Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Έχουμε μια ψευδαίσθηση, πως επιστρέφουμε στο αύριο, σε μια νέα αρχή. Όμως τα πράγματα δεν ήταν όπως τα νομίζαμε. Η άσφαλτος που είχαμε έρθει, είχε γίνει χωματόδρομος. Τα φανάρια δεν υπήρχαν πια στο δρόμο. Τα μαγαζιά κλειστά και κάτι βοσκοί πούλαγαν τυρί από τα ζώα τους και γάλα. Τα εργοστάσια κλειστά και οι πρώην εργαζόμενοι γυρνάν σαν χαμένοι στους δρόμους. Δεν είναι πια νευριασμένοι, είναι απογοητευμένοι. Τα νεύρα έγιναν λύπη και η υπερηφάνεια κατάντια.
Οι πρώην έμπειροι μονολογούν σαν παραμύθι πως κάποτε μπερδεμένες λέξεις όπως κάτι για αυτοκίνητα, τζάκια, ταξίδια λέγανε αλλά ακούγονταν πολύ μακρινά όλα αυτά. Μόνο τα παιδιά κλότσαγαν κάτι πανιά στρογγυλά και ήταν ευτυχισμένα. Κουρελιασμένα μα… Ευτυχισμένα.
Τα μόνα που ήταν όπως κάποτε ήταν οι ΚΑΜΕΡΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ και η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ όπου με ειδικό ρεύμα έλεγε κάποιος πως ήταν πρωθυπουργός και κάτι ακαταλαβίστικα πως όλα είναι καλά, ότι κάνει τα πάντα για το καλό μας, έχουμε νέες κατακτήσεις σαν χώρα και άλλα πολλά παράξενα λόγια. Ο κόσμος κοίταγε την οθόνη και χαμογέλαγε. Όποιος δεν κοίταγε ή δεν χαμογέλαγε περνούσαν κάποιοι με μεγάλα τζιπ, που το όνομα τους ήταν «δημοσιογράφοι», νομίζω, και μας λέγαν πώς καλό είναι να κοιτάμε την οθόνη και να χαμογελάμε. Ήταν και κάποιοι άλλοι που κάποτε κατέβαιναν στις πορείες ή καθόντουσαν σε μια γωνία μαζί με κάποιους πρώην αστυνομικούς και ΕΚΛΑΙΓΑΝ.
Μαζί αγκαλιασμένοι άνεργοι επαναστάτες με άνεργους αστυνομικούς. Μόνο οι αστυνομικοί κάπου-κάπου έλεγαν κάτι παράξενο που έμοιαζε με «συγγνώμη δεν ξέραμε και πάλι έκλαιγαν κι αυτοί.
Τα παιδιά των επαναστατών λίγο πιο ώριμα από τα άλλα, δεν παίζουν μπάλα, μόνο κρυβόντουσαν από τους δημοσιογράφους να μην τους υποχρεώσουν να δουν τηλεόραση. Ήταν και οι κάμερες βλέπεις και δεν ήξεραν που να κρυφτούν. Κάποια από αυτά από το πολύ κρύψιμο πέθαιναν από ασιτία. Ποιο πέρα παραμιλούσαν κάποιοι πιο παράξενοι με ξυρισμένα κεφάλια. Και αυτοί δυστυχισμένοι. Είχαν μπλούζες με το σήμα του Χίτλερ. Δεν ήξεραν τι να κάνουνε. Δεν είχαν μετανάστες να δείρουνε και οι καλοί φίλοι και συνεργάτες αστυνομικοί πήγαν με αυτούς που κάνανε πορείες. Δεν είχαν κάλυψη για να κάνουνε σκανδαλιές. Χάθηκαν και οι Τράπεζες να μπορέσουν να κάψουν κανένα εργαζόμενο να κατηγορήσουν τους ΑΛΛΟΥΣ. Χάλια κάθονται στην Εκκλησία» παλιοί φίλοι, αλλά η Εκκλησία είναι άδεια από παπάδες. Όχι επειδή δεν έχει κανείς λεφτά να τους δώσει, ΟΧΙ. Αλλά, άμα δεν φάει φρέσκο αυγό πώς να ανοίξει το λαρύγγι. Και τα μυστήρια, τι είναι το μυστήριο χωρίς λαμπάδες, χωρίς το κατιτίς. Χωρίς λαμπάδες δεν έχει φως και χωρίς λάδι δεν έχει λάδωμα και χωρίς λάδωμα δεν θα λειτουργούν ούτε παπάδες τις Εκκλησίες. Ούτως ή άλλως, άλλο θρησκεία και άλλο αυτοί.
Πάντα τα λόγια και οι πράξεις τους ήταν αντίθετα. Ο Χριστός πέταξε τους εμπόρους από την Εκκλησία και η Εκκλησία για να τον τιμήσει έκανε τον οίκο εμπόριο. Τώρα που δεν υπάρχει χρήμα ποιος ο λόγος να υπάρχει.
Γύρω από την Εκκλησία και κοντά στην τηλεόραση είναι και κάποιοι που γλύφουν, μια την Εκκλησία, μια την Τηλεόραση. Είναι ένα συνήθειο που τους είχε μείνει από παλιά, λέγοντας «Πάτερ Ευλόγησον» και «η κυβέρνηση θέλει το καλό μας».
Τώρα που βλέπω καλύτερα ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ και ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ είναι καλά αγαθά.
ΔΟΞΑ TOΝ ΘΕΟ …Α! ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΜΕΡΕΣ.
This Post Has 0 Comments