Εξόριστος στη Χαλκίδα, απομονωμένος από τους «συμφιλοσοφούντας» αλλά νιώθοντας το…
Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία φταίει ο ίδιος. Φταίει γι΄ αυτήν, όταν η αιτία της έγκειται όχι σε ανεπάρκεια του νου αλλά στην έλλειψη της απόφασης και του θάρρους να μεταχειριστεί το νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Να έχεις το θάρρος να μεταχειρίζεσαι το δικό σου νου[1].
Εμμάνουελ Καντ
Η εξάρτηση του λογικού από τη θεσμοποιημένη αυθεντία, αμφισβητείται και απορρίπτεται, ήδη από τον 17ο αιώνα. Αυτή η διανοητική εξέγερση, σηματοδοτεί ουσιαστικά την απαρχή της φυσικής επιστήμης, όπως την αντιλαμβάνεται η νεωτερικότητα μέχρι και τις μέρες μας. Σ΄ αυτήν την ιστορική μετάβαση, νομιμοποιείται και η περιέργεια, ως βασική κινητήρια δύναμη του νου από την οποία εντέλει πηγάζει και η γνώση[2]. Η γνωστική περιέργεια είχε καταδικαστεί με τη μεσαιωνική θεολογία, καθώς σύμφωνα με την άποψή της, δημιουργούσε την αυταπάτη ότι ο άνθρωπος από μόνος του είναι ικανός να λύσει τα μυστήρια της ζωής και του κόσμου. Η αναζωπύρωση της περιέργειας που συνοδεύονταν από τη φυσική έρευνα, συνδυάστηκε με την αύξουσα εκκοσμίκευση της ζωής.
Η εκπληκτική πρόοδος των φυσικών επιστημών από τον 17ο αιώνα διαμόρφωσε το εμπειρικό και κριτικό ήθος της νεότερης εποχής αλλά και μεταμόρφωσε αυτό το πρόσωπο της κοινωνίας. Η επιστημονική νοοτροπία, διείσδυσε σε όλα τα πεδία του κοινού βίου, με συνέπεια τον εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών, με κριτήριο πάντοτε την αποτελεσματικότητα στην εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος προς εξυπηρέτηση θεμελιακών ανθρώπινων αναγκών.
Η φιλοσοφία πλέον παρακολουθεί την επιστήμη στο έργο της και προσπαθεί να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία του υλικού. Ήδη από τον 17ο αιώνα, ο Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ, εισάγει την έννοια της αυτοτέλειας του νου, ενώ μέσα από στο «cogito ergo sum», συγκεφαλαιώνεται ολόκληρη η καρτεσιανή ανθρωπολογία.
Ο άνθρωπος έχει συνείδηση του εγώ του ως πηγής και αιτίας των πράξεών του. Σκέπτεται τις σκέψεις του, και καταλαβαίνει ότι τις σκέπτεται. Νοεί τον εαυτό του ως πράγμα νοούν, και η άμεση αυτή επίγνωση ορίζει ακριβώς την ύπαρξή του. Ο άνθρωπος υπάρχει όχι μόνο μέσα από το σώμα του, αλλά κυρίως μέσα από την καθαρή διάνοιά του[3].
Σ΄ αυτό το ευρύτερο διανοητικό πλαίσιο ο Εμμάνουελ Καντ (1724-1804), πρώτος στην ιστορία της νεώτερης φιλοσοφίας, συνενώνει δυο αντικρουόμενα στοιχεία κατά τρόπο δημιουργικό αποδεικνύοντας ότι η νόηση και η αίσθηση είναι αναγκαία στοιχεία της γνώσης και ότι η αίσθηση χωρίς την νόηση είναι τυφλή, ενώ η νόηση χωρίς την αίσθηση είναι κενή. Στην προσπάθεια του να αποσαφηνίσει την έννοια του διαφωτισμού «εξορκίζει» την ανωριμότητα του ατόμου και την κηδεμονία που του ασκείται έξωθεν. Πολεμάει το δογματισμό του διαφωτισμού δια του κριτικισμού, ενώ αποπειράται να εκτοπίσει κάθε μεταφυσική αυταπάτη θέτοντας τα όρια της ανθρώπινης νόησης.
Η γνώση των φυσικών αναγκαιοτήτων καθιστά δυνατό το χειρισμό της πραγματικότητας με στόχο την πλήρωση των θεμελιακών ανθρώπινων αναγκών. Αυτού του είδους η σχέση με το περιβάλλον αποφέρει την ευδαιμονία των ατόμων και της συνολικής κοινωνίας. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο η επιστήμη να αναδειχθεί σε ρυθμιστή των σχέσεων του ανθρώπου και της φύσης και σε δύναμη καθοδηγητική για τον εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών[4].
Βασική του επιδίωξη του φιλοσόφου, είναι να επεξεργαστεί τη διάσταση μεταξύ της ρεαλιστικής αντίληψης η οποία προτάσσει ότι τα πράγματα γύρω υφίστανται ανεξάρτητα από τη δική μας παρουσία, και της ιδεαλιστικής θέσης στο πλαίσιο της οποίας οτιδήποτε υπάρχει είναι προϊόν της δικής μου νοητικής και αντιληπτικής ικανότητας. Τη διάσταση δε αυτή, επιχείρησε να την ξεπεράσει εισάγοντας τη διάκριση μεταξύ φαινομένου και «πράγματος καθεαυτό».
Για τον Καντ, το κάθε πράγμα το γνωρίζουμε όπως αυτό φαίνεται στις αισθήσεις μας, ήγουν σαν φαινόμενο. Αυτή την ιδεαλιστική θέση την προέβαλλαν και άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Λοκ, ο Μπάρκλεϋ και ο Χιουμ.
Όμως αν κάποιος περιοριστεί στην ιδεαλιστική άποψη κινδυνεύει από κάθε άποψη να κατηγορηθεί ότι η γνώση του για τον κόσμο είναι αυθαίρετη.
Για το λόγο αυτό και προκειμένου να θεραπεύσει την εγγενή αυτή αδυναμία του ιδεαλισμού, θεώρησε ότι αν δεν θέλουμε οι παραστάσεις των αισθήσεών μας για τα πράγματα να εκληφθούν σαν απλές χίμαιρες του εαυτού μας θα πρέπει να υπάρχει κάτι πέρα και ανεξάρτητο απ΄ αυτές, κάτι από το οποίο αυτές πηγάζουν και τους δίνει αντικειμενική αξία. Αυτό το κάτι ο Καντ το ονομάζει πράγμα καθεαυτό. Το πράγμα καθεαυτό είναι το υλικό αντικείμενο απαλλαγμένο από αισθητούς προσδιορισμούς, το υλικό αντικείμενο που υπάρχει πέρα από τις αισθήσεις μας. Το πράγμα καθεαυτό είναι πάντοτε επέκεινα της εμπειρίας και ως εκ τούτου, υπερβαίνει την περιγραφή. Γι΄ αυτό άλλωστε χαρακτηρίζεται και ως πράγμα και όχι ως αντικείμενο[5]. Όμως πώς μπορεί να μιλάει κάποιος για το πράγμα καθεαυτό όταν ποτέ κανένας δεν το έχει δει, ή δεν το έχει ακούσει;
Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, ο Καντ, σημειώνει ότι παρόλα αυτά -και η παρατήρηση αυτή πρέπει να γίνει– θα υπάρχει πάντα η επιφύλαξη ότι αυτά ακριβώς τα αντικείμενα, αν και δεν μπορούμε να τα γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε ως πράγματα καθεαυτά, ωστόσο πρέπει τουλάχιστο να μπορούμε να τα ν ο ο ύ μ ε. Γιατί αλλιώς θα συναγόταν η άτοπη πρόταση ότι θα υπήρχε φαινόμενο, χωρίς να υπάρχει εδώ και κατιτί που να φαίνεται[6].
Η απάντηση σ΄ αυτά τα ερωτήματα βρίσκεται σε μια ευφυή διάκριση που κάνει ο Καντ. Σ΄ εκείνο δηλ. που μπορούμε να γνωρίσουμ,ε και σε κείνο που μπορούμε να σκεφτούμε. Κάτι όμως που μπορώ να το σκεφτώ, δεν σημαίνει ότι οφείλω να το ξέρω κιόλας. Μπορώ π.χ. να σκεφτώ ότι υπάρχουν ανθρώπινα πλάσματα σε κάποιο άδειο πλανήτη, ή ότι κάποιος που ακρωτηριάστηκε, αίφνης απέκτησε ένα νέο μέλος στο σώμα του. Πολλά άλλα περίεργα γεγονότα μπορώ να τα σκεφτώ, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μπορώ να αποδείξω ότι τα πράγματα αυτά συνέβησαν ή υφίστανται. Αυτές δε, τις υποθέσεις μπορώ να τις σκεφτώ μόνο και μόνο επειδή μεταξύ τους δεν είναι αντιφατικές.
Ο Καντ θεωρεί, ότι δεν μπορείς να γνωρίζεις κάτι, αν αυτό δεν στηρίζεται στην εμπειρία σου. Γιατί τα όρια της γνώσης μας φτάνουν ως τα όρια της εμπειρίας μας. Σύμφωνα με τον Καντ, η γνώση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που συναποτελείται από 2 παράγοντες. Από τον εξωτερικό κόσμο από τον οποίο προέρχονται όλες οι παραστάσεις οι οποίες εισέρχονται δια μέσου των αισθήσεων και ο εαυτός μας ο οποίος με τον εξοπλισμό που διαθέτει, οργανώνει τις παραστάσεις αυτές με τρόπο ώστε να γνωρίσουμε μέσω αυτών τα αντικείμενα στα οποία αυτές αναφέρονται. Εισάγει τον όρο «υπερβατολογική συνείδηση[7]» ερμηνεύοντας έτσι τον εσωτερικό εκείνο παρατηρητή που υπερβαίνει κάθε δυνατότητα παρατήρησης και περιγραφής. Η υπερβατολογική συνείδηση είναι ο παράγοντας που μέσα από την πολυμορφία των παραστάσεων, μας διαμορφώνει την εμπειρία μας, δίνοντας ενότητα και ευρύτητα. Ο εαυτός μας –λέει ο Καντ- κατορθώνει να οργανώνει τις ποικίλες και ετερόκλητες παραστάσεις των αισθήσεών μας και να αναγάγεται μέσω της οργάνωσης αυτής, στη γνώση διαφόρων πραγμάτων και γεγονότων κάνοντας χρήση του χώρου και του χρόνου, αλλά και των κατηγοριών.
Ο χώρος και ο χρόνος μαζί με τις κατηγορίες συγκροτούν το μηχανισμό της γνώσης. Συνεχίζοντας το συλλογισμό του για τον εαυτό μας επισημαίνει ότι ο νους μας είναι εξοπλισμένος με γενικές αρχές, όπως η αρχή της αιτιότητας οι οποίες προηγούνται της εμπειρίας μας. Τις ορίζει a priori, και τις ονομάζει «κατηγορίες». Μάλιστα διακρίνει δώδεκα τέτοιες κατηγορίες τις οποίες και ταξινομεί σε 4 ομάδες.
α) του ποσού, όπου υπάγονται οι κατηγορίες, της ενότητας, της πολλαπλότητας και της ολότητας,
β) του ποιού, όπου εντάσσονται οι κατηγορίες της πραγματικότητας, της άρνησης και του περιορισμού,
γ) της αναφοράς όπου τοποθετεί τις κατηγορίες της ουσιότητας, της αιτιότητας και της αλληλεπίδρασης,
δ) του τρόπου όπου περιλαμβάνονται οι κατηγορίες της δυνατότητας, της ύπαρξης και της αναγκαιότητας.
Οι κατηγορίες ως προϋποθέσεις της εμπειρικής γνώσης μας προηγούνται της εμπειρίας μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι ανεξάρτητες απ΄ αυτήν. Το μυαλό μας επινόησε τις κατηγορίες και αφού τις δοκίμασε πάνω στα δεδομένα της εμπειρίας τις βρήκε αποτελεσματικές και τις κράτησε.
Αν θεωρούσε ότι δεν είναι αποτελεσματικές, θα φρόντιζε να τις αντικαταστήσει με άλλες. Γιατί οι κατηγορίες μοιάζουν με τα δίχτυα του ψαρά. Αν τα δίχτυα έχουν μεγάλα ανοίγματα τέτοια ώστε να φεύγουν τα ψάρια, ή μικρά ώστε να μην εισέρχονται, ο ψαράς οφείλει να τα αντικαταστήσει με άλλα πιο κατάλληλα. Είναι προφανές όμως, ότι το είδος των ψαριών που πρόκειται να ψαρέψει ο ψαράς υπαγορεύει και το είδος των διχτύων που πρόκειται να αγοράσει.
Κατά αντίστοιχο τρόπο για τον Καντ η μορφή της εμπειρίας μας καθορίζει την αναγκαιότητα των κατηγοριών που είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε, ώστε να οργανώσουμε το περιεχόμενο της και μέσα από την οργάνωση αυτή να εξασφαλίσουμε τη γνώση που αμφισβητεί ο Χιουμ. Ο Χιουμ, διέκρινε τις προτάσεις που χρησιμοποιούμε για να εκφραστούμε σε αναλυτικές και συνδετικές. Κατά τον Χιουμ, αναλυτικές προτάσεις είναι οι ταυτολογίες για παράδειγμα «όλα τα τρίγωνα έχουν τρεις γωνίες».
Είναι προφανές ότι οι αναλυτικές προτάσεις είναι αληθείς, αλλά όμως δεν έχουν καμία γνωστική αξία καθώς δεν μας μαθαίνουν κάτι. Από την άλλη οι συνθετικές προτάσεις που ονομάζονται έτσι γιατί απαιτούν μια σύνθετη διαδικασία που συνίσταται στην ανάλυση των λέξεων έχουν το προνόμιο να μας διοχετεύουν πληροφορίες και γνώσεις, για τον κόσμο, οι γνώσεις όμως και οι πληροφορίες αυτές είναι επισφαλείς.
Ο Καντ προχωρώντας το συλλογισμό εισηγήθηκε έναν τρίτο τύπο προτάσεων κατά τον οποίο είναι δυνατή η αξιοπιστία της γνώσης. Μιλάει για τις συνθετικές a priori προτάσεις. Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα συνθετικής a priori πρότασης. Την πρόταση 7+5=12. Το να πει κάποιος 7+5=13, μπορεί μεν να είναι ανακριβές, αλλά δεν είναι αντιφατικό. Εμείς όμως επειδή είμαστε απόλυτα εξοικειωμένοι με την απόφανση 7+5=12, θεωρούμε εντελώς αδύνατο να ισχύει κάτι διαφορετικό, τόσο μάλιστα αδύνατο όσο το να ισχυριστεί κάποιος ότι μπορεί να υπάρξει ένα λευκό λουλούδι που δεν είναι λευκό. Στην περίπτωση του αθροίσματος δυο μεγάλων αριθμών που όμως δεν είναι ακριβές, δύσκολα θα αμφισβητήσουμε το αποτέλεσμα που θα ισχυρισθεί κάποιος. Για να διαπιστώσουμε το λάθος, θα πρέπει να προβούμε στην πρόσθεση οι ίδιοι. Εάν η πρόταση με το σωστό άθροισμα ήταν αναλυτική, τότε θα απορρίπταμε το λανθασμένο άθροισμα ως προϊόν αντίφασης. Κατά συνέπεια η πρόταση 7+5=12 είναι συνθετική a priori[8]. Ο Καντ θεωρεί ότι, τέτοιες προτάσεις δεν υπάρχουν μόνο στα μαθηματικά αλλά και στη φυσική επιστήμη. Για παράδειγμα, η πρόταση ότι κάθε γεγονός έχει κάποια αιτία, ή η διαπίστωση ότι σε κάθε μετάδοση της κίνησης η δράση και η αντίδραση είναι ίσες είναι κατ΄ ανάγκην αληθείς χωρίς να είναι αναλυτικές προτάσεις.
Όμως για να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι αυτού του είδους οι προτάσεις είναι αναλυτικές χωρίς κατ΄ ανάγκην να είναι αληθείς, γεγονός που κάνει τις επιστήμες αξιόπιστες, χρειάζεται μια διαφορετική προσέγγιση της εμπειρίας σε σχέση με εκείνη που εισηγήθηκε ο Χιουμ. Ο Χιουμ απέρριψε απόψεις φιλοσόφων όπως του Πλάτωνα, οι οποίοι εισηγήθηκαν ότι η γνώση μπορεί να σταθεί ανεξάρτητη από την εμπειρία.
Ο Καντ, ακολούθησε τον Χιουμ και αμφισβήτησε την αξία απόψεων όπως του Πλάτωνα. Θεώρησε δε ότι ιδέες, έννοιες του μυαλού μας αποκομμένες από τις παραστάσεις και τις εμπειρίες είναι κενές, συνεπώς άδεια σχήματα. Η εμπειρία για τον Καντ, αποτελεί αναγκαίο συντελεστή της γνώσης αλλά όχι όπως υποστήριξε ο Χιουμ, αποκλειστικό παράγοντά της. Με τη θεωρία του για τη γνώση ο Καντ, πείστηκε ότι επιτέλεσε στη φιλοσοφία μια επανάσταση ανάλογη με εκείνη που πραγματοποίησε ο Κοπέρνικος στην αστρονομία. Μια επανάσταση που σαφώς ήρθε σε ρήξη με το δογματισμό φιλοσόφων όπως του Πλάτωνα αλλά και με το σκεπτικισμό που εισηγήθηκε ο Χιουμ και που θέλησε να αντικαταστήσει αυτό το δογματισμό. Απορρίπτοντας σαν αβάσιμη τη θεωρία ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν ιδέες ανεξάρτητες από τις εμπειρίες μας, ο Καντ, θεώρησε ότι για να οργανωθούν οι παραστάσεις της εμπειρίας μας που είναι έτσι κι αλλιώς από τη φύση τους αποσπασματικές είναι απαραίτητη και η δική μας συμμετοχή.
Με τον εξοπλισμό που διαθέτουμε, είμαστε σε θέση να διατυπώνουμε κατ΄ ανάγκην αληθείς προτάσεις που μας εξασφαλίζουν αξιόπιστες γνώσεις. Η μετατόπιση αυτή στη διαδικασία της γνώσης, η αντιστροφή από τα αντικείμενα της γνώσης στον παρατηρητή τους είναι η μεγάλη καινοτομία του Καντ, την οποία ο ίδιος παραλληλίζει με την επανάσταση του Κοπέρνικου. Ως τώρα -αναφέρει ο Καντ στον πρόλογο της Δεύτερης έκδοσης- γινόταν δεκτό ότι η όλη γνώση μας πρέπει να ρυθμίζεται προς τα αντικείμενα. Αλλά επισημαίνει, όλες οι προσπάθειες που έγιναν με την προϋπόθεση αυτή, για να βρεθεί κάποιος a priori προσδιορισμός των αντικειμένων στηριζόμενος αποκλειστικά σε έννοιες, με τον οποίο θα διευρυνόταν η γνώση μας, πήγαν χαμένες. Γι΄ αυτό ας δοκιμάσουμε μια φορά να δούμε μήπως έχουμε στα προβλήματα της Μεταφυσικής περισσότερη επιτυχία, αν δεχτούμε υποθετικά ότι τα αντικείμενα πρέπει να ρυθμίζονται προς τη γνώση μας. Αυτό συμφωνεί ήδη καλύτερα με την επιθυμητή δυνατότητα μιας a priori γνώσης των αντικειμένων, που προσδιορίζει κάτι ως προς αυτά, προτού μας δοθούν τα ίδια. Εδώ συμβαίνει το ίδιο όπως και με τις αρχικές σκέψεις του Κοπέρνικου που «βλέποντας ότι δεν κατάφερνε να εξηγήσει τις κινήσεις του ουρανού με βάση την αρχή ότι ολόκληρη η πολλαπλότητα των άστρων περιστρεφόταν γύρω από τον παρατηρητή, θέλησε να δει αν θα τα κατάφερνε καλύτερα υποθέτοντας ότι ο παρατηρητής είναι εκείνος που περιστρέφεται, κι όχι τα άστρα που μένουν ακίνητα»[9].
Η αντιστροφή αυτή όμως, από τα αντικείμενα της γνώσης στον παρατηρητή και το προβάδισμα του εαυτού μας έναντι των παραστάσεων της εμπειρίας για την κατάκτηση της αξιόπιστης γνώσης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καλλιεργεί τη διάθεση της αλαζονείας. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η γνώση μας δεν μπορεί να πάει πέρα από τις παραστάσεις της εμπειρίας μας. Ότι τα όρια της γνώσης μας είναι τα όρια της εμπειρίας μας.
Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο για τον Καντ, δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να μιλήσει και να εκφραστεί για πράγματα και ιδέες που είναι πέρα από την εμπειρία του. Μπορεί να μιλήσει για το Θεό, για την αθανασία της ψυχής του, για την ελευθερία του. Όλα αυτά όμως, είναι δεδομένα που δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι τα γνωρίζει, αλλά ωστόσο είναι σε θέση να τα σκεφτεί μόνο σαν αιτήματα. Είναι δεδομένα που δεν μπορεί να ισχυρισθεί πράγματι αν υπάρχουν, αλλά αν πρέπει να υφίστανται ή όχι.
Βιβλιογραφία
- Βαλλιάνος, Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, (19ος-20ος αιώνας), Τόμος Γ΄, Πάτρα 2000.
- Βαλλιάνος, Π., Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού,Τόμος Β΄, Πάτρα 2001.
- Kαντ, Ε., Κριτική του Καθαρού Λόγου, εκδόσεις Παπαζήση.
- Καντ, Ε., Τι είναι Διαφωτισμός, Berlinische Monatsschrift, Δεκέμβριος 1784
- Πελεγρίνης, Θ., Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, 1997.
- Πελεγρίνης, Θ.,Ν. Εμπειρία και πραγματικότητα, Καρδαμίτσα, 1988.
[1] Καντ, Ε., Τι είναι Διαφωτισμός, Berlinische Monatsschrift, Δεκέμβριος 1784
[2] Βαλλιάνος, Π., Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού,Τόμος Β΄, Πάτρα 2001.
[3] Όπ. Παρ.
[4] Βαλλιάνος, Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, (19ος-20ος αιώνας), Τόμος Γ΄, Πάτρα 2000.
[5] Πελεγρίνης, Θ.,Ν. Εμπειρία και πραγματικότητα, Καρδαμίτσα, 1988.
[6] Kαντ, Εμμάνουελ, Κριτική του Καθαρού Λόγου, εκδόσεις Παπαζήση.
[7] Πελεγρίνης, Θ., Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα,1997.
[8] Πελεγρίνης, Θ., Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα,1997.
[9] Πελεγρίνης, Θ., Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα,1997.
This Post Has 0 Comments