Εξόριστος στη Χαλκίδα, απομονωμένος από τους «συμφιλοσοφούντας» αλλά νιώθοντας το…

Φτωχή και γυμνή περπατεί η φιλοσοφία, λέει…. λίγους συντρόφους θα ΄χεις σ΄ αυτές τις στράτες μα σε παρακαλώ, πνεύμα μαγικό εσύ, τέλος μη δώσεις στην υπέροχή σου αυτή πορεία. Πετράρχης
Οι στίχοι αυτοί του Πετράρχη, με την εμφάνιση του οποίου αρχίζει η εποχή της Αναγέννησης, εκφράζουν κατά τρόπο σπαρακτικό το σημείο στο οποίο είχε περιέλθει η φιλοσοφία κατά τη Μεσαιωνική εποχή, όπου κατά κύριο λόγο, κυριάρχησε η πνευματική κόπωση και η άμβλυνση του ερευνητικού ενδιαφέροντος.
Η νέα προσέγγιση όμως, στα κλασικά κείμενα αλλά και το ενδιαφέρον για τη φύση που επέδειξαν οι πνευματικοί άνθρωποι της Αναγέννησης, καταδεικνύουν τα δύο νέα ρεύματα της φιλοσοφίας, τους δυο διαφορετικούς κόσμους του πολιτισμού: τον ανθρωπιστικό κόσμο ο οποίος προβάλλεται σαν η φωτεινή όψη της περιόδου αυτής αλλά και το μαγικό κόσμο που εκλαμβάνεται σαν η σκοτεινή πλευρά της.
Η αλλαγή αντίληψης για τον κόσμο, υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση της νέας φιλοσοφίας και της νέας επιστήμης, που εμφανίζεται από τον 17ο αιώνα. Ενώ για τους μάγους της Αναγέννησης το σύμπαν είναι ένας τεράστιος έμβιος οργανισμός, μια μεγέθυνση του ανθρώπινου όντος, η εικόνα που έχουν για τον κόσμο οι διανοητές του 17ου αιώνα και μετά, είναι η εικόνα μιας άψυχης μηχανής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πασκάλ από τους εξέχοντες διανοητές του αιώνα αυτού, έλεγε ότι ο Θεός κατασκεύασε το σύμπαν σαν ένα ρολόι, που αφού το κτύπησε με το δάκτυλό του για να το θέσει σε κίνηση, έκτοτε δουλεύει αδιαλείπτως.[1]
Το πέρασμα από την Αναγέννηση σε μια άλλη περίοδο σηματοδοτείται μέσα από την πολυμορφία και την ποικιλομορφία της ιστορικής πραγματικότητας. Κυρίως όμως σηματοδοτείται από τη δυνατότητα που έχει πλέον ο άνθρωπος να μεταχειρίζεται τον νου του. Να σκέπτεται. Sapere aude έλεγε ο Κάντ εκφράζοντας με δυο λέξεις ακριβώς το νόημα αυτού του πνευματικού φαινομένου που αποκλήθηκε Διαφωτισμός. «Ο Διαφωτισμός συνδέεται με την αποκήρυξη της αυθεντίας και των παραδεδομένων αληθειών αλλά και την αποφασιστικότητα να εμπιστευτεί ο άνθρωπος τις δικές τους νοητικές δυνάμεις για να κατακτήσει τη γνώση, έχοντας θέσει υπό ριζική αμφισβήτηση κάθε προκατάληψη που κληροδοτεί το παρελθόν[2]».
Η στροφή προς το υποκείμενο, η αμφιβολία, ο κορεσμός για τον μεταφυσικό στοχασμό, η προτίμηση στην εμπειρική-γενετική θεώρηση της ψυχικής ζωής του ανθρώπου, η τάση για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων και των ορίων της επιστημονικής γνώσης, αποτελούν τα σημεία αναφοράς και τα πορίσματα του φιλοσοφικού προβληματισμού που ανιχνεύονται στη μεθοδολογία της γνώσης του Διαφωτισμού.[3]
Περί της μεθόδου της γνώσης στη νεώτερη φιλοσοφία
Προσπαθώντας να απεγκλωβίσει τη φιλοσοφία από την Αριστοτελική λογική των Σχολαστικών, αλλά και να απελευθερώσει το ανθρώπινο πνεύμα από την αυθεντία του παρελθόντος ο Ρενέ Ντεκάρτ, υπήρξε ο θεμελιωτής της νεότερης φιλοσοφίας και σύμφωνα με τον Ράσσελ «ο πρώτος άνθρωπος υψηλής φιλοσοφικής ικανότητας, η νοοτροπία του οποίου είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την νέα φυσική στην αστρονομία».[4]
«Ενώ ήθελα να σκέπτομαι ότι το καθετί είναι απατηλό, πρέπει κατ΄ ανάγκην, εγώ που εσκεπτόμουν να ήμουν κάτι. και παρατηρώντας ότι αυτή η αλήθεια, σκέπτομαι, άρα υπάρχω, ήταν σταθερή και τόσο βέβαιη ώστε και οι πλέον εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικιστών να ήσαν ανίκανες να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα να τη δεχθώ αδίστακτα ως την πρώτην αρχή της φιλοσοφίας που ζητούσα»[5].
Η περικοπή αυτή αποτελεί τον πυρήνα της γνωσιολογικής θεωρίας του Καρτέσιου καθώς περιέχει το ουσιωδέστερο στοιχείο της φιλοσοφίας του. Το «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» καθιστά τη διάνοια περισσότερο βέβαιη από την ύλη και τη δική μου διάνοια (για μένα) περισσότερο βέβαιη από τις διάνοιες των άλλων. Απ΄ αυτό το σημείο, καθώς ο Ντεκάρτ στοχάζεται τη δική του ύπαρξη ως «σκεπτόμενου όντος» και εντοπίζει ιδέες μέσα του, θα προσπαθήσει πρώτα να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, του τέλειου όντος που τον δημιούργησε, και στη συνέχεια να προσδιορίσει τη φύση και την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου που τον περιβάλλει[6]. Το Καρτεσιανό cogito αποτελεί την απόρροια μιας συνολικής διαδικασίας στην οποία καταλήγει κάποιος και η οποία είναι γνωστή ως «καρτεσιανή αμφιβολία». Η μέθοδος της καρτεσιανής αμφιβολίας ξεδιπλώνεται αλλά και επεξηγείται επαρκώς μέσα από τους Στοχασμούς περί της πρώτης Φιλοσοφίας, πόνημα που συνέγραψε ο Ντεκάρτ το 1642.
«Διαπίστωσα ήδη, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι τα ψευδή πράγματα που δέχτηκα από μικρή ηλικία, ως αληθινά ήταν πάρα πολλά, και ότι όσα οικοδόμησα κατόπιν πάνω τους ήταν πολύ αμφίβολα».[7] Οι αιτίες για τις οποίες μπορούμε να αμφιβάλλουμε για όλα τα πράγματα, κυρίως δε για τα υλικά εκτίθενται με σαφήνεια στον πρώτο στοχασμό. Ότι προσλαμβάνουμε, αναφέρει ο Ντεκάρτ, το έχουμε δεχθεί εξαιτίας των αισθήσεων και των αισθητηρίων οργάνων που διαθέτουμε. Θεωρεί όμως ότι παρότι οι αισθήσεις ενίοτε μας ξεγελούν σχετικά με ορισμένα μικροσκοπικά και απομακρυσμένα πράγματα, υπάρχουν πολλά άλλα περί των οποίων είναι εντελώς αδύνατο να αμφιβάλλουμε, παρότι αντλούνται απ΄ αυτές.[8] Μπορώ να αμφιβάλω ότι κάθομαι εδώ μπροστά στη φωτιά, φορώντας τη ρόμπα μου, γιατί κάποτε είδα στο όνειρό μου ότι συνέβη αυτό. Μπορώ να αμφιβάλλω ότι το χέρι που απλώνω μπροστά μου τη στιγμή αυτή δεν είναι δικό μου χέρι. Μπορώ να αμφιβάλω για όλα, και για τα προφανή ακόμα πράγματα. Εκείνο όμως για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλλω είναι ότι, όταν αμφιβάλλω, αμφιβάλλω ότι τη στιγμή που αμφιβάλλω έχω άμεση συνείδηση της αμφιβολίας μου. Η βεβαιότητά μου αυτή για την αμφιβολία μου, μου εξασφαλίζει τη βεβαιότητα μου ότι υπάρχω. Γιατί πώς θα μπορούσα να αμφιβάλλω αν δεν υπήρχα; «Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω».
Τμήμα της τεράστιας μηχανής του σύμπαντος κατά τον Ντεκάρτ, οι άνθρωποι –παρατηρεί- εκτός από το σώμα τους διαθέτουν και ψυχή η οποία όμως δεν υπόκειται στους φυσικούς νόμους. «Τι νόμιζα λοιπόν πριν ότι είμαι; Άνθρωπος. Αλλά τι είναι άνθρωπος;……….Παρουσιαζόμουν εν πρώτοις ότι είχα πρόσωπο, χέρια,…… που δήλωνα με το όνομα σώμα. Παρουσιαζόμουν επιπλέον ότι τρεφόμουν, αισθανόμουν και σκεπτόμουν, ενέργειες τις οποίες ανήγα στην ψυχή».[9]
Για τον Ντεκάρτ, το σώμα μας και η ψυχή μας είναι δυο ριζικώς διαφορετικές οντότητες. Δεν μπορούμε να περιγράψουμε την ψυχή ενός ανθρώπου με τον τρόπο που περιγράφουμε ένα υλικό αντικείμενο. Δεν μπορούμε κατά συνέπεια να πούμε ότι η ψυχή κάποιου είναι φαρδύτερη από την ψυχή κάποιου άλλου, ούτε μπορούμε να ορίσουμε τί χρώμα είναι η ψυχή του. Για τον Ντεκάρτ ένα υλικό σώμα για να μπορεί να θεωρείται ως κάτι τέτοιο πρέπει να διαθέτει μια ιδιότητα. Και αυτή είναι η έκταση. Χρησιμοποιεί δε το εξής παράδειγμα: Ένα κομμάτι κερί από την κηρήθρα καταλαμβάνει συγκεκριμένη έκταση μέσα στο χώρο, έχει γεύση μελιού, έχει χρώμα κίτρινο, και άρωμα πεύκου ή θυμαριού και αναδίνει έναν ήχο. Η γεύση του, το άρωμά του μπορεί κάποια στιγμή να μεταβληθούν. Το κερί είναι αδύνατον όμως να υφίσταται χωρίς να έχει κάποια έκταση. Αντιθέτως με τα υλικά σώματα και τις σκιές, ο Ντεκάρτ ισχυρίζεται ότι η ψυχή και ότι εκδηλώνεται μέσα της δεν έχουν έκταση.
Εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε ψυχικό γεγονός είναι η συνείδηση- η άμεση συνείδηση- που έχω γι΄ αυτό καθώς εκδηλώνεται μέσα μου. Όταν έχω το αίσθημα του πόνου, συνειδητοποιώ κατά τρόπο άμεσο την παρουσία του πόνου μέσα μου- μάλιστα τόσο άμεσα ώστε να μη μου παρέχεται κανένα περιθώριο να προβληματιστώ ή όχι.
Το να ισχυρισθεί κάποιος «δεν ξέρω αν πονώ ή δεν πονώ» είναι μια φράση που στερείται νοήματος. Γιατί αν πονάει κάποιος έχει συνείδηση του πόνου του, αν δεν πονάει δεν νιώθει πόνο. Στην αμεσότητα αυτής της συνείδησης των γεγονότων της ψυχής ο Ντεκάρτ αναζήτησε την αρχή της φιλοσοφίας, μιαν αρχή πέραν πάσης αμφισβήτησης.[10]
Μέσα από την αμφισβήτηση, από την αμφιβολία, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα που επίμονα αναζητούσε. Κατέληξε στη βεβαιότητα της ύπαρξής του που του εξασφάλισε την αναμφισβήτητη αρχή που επιζητούσε. Έχοντας κατοχυρώσει τη βεβαιότητα του για την ύπαρξη του εαυτού του, επιχειρεί στη συνέχεια, να καταρρίψει τις αμφιβολίες των σκεπτικιστών για την ύπαρξη των πραγμάτων του εξωτερικού τρόπου. Αντιλαμβάνεται ότι όλα γύρω του είναι αμφισβητήσιμα και παρόλο που αποποιήθηκε την μαγική αντίληψη για το σύμπαν που κυριάρχησε στα χρόνια της Αναγέννησης, ωστόσο οι απόηχοι των πεποιθήσεων για τη δύναμη του κακού θα πρέπει να ήταν ζωντανοί. Εναποθέτει τις ελπίδες του στο Θεό, υποθέτοντας ότι ο Θεός δεν θα τον άφηνε να ζει σε ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις. Όμως πως μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για την ύπαρξη του Θεού;
Στην ερμηνευτική αυτή προσπάθεια που καταδύεται παρατηρεί ότι στην ψυχή μας υπάρχουν τρεις κατηγορίες ιδεών. Οι ιδέες που αποκτήσαμε παρατηρώντας τα διάφορα πράγματα γύρω μας, οι ιδέες που τις δημιουργήσαμε μόνοι μας και οι έμφυτες ιδέες που προϋπήρχαν και που δεν σχηματίσθηκαν ύστερα από την επαφή μας με τα διάφορα πράγματα. Μεταξύ των έμφυτων ιδεών είναι και η ιδέα της τελειότητας, η οποία και παραπέμπει σ΄ ένα τέλειο ον. Τέλειο ον εξ΄ ορισμού είναι ο Θεός κάτι που δέχονται και οι πιστοί και οι άθεοι. Και φυσικά, ο Θεός ως τέλειο ον, θα πρέπει να συγκεντρώνει μέσα του όλες τις θετικές ιδιότητες όπως σοφία, δύναμη, καλοσύνη. Αν του έλειπαν κάποιες από αυτές τις ιδιότητες ασφαλώς δεν θα ήταν τέλειο ον.
Ο Θεός για τον Ντεκάρτ, υπάρχει κατά λογική αναγκαιότητα –κατά τη λογική αναγκαιότητα που ένα τρίγωνο έχει 3 γωνίες. Διαβάζουμε στον τρίτο στοχασμό «το γεγονός και μόνο ότι με δημιούργησε ο Θεός καθιστά εξαιρετικά αξιόπιστο ότι έχω φτιαχτεί τρόπον τινά κατ΄ εικόνα και ομοίωσίν του, και η ομοίωσις αυτή στην οποία περιέχεται η ιδέα του Θεού, γίνεται αντιληπτή από μένα δια της ίδιας ικανότητας δια της οποίας αντιλαμβάνομαι τον ίδιο τον εαυτό μου».[11]
Ο Ντεκάρτ στον 4ο στοχασμό του προσπαθεί να μας αποδείξει ότι όσα αντιλαμβανόμαστε σαφώς και διακριτώς είναι αληθή, συγχρόνως δε εξηγείται σε τι συνίσταται η φύση του ψεύδους. Θεωρεί ότι η ιδέα που έχει για το ανθρώπινο πνεύμα είναι πολύ διακριτή «καθόσον είναι ένα πράγμα σκεπτόμενο, μη εκτατό σε μήκος, πλάτος και βάθος και απαλλαγμένο από οτιδήποτε σωματικό, παρά για την ιδέα οποιουδήποτε σωματικού πράγματος»[12]. Το κριτήριο για να κρίνει κάποιος ποιες από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις είναι απατηλές και ποιες είναι αληθινές είναι η σαφήνεια και η ευκρίνειά τους. Η σαφήνεια έχει να κάνει με το πόσο καθαρή είναι η ίδια η εικόνα ενός πράγματος, ενώ η ευκρίνεια με το πόσο ξεχωρίζει η παράσταση ενός πράγματος από τις παραστάσεις άλλων πραγμάτων. Στρεφόμενος όμως προς τον εαυτό του, νιώθει να υπόκειται σε αναρίθμητες πλάνες. Εμπλεκόμενος δε, σε φιλοσοφικά ερωτήματα, καταλήγει ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θεός θα μπορούσε να μας είχε δημιουργήσει έτσι που να μη σφάλλουμε ποτέ.
Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι ο Θεός θέλει πάντα το άριστο.
Περί της βεβαιότητας της γνώσης του εξωτερικού κόσμου
Η διφυής υπόσταση του ανθρώπου, απασχόλησε σε μεγάλη κλίμακα τον Ντεκάρτ ο οποίος και στην ουσία επανέφερε στο προσκήνιο αυτή την παλιά φιλοσοφική αντίληψη. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι το σώμα και η ψυχή, συνιστούν δυο ριζικώς διαφορετικές μεταξύ τους οντότητες. Καταλήγει δε, ότι το σώμα είναι υλικό αντικείμενο που έχει έκταση, θεωρεί όμως ότι η ψυχή ακριβώς επειδή δεν έχει έκταση, δεν μπορεί με καμία από τις αισθήσεις μας, ούτε να τη συλλάβουμε, ούτε να τη δούμε και κατά συνέπεια ούτε καν να την αισθανθούμε. Αυτή η δυαρχία πνεύματος και ύλης δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ δυο κόσμων στους οποίους η επικοινωνία δεν υφίσταται.
Ως σκεπτόμενο ον σημαίνει ότι δεν έχω ανάγκη τη γνώση του εξωτερικού κόσμου. Δεν έχω ανάγκη το σώμα μου για να υφίσταμαι. Και ναι μεν η νόηση αποτελεί το μοντέλο της γνώσης του εξωτερικού κόσμου, αυτή η βεβαιότητα της ύπαρξής της από πού πηγάζει; Ποιος μας εγγυάται ότι δεν βιώνουμε ένα παραλήρημα παραισθήσεων όπου το κακό μονίμως μας παραπλανεί; Η ύπαρξη και μόνο η ύπαρξη του Θεού, μας το εγγυάται –απαντά ο Ντεκάρτ-. Γιατί ο Θεός ως τέλειο ον δεν θα επέτρεπε ποτέ την πλάνη. Κατά συνέπεια σύμφωνα με την άποψή του η γνώση του εξωτερικού κόσμου συνταυτίζεται με την αυταπόδεικτη ύπαρξη του Θεού.
Μια άλλη, επιμέρους εμπειρική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, είναι εκείνη που μπορούμε να παρατηρήσουμε στον κόσμο προερχόμενη από τους πιο απλούς μονοκύτταρους οργανισμούς ως τα πλέον σύνθετα φαινόμενα της φύσης. Η λειτουργία της φύσης είναι τόσο πολύπλοκη ώστε θα πρέπει να φανταστούμε έναν κατασκευαστή που να την δημιούργησε. Το γεγονός δε, ότι η πολυπλοκότητα του κόσμου είναι τόσο μεγάλη, που στη θέα της να τρελαίνεται το μυαλό μας, μας κάνει να υποθέσουμε ότι ο κόσμος κατασκευάστηκε από ένα ον, που οι δυνατότητές του και οι γνώσεις του ξεπερνούν τα όρια ενός συνηθισμένου πλάσματος. Το παντοδύναμο και πάνσοφο αυτό ον είναι ο Θεός.
Άρα, καταλήγει το επιχείρημα, ο Θεός υπάρχει.
Ο Τζον Λοκ, ο έτερος διανοητής που ασχολήθηκε με το θέμα της γνώσης του εξωτερικού κόσμου και τα όρια της γνώσης, αλλά και ως εισηγητής του εμπειρικού ιδεαλισμού, αντιστράτευσε τις απόψεις του περί της θεωρίας των έμφυτων ιδεών –ισχυριζόμενος ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι άγραφος δέλτα και ότι η γνώση είναι επίκτητη. Γιατί σύμφωνα με τον Λοκ, αν οι ιδέες ήταν έμφυτες, θα ήταν έμφυτες και στα παιδιά και στα καθυστερημένα άτομα, κάτι όμως που αντικρούεται φανερά στην πράξη.
Οτιδήποτε υπάρχει μέσα στην ψυχή μας κατά τον Λοκ, είναι επίκτητο, έχει εισέλθει μέσα στην ψυχή μας μετά τη στιγμή της γέννησής μας. Η ψυχή μας σύμφωνα με τον Λοκ, εφοδιάζεται με ιδέες μέσω δυο διαύλων: μέσω των αισθήσεων και μέσω του λογισμού. Με τις αισθήσεις μας αποκτάμε τις ιδέες των όντων, των υλικών πραγμάτων, των γεγονότων του εξωτερικού κόσμου. Εκτός όμως απ΄ αυτές τις ιδέες που αναφέρονται στα πράγματα και τα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου, μέσα μας υπάρχουν και οι λειτουργίες που μεταχειρίζεται το μυαλό μας για να σχηματίσει τις διάφορες ιδέες. Τέτοιες λειτουργίες είναι οι διαδικασίες της αντίληψης, της βούλησης, της αμφιβολίας, της πίστης ή της γνώσης. Αυτές τις ιδέες τις σχηματίζουμε μέσω του λογισμού.
Ο Λοκ προχωρεί και σ΄ έναν άλλο σαφή διαχωρισμό. Διακρίνει δυο ειδών κατηγορίες ιδεών: τις απλές και τις σύνθετες. Οι απλές, προκύπτουν από την εμπειρία και με τη διαμεσολάβηση του πνεύματος, σχηματίζουν τις σύνθετες ιδέες. Τονίζει δε, ότι το κύρος των ιδεών, εξαρτάται από την αντιστοιχία τους προς την πραγματικότητα και από το κατά πόσο αναπαριστούν ιδιότητες πραγμάτων και καταστάσεων που υφίστανται έξω απ΄ αυτές. Αυτά τα στοιχεία του αντικειμενικού κόσμου τα αποκαλεί «ποιότητες».
«Κάθε απλή ιδέα έχει μια απλή εντύπωση, που της μοιάζει. και κάθε απλή εντύπωση μια αντίστοιχη ιδέα. Όλες οι απλές ιδέες μας, στην πρώτη τους εμφάνιση, πηγάζουν από απλές εντυπώσεις που αντιστοιχούν σ΄ αυτές και τις οποίες αντιπροσωπεύουν επακριβώς»[13].
Ντέιβιντ Χιούμ
Ο Χιουμ ξεκινάει το συλλογισμό του επιχειρώντας μια διάκριση. Κατηγοριοποιεί τις εμπειρίες στις εντυπώσεις και στις ιδέες. Εντυπώσεις, είναι οι παραστάσεις που σχηματίζουμε μέσα μας για τα πράγματα δια των αισθήσεών μας, ενώ οι ιδέες είναι οι εικόνες των εντυπώσεών μας. Κατά τον Χιουμ, βλέποντας ένα κόκκινο αντικείμενο στο φως, έχω την εντύπωση του κόκκινου, ενώ «βλέποντας» ή για την ακρίβεια, αναλογιζόμενος ένα κόκκινο αντικείμενο μέσα στο σκοτάδι, έχω την ιδέα του κόκκινου.
Διακρίνονται δε τόσο οι ιδέες όσο και οι εντυπώσεις σε απλές και σύνθετες. Οι σύνθετες ιδέες δεν είναι απαραίτητο να μοιάζουν με εντυπώσεις. Μπορούμε να φαντασθούμε ένα φτερωτό άλογο, χωρίς ποτέ να έχουμε δει κάτι παρόμοιο. Τα συστατικά όμως αυτής της σύνθετης ιδέας, προέρχονται όλα από εντυπώσεις. Η απόδειξη ότι οι εντυπώσεις προηγούνται, πηγάζει από την πείρα, ενώ όλες οι ιδέες ανάγονται σε απλές εντυπώσεις.
Η θεωρία αυτή δεν επαρκεί για να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει την ύπαρξη των έμφυτων ιδεών. Και ακριβώς εδώ έγκειται και ο μετριοπαθής σκεπτικισμός που αναπτύσσει και υποστηρίζει ο Χιουμ. Συνταυτίζεται με τον Μπάρκλεϋ ο οποίος θεωρούσε ότι ο συνειδητοποιημένος εμπειρισμός αυτός δηλαδή που στηρίζεται μόνα στα δεδομένα των αισθήσεων δεν μπορεί να υποστηρίξει την αντικειμενική υπόσταση του εξωτερικού κόσμου[14]. Αν ο πραγματικός κόσμος είναι απρόσιτος σε μας, τότε θα πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια να τον εντάξουμε σ΄ ένα ερμηνευτικό σχήμα.
Ο Χιουμ θεωρεί ότι η γνωστική μας δύναμη μπορεί να απλωθεί μέχρι τις εντυπώσεις, ενώ κάθε προσπάθεια που επιχειρείται προκειμένου να υπερβούμε αυτό το όριο της εμπειρίας είναι αυθαίρετη. Κι αυτό γιατί θα πρέπει να απαλλαγούμε από το σύνδρομο της αντικειμενικότητας της γνώσης μας. Η γνώση των πραγμάτων και των γεγονότων του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε, δεν είναι η γνώση των ίδιων των πραγμάτων και των γεγονότων του κόσμου, αλλά των ιδίων παραστάσεων που έχουμε σχηματίσει γι΄ αυτά. Θεωρεί μάλιστα ότι η γνώση που έχουμε για τα πράγματα και τα γεγονότα του κόσμου στηρίζεται στη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Αυτή η σχέση ορίζει την καθημερινότητα αλλά ωστόσο βρίσκει έρεισμα και στην επιστημονική γνώση και πρακτική. Οι νόμοι της φύσης, πάνω στους οποίους στηρίζεται η επιστημονική γνώση, δεν είναι συμπυκνωμένες περιγραφές σχέσεων αιτίας και αποτελέσματος.
Εν κατακλείδι
Στο πλαίσιο της ομοιογενούς και ενιαίας γνώσης, της οποίας συνάρτηση και αντικατοπτρισμός είναι η μια και μόνη, αδήριτη αλήθεια, δεν υπάρχουν αλήθειες ποιοτικά ανώτερες από άλλες. Η κάθε επιμέρους γνώση, όποιο κι αν είναι το ειδικό της βάρος, υπάρχει και ενεργοποιείται μονάχα διαμέσου της συμμετοχής της στο πλέγμα του συνόλου των γνώσεων. Και στο γνωστικό επίπεδο, καθοριστική είναι η έννοια της λειτουργίας και όχι η έννοια της ουσίας.
Βιβλιογραφία
- Κονδύλης Παναγιώτης, Η κριτική της Μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Από τον όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του Διαφωτισμού, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1983
- Μολυβάς Γ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, σελ. 60, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000.
- Ντεκάρτ Ρενέ, Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Εκκρεμές, 2003.
- Πελεγρίνης Θ. Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα,1997.
- Ράσσελ Μπέρντραντ, Από την Αναγέννηση στον Χιουμ, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, Η νεότερη φιλοσοφία, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα.
- Σατελέ Φρανσουά, Η φιλοσοφία, Από τον Γαλιλαίο, ως τον Ζ.Ζ. Ρουσώ, Τόμος Β΄, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1987.
- Cottingham John, Φιλοσοφία της Επιστήμης, Α΄: Οι Ορθολογιστές, Θεωρία-Ιδέες, Πολύτροπον 2003.
- Windelbaud W. Heimsoeth H., Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Τόμος Β΄, ΜΙΕΤ 2003.
[1] Πελεγρίνης, Θ., Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα,1997.
[2] Μολυβάς, Γ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000.
[3] Windelbaud, W., Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Τόμος Β΄, ΜΙΕΤ 2003.
[4] Ράσσελ, Μπέρντραντ, Από την Αναγέννηση στον Χιουμ, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, Η νεότερη φιλοσοφία, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα.
[5] Όπ.παρ. σελ. 261.
[6] Cottingham, John, Φιλοσοφία της Επιστήμης, Α΄: Οι Ορθολογιστές, Θεωρία-Ιδέες, Πολύτροπον 2003.
[7] Ντεκάρτ, Ρενέ, Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Εκκρεμές, 2003.
[8] Ντεκάρτ, Ρενέ, Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Εκκρεμές, 2003.
[9] Όπ. Παρ. σελ. 63
[10] Πελεγρίνης, Θ., Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα,1997.
[11] Ντεκάρτ, Ρενέ, Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Εκκρεμές, 2003.
[12] Όπ. παρ. σελ. 128
[13] Ράσσελ, Μπέρντραντ, Από την Αναγέννηση στον Χιουμ, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, Η νεότερη φιλοσοφία, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα.
[14] Μολυβάς, Γ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, σελ. 60, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000.
This Post Has 0 Comments