ότι η συναναστροφή του Λεονταρίτη με τέτοιους κύκλους, που μαρτυρείται με ρητή αναφορά σε πολλά από τα παραπάνω και άλλα ακόμα ονόματα μουσικών τόσο του ναού του Αγίου Μάρκου, όσο και της αυλής του βενετού ευγενή Zantani και άλλων πλούσιων αριστοκρατών και λογίων της εποχής, είναι αυτή που του εξασφάλισε ένα ιδανικό κλίμα καλλιέργειας του μουσικού του ταλέντου, αλλά και πλατειά αναγνώριση και φήμη, που αποδείχτηκε σωτήρια σε αντίξοες περιστάσεις της προσωπικής του ζωής. Γύρω στα 1562 έκπτωτος από την ιερατική του ιδιότητα, εγκαταλείπει τη βενετική επικράτεια κάτω από το βάρος δυσβάστακτων χρεών και ενός αφορισμού, που είχε εντωμεταξύ αρθεί, για άγνωστο αλλά οπωσδήποτε βαρύ παράπτωμα και εγκαθίσταται στο Μόναχο ως βαρύτονος στην αυλική χορωδία του Βαυαρού δούκα Αλβέρτου Ε’. Εκεί τον περίμενε η γνωριμία με μια άλλη εξέχουσα μορφή του ευρωπαϊκού μουσικού στερεώματος, τον Orlando di Lasso (1532-1594). Αρχιμουσικός αυτός και γνωστότατος συνθέτης πλήθους εξαίρετων λειτουργιών, μοτέτων, μαδριγαλιών και άλλων θρησκευτικών και κοσμικών πολυφωνικών έργων, χρησιμοποίησε στο έργο του όλο το φάσμα των μουσικών ιδιωμάτων εκείνα τα χρόνια στις μουσικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, κάνοντάς το έτσι οικείο και αγαπητό σε Γάλλους, Γερμανούς και Ιταλούς. Στις αρχές του 1567 πρέπει να έφυγε ο Λεονταρίτης απ’ το Μόναχο, ίσως για τη Βενετία ή την Κρεμώνα. Εκείνη ακριβώς την περίοδο ήρθε να προστεθεί στα ήδη εκρηκτικά οικονομικά και άλλα προβλήματά του η εμπλοκή του σε μια μυστήρια υπόθεση κατασκοπείας: ενώ αποκάλυψε στις βενετικές αρχές την κατασκοπευτική δράση κάποιου μηχανικού, ο οποίος είχε αποτυπώσει για λογαριασμό των Ισπανών τα τείχη της βενετικής Κρέμας, δεν τους έδωσαν τελικά την αμοιβή που του είχαν υποσχεθεί, που θα του έλυνε τα τρέχοντα και μελλοντικά του προβλήματα, αλλά αντίθετα τον άφησαν έκθετο στην οργή των συγγενών του εντωμεταξύ δολοφονημένου μηχανικού, αναγκασμένο να διατηρεί αφόρητα δαπανηρή προσωπική φρουρά. Για να αποφύγει τους πιστωτές τους αναγκάζεται να κρύβεται ή να παραμένει κλεισμένος στο μικρό σπίτι του στη Βενετία, όπου το άσυλο της κατοικίας ήταν απαράβατο. Από τα τέλη του 1568 ο Λεονταρίτης έχει επιστρέψει στην Κρήτη, όπου ανακτά την ιεροσύνη, τα εκκλησιαστικά του αξιώματα, πιθανότατα δε και την κοινωνική του καταξίωση. Πεθαίνει μάλλον το 1572, στα πενηντατέσσερά του, όπως υποδεικνύει η διακοπή των συνεχών μέχρι τότε αναφορών του ονόματός του στις πηγές. Το γνωστότερο σήμερα έργο του Φραγκίσκου Λεονταρίτη αποτελείται από τρεις λειτουργίες, εβδομηνταέξη πεντάφωνα ή εξάφωνα μοτέτα, έξη μαδριγάλια και δύο ναπολιτάνες. Οι λειτουργίες του είναι παρωδιακές, έχουν δηλ. σαν θέμα ολόκληρου του έργου κάποια γνωστή εκκλησιαστική μελωδία ή ακόμα και λαϊκό τραγούδι, αν και προορίζονται για εκτέλεση στη διάρκεια πραγματικής λειτουργίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση στην αυλή του Αλβέρτου Ε’ της Βαυαρίας, καθώς όλες πρέπει να γράφτηκαν κατά την εκεί θητεία του συνθέτη. Πρώτος ο Guillaume Dufay (περ. 1400-1474) χρησιμοποίησε αυτή την τεχνική για να δώσει ομοιομορφία στα έργα του, αναπτύσσοντας όλα τα μέρη της λειτουργίας αντιστικτικά με πυρήνα μια βασική μελωδία (cantus firmus). H Σύνοδος του Trento (1545-1563), έντονα σκοταδιστική και αντιμεταρρυθμιστική, καταδίκασε τη χρήση τόσο των κοσμικών μελωδιών, όσο και της πολύπλοκης και συχνά εξεζητημένης αντιστικτικής τεχνικής στην εκκλησιαστική μουσική, που εμπόδιζε τα λειτουργικά κείμενα ν’ ακουστούν καθαρά. Η τάση, ωστόσο, αυτή επικράτησε στους συνθέτες που πίστευαν στις ιδέες της Μεταρρύθμισης, όπως ο κύκλος τους Willaert στη Βενετία. Ο θρησκευτικός προσανατολισμός του Λεονταρίτη προς τις ιδέες του Λουθήρου υποδεικνύεται από αρκετές συγκλίνουσες μαρτυρίες, ενώ δεν αποκλείεται αυτή του η πίστη να ήταν μια από τις αιτίες της κακοδαιμονίας του, της έκπτωσης από εκκλησιαστικά αξιώματα, ακόμα και της φυγής από την αντιμεταρρυθμιστική Βαυαρία, όπου περνούσε την πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του. Τα μοτέτα, έργα αρχικά θρησκευτικά, αναπτυγμένα αντιστικτικά γύρω από ένα εκκλησιαστικό γρηγοριανό μέλος, αλλά σύντομα και κοσμικά, με θέματα ερωτικά και σατιρικά, κατέχουν ιδιαίτερη ποσοτική και ποιοτική θέση στο έργο του Λεονταρίτη, που τα αφιέρωνε σε επιφανείς πολιτικές, εκκλησιαστικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής. Σε επιφανή πρόσωπα αφιέρωσε ο Λεονταρίτης και μαδριγάλια, λυρικά δηλ. πολυφωνικά τραγούδια, με παιχνιδιάρικο ύφος, που υμνούν τον έρωτα και τη φύση, τα οποία σώζονται συγκεντρωμένα σε δύο προσωπικές συλλογές και σε κοινές με άλλους, διάσημους συνθέτες. Η αναβίωση της μουσικής του πρώτου επώνυμου Νεοέλληνα συνθέτη ολοκληρώθηκε στον τόπο που γεννήθηκε, ωρίμασε και επέστρεψε για να μετρήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, με την παρουσίαση των υπολοίπων γνωστών έργων του τον Αύγουστο του 1988 στο ναό της Αγίας Αικατερίνης του Ηρακλείου. Εκεί, μπροστά σε όσους είχαν την τύχη να παραβρεθούν, σίγησαν πια οι πλούσιες ιστορικές μαρτυρίες, τα αρχεία και οι επιστήμονες: τη φωνή τους κάλυψε η πιο γνήσια μαρτυρία του Λεονταρίτη και του πολιτισμού που τον γέννησε, η μουσική του. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ABRAHAM, G:The Concise Oxford History of Music, Oxford 1979. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, Μ: Η δυτικίζουσα εκκλησιαστική μουσική μας στην Κρήτη και τα Επτάνησα, Λαογραφία, τ. 31 (1976-1978), σσ. 272-293 ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ, Ν: Mαρτυρίες για τον Κρητικό μουσικοσυνθέτη Φραγκίσκο Λεονταρίτη και για τη μουσική στην Κρήτη τους δύο τελευταίους αιώνες της βενετοκρατίας, Κρητικά Χρονικά, τ.26 (1986), σσ. 192-245 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Η μουσική κατά τη βενετοκρατία, Κρήτη: Ιστορία και πολιτισμός, τ. Β, Κρήτη 1988, σσ. 289-315 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Μαρτυρίες για τη μουσική στην Κρήτη κατά τη βενετοκρατία, Θησαυρίσματα, τ. 20 (1990), σσ. 9-169. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Φραγκίσκος Λεονταρίτης, Κρητικός μουσικοσυνθέτης του δεκάτου έκτου αιώνα. Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του, Βενετία 1990. ΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Γ.: Εισαγωγή στην ελληνική πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική, Αθήνα 1990.
Ο πίνακας δεν απεικονίζει τον Λεονταρίτη αλλά είναι νεανικό πορτραίτο του J. S. Bach (1685-1750)
Η πρώτη φορά που παίχτηκαν τα άπαντα (ή τα περισσότερα) ήταν το καλοκαίρι του 1988 με τρία χωριστά σύνολα (χάλκινα, έγκχορδα, χορωδία) υπό τον Αντώνη Κοντογεωργίου στον Άγιο Τίτο. Επειδή έπαιζα και εγώ μέσα στο σύνολο των χαλκίνων μπορώ να σας διαβεβαιώσω για την πληροφορία. Ευχαριστώ πολύ