Εξόριστος στη Χαλκίδα, απομονωμένος από τους «συμφιλοσοφούντας» αλλά νιώθοντας το…
Προκειμένου να κατανοήσουμε το μέγεθος της τραγωδίας που ζούμε και θα ζήσουμε ας διαβάσουμε δυο πράγματα για το τι ήταν η τραγωδία.
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Το να γράψεις είναι “εύκολο”. Το τι θα γράψεις, το πώς θα το συνθέσεις, ώστε να παρουσιάσεις το αντικείμενο αυτού του λόγου, είναι το δύσκολο ή πιο δύσβατο τμήμα της σκέψης. Η διαδικασία αυτή προηγείται του γραπτού λόγου. Ο λόγος της σκέψης είναι ταχύστραπτος. Η έμπνευση και το ταλέντο πρέπει να συνδυαστούν ώστε να μετουσιωθούν σε σημεία στο χαρτί. Για να γίνει αυτό χρειάζεται “ανάγκη αγάπης”.
Ανέλαβα λοιπόν να εκθέσω – και υπογραμμίζω τη λέξη αυτή, γιατί το βάρος της είναι σημαντικά ελαφρύτερο απ’ αυτό της ανάλυσης, η οποία θέτει νόμους και όρια πέρα απ’ τα χρονικά μου πλαίσια πρώτα, πέρα από τις δυνατότητές μου ύστερα – ένα θέμα που αφορά «αυτό» που γενικά «μάθαμε» να αποκαλούμε ως ΤΡΑΓΩΔΙΑ.
Γράφω τη λέξη «μάθαμε», γιατί το να χρησιμοποιείς έναν όρο, να τον εκφράζεις γραπτά ή προφορικά, δεν έχει καμιά αξία. Αξία έχει η γνώση του σημαινόμενού του η προέλευση, οι αιτίες και οι αφορμές που τον δημιούργησαν, καθώς και το θεσμικό πλαίσιό του. Κάλλιστα θα μπορούσα να καλύψω με τέτοιου είδους σκέψεις-ερωτήματα πολύ απ’ το χρόνο μου και το χρόνο σας. Όμως η φύση αυτού του πονήματος απαγορεύει κάτι τέτοιο.
Θέλουμε σήμερα οι “Νεοέλληνες” την Ελλάδα κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού.
Αξίζει όμως να σκεφτόμαστε έτσι κάτω απ’ το φως του ήλιου που έλαμψε και φώτισε εποχές ιστορικές, ένδοξες, για μας όμως παρήγορες;
Αξίζει ή επιτρέπεται να εκφράζουμε τέτοιες σκέψεις, όταν ο “Νεοελληνισμός”, το εύκολο κέρδος, οι άκριτες και άβουλες κρίσεις, η αβασάνιστη ανάγκη έκφρασης ενός πολιτιστικού ΕΙΝΑΙ χωρίς καινές αλήθειες, αλλά ματαιόπονα κενές, καθορίζουν μια μοίρα – ποια άραγε – στο εγγύς μέλλον, αυτήν της πολιτισμικής, πολιτικής, οικονομικής, θεσμικής μας εξάρτησης και είθε να είναι ή ήταν μόνον αυτών !
Σκοπός του προλόγου αυτού δεν είναι η ανούσια φιλολογία ή οι ευγενείς κρίσεις, αλλά η μετάδοση στο μέτρο των δυνατοτήτων μου της αγάπης μου – αυτή είναι η δεοντολογία μου εξάλλου – γι’ αυτόν τον πολιτισμό, που σχεδόν εγωιστικά σμίλεψε στο χρόνο την προσωπικότητά του, επίμονα, σαν διαμάντι που κατεργάστηκε, απαλλάχτηκε από τ’ άχρηστα τμήματά του και απέκτησε την πολύεδρη τελική μορφή του. Αυτός ο εγωισμός μην σας φαίνεται η έκφραση αδόκιμη, είναι που πρέπει να νιώσουμε μέσα μας. Αυτήν την περηφάνεια, για αυθεντική και υγιή εξέλιξη, του πανάρχαιου αλλά διαχρονικού πολιτισμού μας.
Καταθέτω στην κρίση σας λοιπόν αυτό το γραπτό, ελπίζοντας στην ελαχιστότερη συγκίνηση από μέρους σας.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο σκοπός αυτού του επιμέτρου είναι, όπως εξάλλου είναι και κάθε επιμέτρου, η οριοθέτηση και η αιτιολόγηση. Στο επίμετρο οριοθετείται το κείμενο που θ’ ακολουθήσει και αιτιολογείται το πώς και το γιατί;
Θεώρησα σκόπιμο να ξεκινήσω το πόνημα αυτό, που αντικείμενο έχει την τραγωδία καθώς και το κοινωνικοπολιτικό της πλαίσιο, με το μύθο της Ανθρωπογονίας, όπως μας τον διασώζουν ο ΗΣΙΟΔΟΣ, ο ΠΙΝΔΑΡΟΣ, ο ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, προκειμένου ο αναγνώστης ν’ αποκτήσει την πρώτη του επαφή με τον ατερμάτιστο κόσμο των μύθων, της πλουσιότερης ίσως στον κόσμο μυθολογίας. Κι αυτό διότι η τραγωδία συμβαδίζει με το μύθο από την ιερή στιγμή της γέννησης της έως τη κορύφωσή της, αλλά και στους στείρους χρόνους μας…
Στη συνέχεια εξηγώ την έννοια του μύθου και την καθορίζω στο χωροχρονικό
πλαίσιο της Αττικής χερσονήσου, όπου κι εδώ εκθέτω με ιεραρχική πιστότητα και λιτότητα τη μυθολογία της συγκεκριμένης περιοχής. Κατόπιν παρουσιάζω μία συνοπτική ιστορική ανασκόπηση της ιστορίας της πόλης των Αθηνών, μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ., προκειμένου να πληροφορηθεί ο αναγνώστης τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, μέχρις ότου η Αθήνα να λάμψει στο στερέωμα της χρυσής εποχής, της εποχής της πλήρους ακμής της, με τη γέννηση κι ανάπτυξη της τραγωδίας.
Στο τρίτο κεφάλαιο, αναλύεται η τραγωδία, γίνεται μνεία στο θέατρο και φυσικά στους τρεις μεγάλους εκφραστές της.
Με τον επίλογο “κλείνει” αυτή η εργασία με αναφορές και συμπεράσματα στο κατά πόσο η διαχρονικότητα-ύψιστη συνιστώσα κάθε έννοιας, κάθε όρου, κάθε αξίας, εμπεριέχεται, με το ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ της ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΓΟΝΙΑΣ
Όταν για εννιά μερόνυχτα παράδερνε ο Δευκαλίωνας κι η Πύρρα, η γυναίκα του, με την κιβωτό τους, σίγουρα δεν φανταζόταν πως ο μόνος που σώθηκε δεν ήταν από τον κατακλυσμό που προκάλεσε η οργή του ΔΙΑ ή του ΘΕΟΥ για τον ΝΩΕ. Οργή και καταδίκη για τους ανθρώπους που αμάρτησαν και δεν ακολούθησαν τις Θείες διδαχές. Η κιβωτός τους στάθηκε στην ψηλότερη κορφή του Παρνασσού.[1]
“Κι ευθύς ως η ιδέα του κατακλυσμού εκόπασε”[2] τρανή θυσία έκαναν στον πατέρα των Ολυμπίων, ευχαριστώντας τον, μα και παρακαλώντας τον να τους δώσει ανθρώπους, ΝΕΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Κι ο Δίας μεγαλόκαρδος δεν τους τ’ αρνήθηκε. Έτσι το σεβαστό γέρικο ζευγάρι, ο Δευκαλίωνας ο γιος του Προμηθέα και η Πύρρα, η κόρη του αδελφού του Επιμηθέα, αφού κάλυψαν τα πρόσωπα τους, προχώρησαν στης γης το νοτισμένο χώμα, πέτρες μαζεύoντας που πίσω τους τις έριχναν. Κι έγιναν άντρες ψηλοί και δυνατοί οι πέτρες του Δευκαλίωνα, γυναίκες λυγερές κι όμορφες της Πύρρας τα λιθάρια.
Έτσι δημιουργήθηκε το νέο γένος των ανθρώπων. Όμως δεν έφτανε αυτό το γέννημα. Το μυθικό ζευγάρι απόκτησε και δικά του παιδιά: τον Έλληνα, πρωτότοκο και Διογέννητο, γενάρχη των Ελλήνων, τον Αμφικτίωνα, κυβερνήτη της Αθήνας, μετά τον Κραναό,την Πρωτογένεια, την Πανδώρα τη Θυία, καθώς και τη Μελάνθεια.
Αυτό το γένος το Θεϊκό είναι που γέννησε τρανούς ποιητάδες, φιλοσόφους κι επιστήμονες, πολιτικούς και καλλιτέχνες. Είναι αυτό που δημιούργησε τον πολιτισμό, τον κραταίο, που αντέχει στον πανδαμάτορα χρόνο.
Κι είναι αυτός που πόλεις ξακουστές σαν την Αθήνα χτίζει, ναούς αθάνατους της τελειότητας παιδιά υψώνει και ποίηση και τέχνη γέννησε, στο φως του ήλιου το λαμπρό, το ζωοδόχο, το ΑΕΝΑΟ.
MΥΘΟΣ: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
Η ιστορία που προαναφέραμε μιλάει για το ανθρώπινο γένος, το γένος απο το οποίο πρoήλθαν οι τραγωδοί, το γένος που δημιούργησε την ΤΡΑΓΩΔΙΑ. Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να σταθεί με άνεση και κάλλος “παραμυθιού” ανάμεσα σ’ εκείνες τις ιστορίες που μικρούς μας μάθαιναν οι γέροντες. Αυτή λοιπόν η ιστορία, η τόσο ψεύτικη και λαϊκή, θα μπορούσε να μας διδάξει και μας διδάσκει τόσα και τέτοια όσα οι αληθινές, οι απτές, οι διάφανες κι οι στιλβωμένες από πραγματικότητα δεν καταφέραν να διδάξουν.
Ο ΜΥΘΟΣ λοιπόν, γιατί γι αυτόν ο λόγος, είναι ένα είδος ιστορίας που έχει όμως για “γονιούς” την πρωτόγονη ανθρώπινη συνείδηση, το φόβο του αδαή εμπρός στα φυσικά στοιχεία και τις ακατανίκητες ανάγκες του ανθρώπου να κατανοήσει τα ακατάληπτα, να απαντήσει στα αναπάντητα. Να φτάσει έτσι στην ουσία των πραγμάτων.
Αυτοί οι “γονείς” συνοψίζουν μία εικόνα, την εικόνα του ανθρώπου πριν 4.000 χρόνια κι ίσως περισσότερα. Αυτή η εικόνα είναι ένας κόσμος άγνωστος, άσχετος με το σημερινό, γεμάτος σύμβολα, ιδανικά, ήρωες. Είναι ο κόσμος που έχει τάξη κι αρμονία συγκεκριμένη, καθορισμένο Γίγνεσθαι, είναι ο κόσμος του ακαριαίου και ταυτόχρονου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, ο κόσμος του ΜΥΘΟΥ.
Το ψηφιδογράφημα του μύθου, που κάθε ψηφίδα του τοποθετήθηκε με τρόπο αριστοτεχνικό προκειμένου να μην υποθάλψει την λογική, τις καταστάσεις και τις συνιστώσεις που διέπουν το Είναι και το Γίγνεσθαι. Το άλογο στοιχείο δεν απουσιάζει, αλλά δεν είναι και ο περιοριστικός ή καθοριστικός παράγοντας ύπαρξής του.
Στο συγκεκριμένο χωροχρόνο καθώς και η απλή εκείνη τάξη που θα προσδίδει μία μερική ποιοτικά αιτιοκρατική αναγκαιότητα, ορίζουν το μύθο που περιπλέκοντας το άλογο με το έλλογο και παρεκλίνοντας αποφασιστικά από τους φυσικούς νόμους ή την επιστημονική οπτική, δρέπει το μεταφυσικό ή το υπερφυσικό, δρασκελώντας το επιστητό.
Η διαφορά του μύθου απ’ το πραγματικό ιστορικό γεγονός, κάτι που τον χαρακτηρίζει εξάλλου, είναι ότι το δέσιμο και η αυστηρή ακρίβεια που καθορίζουν το τελευταίο ανάμεσα στο αίτιο και το αιτιατό είναι τόσο χαλαρό αλλά και τόσο ιδιοτελή προς την ψυχολογία και συναισθηματική καταβολή του μυθοπλάστη ή μυθολόγου που η συγκρότηση του εξαρτάται απόλυτα απ’ την επιθυμία να γίνει αυτό που επιθυμεί, απ’ όπου η ανάγκη – όποια ανάγκη κι αν είναι – καθορίζει τη γέννηση και αξία της λειτουργίας.
Μύθος, “εν κατακλείδι” μπορούμε να πούμε πως είναι η αντιπαράθεση της έννοιας του αριθμού, της διάνοιας, της λογικής, του αρθωμένου λόγου, του Homo Sapiens και του εξοβελισμού της ανεκπαίδευτης φαντασίας, αλλά και η αρρώστια που θα συνοδεύει τον άνθρωπο στο σχετικό και απροσδόκητο, ή το απόλυτο και προσδοκώμενο στο χρόνο και σ’ εκείνο που αντιπαραβάλλεται με την ύπαρξή του, ξεπερνώντας τον ίδιο τον εαυτό του σ’ ένα καλύτερο και επιθυμητό ΠΙΣΤΕΥΩ.
ΤΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ
Η Αττική είναι μία γλώσσα τρίγωνη, γλώσσα που στη γαλάζια κι απέραντη αλμυράδα της θάλασσας αιώνια παίζει το παιχνίδι το μοναδικό της θέσης και αντίθεσης.
Γη – νερό, στερεό – υγρό. Αυτό το τρίγωνο κοσμούν πέντε βουνά – η Πάρνηθα, ο Υμηττός, το Αιγάλεω, ο Βριλησσός και ο Κιθαιρώνας – και τέσσερις πεδιάδες – του Μαραθώνα, της Μεσογαίας, του Κηφισού και της Ελευσίνας.
Λένε πως εδώ, στην Αττική, ο ουρανός δημιουργήθηκε με χρώματα τόσο λαμπερά κι ανάλαφρα, που το ηλιόλουστο τοπίο δεν αλλάζει, αιώνες τώρα μένει το ίδιο ιλαρό και δημιουργικό, το ίδιο ατελεύτητο και μυθογόνο. Κάθε κομμάτι γης έχει τη δική του ιστορία, το δικό του μερίδιο στο χρόνο και τη μνήμη. Πόσο μάλλον αυτή η χερσόνησος.
Ο παλαιότερος αυτόχθονας βασιλιάς (κατά το 1600 π.Χ. λένε οι ερευνητές αρχαιολόγοι), ήταν ο Ακταίος. Απ’ αυτόν λοιπόν το βασιλιά πήρε τ’ όνομά της, το πρώτο, η σημαντικότερη από τις 12 πόλεις που είχε αυτή η γήινη γλώσσα, την είπαν Ακτή ή Ακτική.
Αργότερα ένας ξένος σοφός από την Αίγυπτο, μας διασώζει η παράδοση, διφυής[3] ως προς τη μορφή, έτσι τον διασώζουν οι απεικονίσεις στα αγγεία[4], μισός φίδι-δαίμονας κι άλλος μισός άνθρωπος, διαδέχεται τον Ακταίο και βασιλεύει στην Ακτική που τη μετονομάζει “Κεκροπία” απ’ το όνομά του (Κέκροψ).
Σ’ αυτόν το βασιλιά οφείλει πολλά η οργάνωση και η ιστορία του τόπου. Ήταν ο πρώτος που κάνει νόμους, επιβάλλει τη μονογαμία καταργώντας έτσι τη μητριαρχία, φέρνει το αλφάβητο καθιερώνει λατρείες στους θεούς (Κρόνος, Ρέα, και το Δία τον Ύπατο), καταργεί τις θυσίες των ζωντανών πλασμάτων και επιβάλλει την προσφορά της Πελάνους, ειδικού γλυκίσματος από μέλι, αλεύρι, λάδι. Επίσης είναι αυτός που οργάνωσε σε μία πόλη το λαό[5] του, κάνοντας καταμέτρηση του πληθησμού, επιβάλλοντας τον να ζήσει σε μια ενιαία πόλη, προκειμένου να διαφυλαχθεί από κινδύνους όπως ήταν οι Κάρες και οι Βοιωτοί που τους λέγαν τότε Αονάς.
Στα χρόνια εξάλλου του Κέκροπα, λαμβάνει χώρα ο πασίγνωστος μύθος της αντιδικίας της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για το ποιος θα προστατεύει τη δωδεκάπολη Κεκροπία και θα δώσει τ’ όνομα του σ’ αυτή.
Γνωρίζουμε ότι η Αθηνά πρόσφερε μια ελιά που φύτεψε στον Ιερό Βράχο, σαν σύμβολο ειρήνης, φιλίας και φιλαλληλίας, ενώ ο Ποσειδώνας ένα κύμα αλμυρού νερού κι ένα πολεμικό άτι, σύμβολα δύναμης και πλούτου. Οι θεοί και ο Κέκροπας διάλεξαν την Αθηνά σαν προστάτιδα κι έκτοτε η δωδεκάπολη Κεκροπία πήρε τ’ όνομα Αθήνα από τη Θεά και οι λαοί που την κατοι-κούσαν, Πελασγοί, Κραναοί, Κεκροπίδες, Ερεχθίδες, Ίωνες, μετονομάστηκαν σε Αθηναίους.
Έτσι διασώζεται ο μύθος, βάσει του οποίου ονομάζεται η Αθήνα και ο λαός της. Με τον Κέκροπα γίνεται η αρχή μιας νέας εποχής για την ιστορία του τόπου, η οποία θα φτάσει στο απώγειο της 1100 με 1200 χρόνια αργότερα. Ο μύθος όμως γοργά εξελίσσεται και έχει ως εξής: μετά τον Κέκροπα θα βασιλέψει ο Κραναός[6] και μετά ο Αμφικτύων, ο γιός του Δευκαλίωνα, ο Ερεχθέας και αρκετοί άλλοι βασιλείς, μέχρι να φτάσουμε στα χρόνια του Αιγαία, του Θησέα, του γιου του, και του Κόδρου, που ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Αθήνας, γιατί ο βασιλικός θεσμός καταργείται και θεσμοθετείται αυτός του Άρχοντα.
H ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 1000 π.Χ. ΕΩΣ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΑΙΩΝΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ
Αφού διανύσαμε το χωροχρονικό του αττικού μύθου, περίπου 700 χρόνια, φτάνουμε στο έτος (πάντα με σχετική προσέγγιση) 1000 π.Χ. Είναι η εποχή όπου ο πυρήνας της κοινωνίας είναι το Γένος, δηλαδή η ανάπτυξη της μιας οικογένειας. Αρχηγός είναι ο γεροντότερος o Pater Familias κατά τους λατίνους. Μετά την κάθοδο των Δωριέων και την εγκατάσταση τους στην Πελοπόννησο, μεγάλοι πολιτισμοί όπως ο Μυκηναϊκός διαλύθηκε κι ονομαστά γένη – όπως αυτό του Περικλή – των Αλκμεωνιδών προσφύγεψε, πηγαίνοντας στην Αθήνα. Στην Αθήνα που είναι το αναπτυσσόμενο κέντρο της περιόδου αυτής. Η Ακρόπολη, οι Ναοί της από ψηλά και στα πόδια το αριστοκρατικό Κυδαθήναιο και ο εργατικός Κεραμεικός.
Η Αθήνα λοιπόν ανελίσσεται τόσο οικονομικά σιγά σιγά, όσο και πολιτισμικά. Όσον αφορά τον πολιτικό χώρο από το 1060 έως το 753 π.Χ. κυβερνούν την πόλη 13 Άρχοντες[7] απόγονοι Κοδρίτες και Μεδονίτες.
Από το 753 π.Χ. λοιπόν ο θεσμός του Άρχοντα σταδιακά μειώ νεται και από ισόβιος γίνεται 10 ετής. Έτσι μέχρι το 713 κυβερνούν την πόλη οι Μεδονίτες. Από το σημείο αυτό κι ύστερα, όμως θα καταργηθεί κι αυτό και θα κυβερνούν την πόλη μόνο αριστοκρατικής καταγωγής οικογένειες.
Αργότερα από το 683 π.Χ. και ύστερα οι άρχοντες θα γίνουν 9 και θα κυβερνούν για ένα μόνο χρόνο. Κι αυτοί οι 9 ήταν ο Βασιλιάς στο όνομα μόνο με θρησκευτική εξουσία μόνο, ο πολέμαρχος με στρατιωτικά καθήκοντα, και ο επώνυμος Αρχοντας με εκτελεστική εξουσία. Οι υπόλοιποι 6 ήταν Θεσμοθέτες και Δικαστές, που διαφυλάττουν τα θέσμια, τους νόμους και την παράδοση.
Αυτή την περίοδο είναι που ακμάζει ο οικονομικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε πόλεις όπως την Αθήνα, τα Μέγαρα, την Κόρινθο, κι αναπτύσεται η ανάγκη εύρεσης νέων αγορών. Αυτό επιτυγχάνεται με τις αποικίες.
Η ανθηρή αυτή εμπορική δραστηριότητα με επάλληλες δημιουργίες αναγκών, αναγκάζεται να καλυφθεί με τη δημιουργία ή εφεύρεση μιας σταθερής ανταλλακτικής μονάδας που είναι το νόμισμα. Η Αθήνα είναι από τις πρώτες πόλεις που το καθιερώνουν. Εφαρμόζεται η γραφή με την προσαρμογή του φοινικικού (;) αλφαβήτου παράλληλα. Όμως, όπως κάθε ανάπτυξη, επιφέρει τόσο καλά όσο και κακά. Έτσι η δουλεία είναι απ’ τα χαρακτηριστικά της εποχής. Το 621 π.Χ. στην Αθήνα αναθέτουν στο Δράκοντα – ο γνωστός και παρομοιώδης πια – να συντάξει γραπτά συγκεκριμένη νομοθεσία, κάτι που γίνεται.
Επειδή όμως η αριστοκρατική εξουσία καθόριζε τα πάντα την εποχή αυτή, οικονομία – εξουσία, λογικό ήταν να υπάρξουν καταπιεσμένες τάξεις που υπέφεραν και οι Δρακόντιοι νόμοι ήταν άλλη μία μορφή καταπίεσης για αυτούς. Η γη ανήκει σε λίγους. Οι αγρότες γεωργοί δανείζονται, δεν μπορούν να ξοφλήσουν τα χρέη τους και τέλος δουλοποιούνται. Η δυσφορία του λαού φτάνει στα 610 π.Χ. στο απροχώρητο.
Ο Κύλωνας λοιπόν εκμεταλευόμενος την κατάσταση προκάλεσε εξέγερση με σκοπό την τυρρανία που την εποχή αυτή σημαίνει λαϊκό καθεστώς. Κυριεύει την Ακρόπολη, πολιορκείται απ’ τους Αλκμεονίδες, εκείνος διαφεύγει, ενώ οι οπαδοί του παρότι ικέτιδες στους βωμούς και τους ναούς κακοποιούνται. Αυτή η ανίερη πράξη έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως “Κυλώνιο Άγος”. Μέσα σ’ αυτή την αναταραχή τελειώνει ο 7ος αιώνας.
Τότε εμφανίζεται η φωτισμένη μορφή του Σόλωνα που γίνεται άρχοντας το 594 π.Χ. Καθιερώνει δίκαιους νόμους και στη διακυβέρνηση του, προσπάθησε να ικανοποιήσει τους αριστοκράτες αλλά και το λαό. Όμως και πάλι οι μεταρυθμίσεις δεν άρεσαν σε κανένα κι έτσι η επιβολή πια της Τυρανίας των Πεισιστρατίδων ήταν αναπόφευκτη.
Το 560 π.Χ. ο Πεισίστρατος, και μετά το θάνατο του το 528 οι δύο γιοι του Ιππίας και Ιππαρχος, οδηγούν την Αθήνα στο δρόμο της προόδου. Κτίζουν ένα σύνολο κτηρίων όπως το Υδραγωγείο, το Ναό της Αθηνάς, το Ναό του Ολυμπίου Διός, το Λύκειο και άλλα πολλά. Στα χρόνια τους εγκαινιάζουν την πολιτική ναυτική της Αθήνας, πλούτισαν τις εορτές, όπως τα Παναθήναια και τα Διονύσια. Μετά τη δολοφονία του Ιππία και το διώξιμο του Ιππάρχου, την εξουσία με τη βοήθεια των Σπαρτιατών και το μαντείο των Δελφών αναλαμβάνει η αριστοκρατική τάξη με αρχηγό τον Κλεισθένη γόνο των Αλκμενιδών.
O Κλεισθένης παρότι αριστοκράτης, πραγματοποιεί τόσες μεταρυθμίσεις φιλολαϊκές, τόσο στον πολιτικό τομέα, τον πολιτειακό, το διοικητικό, το νομοθετικό, που έμεινε παραδειγματική η εισφορά του στην πόλη.
Παράλληλα στ’ αντίπερα Ιωνικά παράλια, ο Περσικός κίνδυνος έχει εκδηλώσει πια τις απειλητικές προθέσεις του. Ο Δαρείος μελετάει και ετοιμάζεται προσεκτικά να κυριεύσει την Αθήνα και την Ερέτρεια με αφορμή πως βοήθησαν τις Ιωνικές πόλεις να τους αντισταθούν. Έτσι ο στρατηγός του Μαρδόνιος, με εντολή του Πέρση μονάρχη θα καταλάβει τη Θράκη, μέρος της Μακεδονίας και τη Θάσο. Όμως η αντίσταση των Μακεδόνων θα τον υποχρεώσει να επιστρέψει άπραγος.
Στην Αθήνα αυτή την εποχή στη δεκαετία δηλαδή, 500-490π.Χ. τέσσερις είναι οι προσωπικότητες που πρωταγωνιστούν. Ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Μιλτιάδης, και ο Ξάνθιππος.
Η δεύτερη εκστρατεία των Περσών στην Ελλάδα και συγκεκριμένα εναντίον των Αθηναίων το 490 π.Χ. είναι γεγονός. Πολλoί οι μηδίζοντες, φιλοπερσικοί δηλαδή, θα βοηθήσουν αυτή τη φορά. Ο Ιππίας θα είναι ένας απ’ αυτούς. Χωρίς να ακολουθήσουν τον προηγούμενο δρόμο θα κατέβουν στην καρδιά της Ελλάδας, με πλοία. Οι στρατηγοί των Περσών είναι τώρα ο Δάπις και ο Αρταφέρνης. Θα κουρσέψουν την Ερέτρεια με προδοσία και θα πλεύσουν μετά στο Μαραθώνα. Εκεί οι Αθηναίοι με 1000 μόνο συμμάχους Πλαταιείς θα νικήσουν τον πολυπληθέστερο στρατό των Περσών. Νίκη μεγάλη και ένδοξη. Ο Μιλτιάδης δοξάστηκε μιας και ήταν η αιτία της νίκης. Μετά το θάνατο του κι αφού ο Αριστείδης εξοστρακίστηκε, ο Θεμιστοκλής αρχηγός του Δημοκρατικού κόμματος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της πόλης και θα θωρακίσει την πόλη με τα “ξύλινα τείχη” όπως σοφά τον συμβούλευσε με χρησμό του το Μαντείο των Δελφών. Κι όπως το περίμενε συνέβει: το 481 π.χ. ο Ξέρξης γιος του Δαρείου θα ζητήσει την παράδοση των Ελληνικών πόλεων. Στα 480 π.Χ. θα γίνει η ιστορική μάχη στις Θερμοπύλες και θα ανοίξει ο δρόμος για την ιστορική ναυμαχία στη Σαλαμίνα αλλά και πολλών άλλων νικών των Ελλήνων που θα διώξουν τους Πέρσες στα βάθη της Ασίας.
Ο Θεμιστοκλής θα εξοριστεί το 471 π.Χ. το δε 468 π.Χ. ο Αριστείδης θα πεθάνει και άρχοντας των Αθηνών θα γίνει τώρα ο Κίμων, ο οποίος κι αυτός με τη σειρά του το 400 π.Χ. θα εξοριστεί.
Ο δρόμος για το μεγάλο πολιτικό άνδρα αυτής της περιόδου τον Περικλή ανοίγει και ταυτόχρονα εγκαινιάζεται ο χρυσός αιώνας. Η Αθήνα είναι το κέντρο και η αρχή της Ελλάδας. Ο Περικλής δημοκρατικός αλλά ηγέτης με επεκτατικές βλέψεις. Η συμμαχία της Δήλου θα γίνει Ηγεμονία της Αθήνας, αφού ο Περικλής θα φέρει το συμμαχικό θησαυρό απ’ τη Δήλο στο Ναό της Αθηνάς. Αυτή η πράξη θα δημιουργήσει ανησυχίες και ένοπλες συρράξεις, όπου τελικά οι Αθηναίοι θα επικρατήσουν και θα ηγεμονεύσουν. Ο Περικλής χρησιμοποιώντας το ταμείο της Δήλου θα πραγματοποιήσει το όνειρο της Αθήνας, της Αθήνας ως πόλης του πνεύματος, της δύναμης, του πολιτισμού, του ΦΩΤΟΣ.
Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΙΣΗ
Η μήτρα εκείνη στην οποία γονιμοποιήθηκε και κατόπι γέννησε την τραγωδία – που ετυμολογικά σημαίνει κατά πολλούς Τράγων ωδή, είναι η επινοητικότητα η φαεινή, μα και η ευφυία του Έλληνα. Του Έλληνα που στη μακρόβια ιστορία του κατάφερνε πάντα τις ανάγκες της καθημερινότητας να τις ξεπερνάει με μεγαλοπρέπεια και πάθος.
Η πιο έγκυρη πηγή προκειμένου να μελετήσουμε τη γέννηση της τραγωδίας είναι αυτός που αποτέλεσε ένα απ’ τα πιο λαμπρά μυαλά της ανθρωπότητας ο Αριστοτέλης. Λέει λοιπόν και συγκεκριμένα στο έργο του “Περί ποιητικής” ότι:”…γενομένη δ’ ούν απ’ αρχής αυτοσχεδιαστικής και αυτή και η κωμωδία, και ή μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον“.
Πριν φτάσουμε στην ανάλυση της φράσης τουαυτής, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την έντονη θρησκευτικότητα του Έλληνα και τη διάθεση του για χορό[8], που πηγάζει απ’ την Μεσογειακή ιδιοσυγκρασία του, μα και που συσχετίζεται άμμεσα με τη θρησκευτικότητά του. Μιλάμε για το πέρασμα από τον 7ο στον 6ο αιώνα π.Χ., εποχή όπου ο τοτεμισμός[9] (λατρεία ειδώλου συγκεκριμένου φυσικού συμβόλου) καθώς και η λατρεία του πάσχοντα-θνήσκοντα – και αναγεννώμενου θεού Διονύσου[10] – για τον οποίο εικάστηκε ότι είχε Φρυγική ή Θρακική καταγωγή αλλά απ’ το 1953[11] αποδείχτηκε περίτρανα η Ελληνικότητα του Θεού, μιας και σε πινακίδες απ’ τη Πύλο του 12ου π.Χ. αιώνα διαβάστηκε δύο φορές το όνομα του, σε γραμμική γραφή Β’.
Ο Διόνυσος τιμώταν με οργιαστικές (καλοενοούμενο ιερά εδώ το επίθετο) εορτές την εποχή αυτή είναι ο Θεός της βλάστησης-γεωργίας-κτηνοτροφίας-ναυτιλίας και κατασκευαστικής μεγάλων τεχνικών έργων.[12] Είναι η πλέον αντιφατική προσωπικότητα. Είναι ο Θεός που ξεπερνάει σε δημοτικότητα πολλούς άλλους θεούς κι αυτό διότι η κυριαρχία του στο συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου είναι καθοριστική ή σχεδόν αφοπλιστική. Προκαλούσε την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας και συνάμα τη λύτρωση από την καθημερινότητα. Πέρα απ’τους άντρες, οι γυναίκες ήταν εκείνες που με πάθος λάτρευαν το θεό και συμμετείχαν με πρωτοστατικό ρόλο στις λαμπρές γιορτές που γινόνταν προς τιμήν του κι αυτό διότι ήταν οι “κατ’ εξοχήν καταπιεσμένες οντότητες” απ’ τις κοινωνικές συνθήκες.[13] Οι γιορτές προς το Διόνυσο ήταν πολλές και ο χαρακτήρας τους ποικίλλει. Στην Αθήνα, που προκειμένου αυτή η λατρεία να επισημοποιηθεί χρειάστηκε να κατευναστεί ή να ημερωθεί, αφότου μπήκε στο κρατικό εορτολόγιο.
Τον 6ο αιώνα γιορταζόταν με πλήρη επισημότητα και θρησκευτική κατάνυξη, στο φως της μέρας.
Αυτές οι γιορτές ήταν, οι εξής τέσσερις:
– Τα κατ’ αγρούς Διονύσια (Δεκέμβριο – Ιανουάριο)
– Τα Λήναια (Ιανουάριο – Φεβρουάριο)
– Τα Ανθεστήρια (Φεβρουάριος – Μάρτιος)
– και τέλος τα εν άστει Διονύσια (Μάρτιος – Απρίλιος)
Αναφέρουμε το πρόγραμμα μιας απ’ τις γιορτές, της κυριότερης εξάλλου, προκειμένου να πάρουμε μια εικόνα του τι συνέβαινε.
ΜΕΓΑΛΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑ
8η Ελαφηβολιώνα: Προάγων (τελετή αγνώστου περιεχομένου) παρουσίαση ποιητικών έργων.
9η ” (Βράδυ) Επαναφορά του λατρευτικού αγάλματος (Διονύσου).
10η ” (1η ημέρα) Πομπή, θυσία, διθύραμβος, αντρικός εφηβικός χορός κώμος.
11η ” (2η ημέρα) Αγώνας κωμωδίας (5 έργα)
12η-14η ” (3η-5η ημέρα) Αγώνας τραγωδίας (από μία τετραλογία).
16η ” Λαϊκή συνέλευση στο θέατρο.
Τόσο από τ’ αγγεία[14] – τα οποία πιστοποιούν εικονικά – όσο κι από τους μύθους που κλωθογυρίζουν το θεό, καθώς και μία γιορτή που γίνοταν προς τιμή του, ο Ασκωλιασμός[15], ότι το τοτέμ που συνόδευε το Διόνυσο ήταν ο τράγος.
Αυτό αποτελεί την αναγκαιότερη αναφορά, σημείο κι απαρχή. Έτσι λοιπόν στις γιορτές προς τιμήν του, τραγόμορφο λατρευτικό κοινό (ντυμένο με προβιές τράγων και φορώντας μάσκες κερασφόρες) τραγουδούσαν κι έπιναν απ’ το βλογημένο ποτό του Θεού, το κρασί. Το τραγούδι ή τα τραγούδια που οι πιστοί του τραγουδούσαν λυρικά και θρησκευτικά στη βάση τους, ήταν ύμνοι προς το Διόνυσο και λέγοταν δε, διθύραμβοι. Εδώ λοιπόν είναι που ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί ότι κάποια στιγμή ένας απ’ τους χορευτές ξέφευγε σχεδόν αυθόρμητα, αυτοσχεδιαστικά κι απείγγειλε ή τραγουδούσε τα εγκώμια προς το Θεό ενώ ο υπόλοιπος χορός απαντούσε σ’ αυτά. Ο πρώτος ιστορικά που αναφέρει ότι έκανε χρήση αυτής της ανακάλυψης ήταν ο Θέσπης. Ο Θέσπης λοιπόν ξεπερνώντας τη παγιωμένη μορφή του διθυράμβου του Αρίωνα βάζει ένα ηθοποιό ν’απαγγέλει στίχους και να απαντά ο χορός. Ο Θέσπης ήταν ο πρώτος επίσης που έφτιαξε μετακινούμενο θίασο πάνω σ’ ένα άρμα το οποίο και ονομάστηκε “Άρμα Θέσπιδος”, και άρχισε να περιοδεύει στους δήμους της Αθήνας παίζοντας τις “τραγωδίες” του.
Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η τραγωδία. Κι αυτό το ακανθώδες πολύφυλλο άνθος που δύσκολα μεν αλλά με σιγουριά φύτρωσε στη πυρωμένη, απ’ τον καυτό ήλιο του γαλανού Αττικού ουρανού, γη κι αναπτύχθηκε γοργά στο μυθολογικό αγέρα με αίμα, δάκρυ και χορό, με πίκρα, λύπη και τραγούδι, με πόνο, αγωνία και κρασί, επιβίωσε παραμερίζοντας τη φθορά και το χρόνο με περηφάνια.
Αφού αναφέραμε τις αιτίες που γέννησαν την τραγωδία απαραίτητο είναι να δώσουμε κάποιον ορισμό, αυτόν που κατά την κρίση μας θεωρείται ο ορθότερος κι αυτός που “στέκει” καλύτερα σαν απάντηση, στο αιώνιο και δυσαναπάντητο πρόβλημα του τι είναι ΤΡΑΓΩΔΙΑ. Πράγματι, το ερώτημα αυτό είναι τόσο απροσδιόριστο και τόσο απόμακρο, μιας και η φύση του αντικειμένου του είναι τόσο πολυσήμαντη, τόσο πολύπλευρη, τόσο ουσιαστική, που δεν καλύπτεται, δεν ερμηνεύεται, δεν καθορίζεται στο βάθος και στο πλάτος που κατέχει.
Πολλοί είναι εκείνοι που προσπάθησαν – και θ’αναφέρουμε επιγραμματικά κάποιους παρακάτω – να δώσουν έναν ορισμό κι ακόμη πιο πολλοί εκείνοι που παραστρατήσαν κι οδήγησαν σε συμπεράσματα και ορίσεις ξένες και φτηνές κι άκριτες σε σχέση με τη φύση της Τραγωδίας.
Για παράδειγμα ο Jοhn of Garland λέει ότι “η τραγωδία είναι ένα ποίημα γραμμένο σε “υψηλό” ύφος, που διαπραγματεύεται πράξεις επαίσχυντες και κακές και που αρχίζοντας με χαρά τελειώνει σε θλιψη“.
Κάποιος άλλος ο George Puttenham λέει ότι”οι κωμικοί ποιητές ασχολήθηκαν με ευτελή θέματα αλλά σ’ αντιπαράθεση μ’ αυτούς οι τραγικοί απεικόνισαν τη θλιβερή πτώση δυστυχισμένων και θλιμμένων πριγκήπων“.
Ο Racine λέει ότι δεν χρειάζονται αίμα και νεκροί σε μία τραγωδία, αρκεί να έχει σπουδαία δράση, τα πρόσωπα να είναι ηρωικά, τα πάθη να διεγείρονται και όλα να να δίδουν αυτή τη μεγαλόπρεπη θλίψη που αποτελεί την απόλαυση της τραγωδίας.
Ο Goethe στις “Εκλεκτές Συγγένειες” (έργο του 1809), λέει πως οι ευγενικοί Έλληνες που ήξεραν τόσο καλά ν’απεικονίζουν ηρωικούς χαρακτήρες δεν το θεωρούσαν υποτιμητικό να κάνουν τους ήρωες τους να κλαίνε όταν δοκίμαζαν μία τόσο μεγάλη αγωνία.
Ο δε Kierkegaard ο μέγας αυτός ανάδοχος του υπαρξισμού λέει ότι ο τραγικός ήρωας δεν γνωρίζει την τρομερή ευθύνη της μοναξιάς. Απ’ την άλλη πλευρά, μπορεί άνετα να κλάψει με την Κλυταιμνήστρα και την Ιφιγένεια και τα δάκρυα και τα κλάματα καταπραΰνουν, οι ανέκφραστοι αναστεναγμοί όμως είναι μαρτύριο.
Ο Nietzsche στην “Γέννηση της Τραγωδίας”, λέει πως για να αντιληφθούμε άμεσα το δύσκολο φαινόμενο της Διονυσιακής τέχνης, πρέπει να παρακολουθήσουμε την ύψιστη σημασία της μουσικής παραφωνίας.
…… Αυτή η πρωταρχική Διονυσιακή απόλαυση την οποία δοκιμάζουμε ακόμη και στον πόνο, είναι η κοινή πηγή και της μουσικής και του τραγικού μύθου.
Πέρα λοιπόν απ’ αυτές τις απλές εκθέσεις απόψεων διαφόρων εκπροσώπων του πνεύματος και μη, για το πρόβλημα της τραγωδίας και του τι είναι, εγώ δεν σκοπεύω να τις αναλύσω ή να εκφράσω τις δικές μου απόψεις πάνω στο θέμα. Αυτό που σκοπεύω να πράξω, είναι απλά να αντιπαραθέσω τον Αριστοτελικό ορισμό του τι είναι τραγωδία που κατά την άποψη μου είναι ο ουσιοδέστερος και ο σαφέστερος και κείνος που εκφράζει ή μέσα απ’ αυτόν εκφράζεται η δική μου θέση.
Έτσι για τον Αριστοτέλη η τραγωδία είναι “μίμηση πράξεως σπουδαίας και τέλειας και έχει μέγεθος (σημαντικό)…. και διά του ελέου και φόβου (που διεγείρει) προκαλεί την των τοιούτων παθημάτων κάθαρση“.
Αυτό τον ορισμός όποιος έχει στο μυαλό του, πιστεύω ότι μπορεί να τον χρησιμοποιήσει ως μέτρο και να κρίνει τη διαχρονικότητα του και τη σοβαρότητα του μέσα στις ίδιες τραγωδίες που μας έχουν σωθεί.
Η προσωπική μου θέση στο τελευταίο είναι ότι στέκει ακλόνητος, βάσιμος κι αυτούσιος, εκφράζοντας τη μεγαλοφυία του Αριστοτέλη και τη διορατικότητά του.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΑΙΩΝΑ
Όπως προείδαμε, στο σχετικό κεφάλαιο, που αφορά τη γέννηση της τραγωδίας και την όριση της, οι τραγωδίες παρουσιάζονταν στους συγκεκριμένους χώρους όπου υπήρχε η δυνατότητα να συναθροιστούν οι πολίτες προκειμένου να τις παρακολουθήσουν. Η αξία για τους Αθηναίους πολίτες, αυτού του θεσμού του θεατρικού, πέρα απο θρησκευτικό γεγονός ήταν τεράστια. Τόσο η πολιτεία όσο και οι ίδιοι οι πολίτες επιδείκνυαν ιδιαίτερη προσήλωση και θεωρούσαν ύψιστη τιμή και πολιτικό καθήκον. Πρέπει να πούμε ότι ακόμη και κατά την περίοδο του πολύχρονου και καταστροφικού παντιοτρόπως Πελοποννησιακού πολέμου στην Αθήνα ανεβάζονταν τόσο τραγωδίες όσο και κωμωδίες. Πέρα από αυτό αδιάπτωπτο ενδιαφέρον υπάρχει και το υλικό μέρος που αποτελεί σημαντικότατο σημείο αναφοράς αυτό του ανεβάσματος.
Τα θέατρα όσο και η ολοκλήρωση μίας παράστασης τραγωδίας που απαιτούσε συγκεκριμένους συντελεστές, χρόνο και χρήμα, θέματα που θα μας απασχολήσουν σ’αυτό το κεφάλαιο. Και πρώτα απ’ όλα ξεκαθαρίζομε ότι στο συγκεκριμένο κεφάλαιο μιλάμε για το Αθηναϊκό, αυστηρά και μόνο, θέατρο και τραγωδία. Προκειμένου να προετειμαστεί μία παράσταση τραγωδίας χρειαζόταν 6 μήνες κι ίσως λίγο περισσότερο εντατικής προετοιμασίας, που την ευθύνη αυτής έφερε κατά βάση ο επώνυμος άρχων για τα Μεγάλα Διονύσια, και ο άρχων βασιλεύς για τα Λήναια. Το πρώτο μέλημα του εκάστοτε άρχοντα αφού αναλάμβανε τα καθήκοντα του το καλοκαίρι ήταν να εκλέξει τρεις υποψήφιους προκειμένου να επωμισθούν τα βάρη της προετοιμασίας.
Κι ήταν λογικό να συμβαίνει αυτό γιατί ο κάθε ένας απ’ αυτούς τους άρχοντες είχε πολλά καθήκοντα και υποχρεώσεις και η οργάνωση των όποιων εορτών ήταν απλά μία απ’ τις διάφορες φροντίδες του. Οι επιλογές των 3 υποψηφίων γινόνταν με βάση τα εξής επιχειρήματα:
– Από την εκτίμηση που έχαιρε η προσωπικότητά του.
– Από το αν είχε νίκες στο παρελθόν.
– Από την επιδοκιμασία του κοινού.
– Από καθαρά καλλιτεχνικά κριτήρια και,
– τέλος από πολιτικά κριτήρια.
Πέρα απ’ αυτό το πρώτο βήμα ο άρχοντας έψαχνε μετά να βρει ιδιώτες (τους χορηγούς) από τις εύπορες τάξεις της Αθηναϊκής κοινωνίας που θ’αναλάμβαναν να καλύψουν τα έξοδα της διδασκαλίας του χορού και φυσικά όλων των άλλων εξόδων που επακολουθούσαν, πληρωμές-ενδύματα-μάσκες-σκηνογραφίες-κομπάρσους. Όμως το να είσαι χορηγός την εποχή αυτή,πέρα από το ότι ήταν εξαιρετικά δαπανηρό, ήταν τιμή και διάκριση και το όνομα του χορηγού δεν χάνονταν αλλά ακολουθούσε τη δόξα του τραγωδού.[16]
Τέλος συμπεριλαμβάνουμε στον κύκλο συντελεστών και το χοροδιδάσκαλο που είναι σαφέστατο ότι έπαιζε τεράστιο ρόλο στην επιτυχία μίας τραγωδίας.
Το Θέατρο του Διόνυσου που βρίσκεται στη σκιά της Ακρόπολης των Αθηνών ήταν εκείνο στο οποίο κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα ανέβηκαν όλα τα δράματα. Η αξία του λοιπόν είναι τουλάχιστο ευλαβική και τόσο σεβαστή που το δέος που αποπνέει σήμερα το ερείπιο του αρκεί να μας δημιουργήσει την ανάγκη να αναλύσουμε τα μέρη του και να τα παρουσιάσουμε με την δυνατότερη συντομία.
Ο αρχικός πυρήνας του Θεάτρου ήταν ο ναός του Διονυσίου Ελευθερέα. Γύρω απ’ αυτόν στον περίβολο του, αναπτύχθηκε κατά τον 6ο αιώνα η πρώτη θεατρική εγκατάσταση. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα θεατρικής εγκατάστασης, ο χώρος κατανέμεται σε τρία μέρη αυτό του χορού, των υποκριτών και των θεατών. Στη πρώιμη φάση του θεάτρου αφού τα πράγματα είναι απλά ανάμεσα στους συντελεστές της θεατρικής παράστασης και τους θεατές, δεν υπάρχει δηλαδή χώρισμα. Οι θεατές στέκονται όρθιοι αρχικά ενώ αργότερα σε εδώλια από ξύλο. Οι ανάγκες που δημιούργησαν οι τραγωδοί με τις τραγωδίες τους αποτέλεσαν την αιτία να ανασκευαστούν, ν’ αλλάξουν και να τροποποιηθούν επαναστατικά. Έτσι όταν ο Αισχύλος ενσωματώσε στη θεατρική δράση τη σκηνή, η σκηνή ήταν αυτή που αποτελούσε τώρα το φόντο και επέτρεπε έτσι την είσοδο και έξοδο των υποκριτών. Οι θεατές τώρα κάθονται ημικυκλικά απέναντι από τη σκηνή που ενώ αρχικά ήταν επίπεδη τώρα υπερυψώθηκε ώστε να παρέχει καλύτερη οπτική θέαση και ορθότερη ακουστική στο θέατρο.
Ριζική μεταβολή του θεάτρου επέρχεται στα χρόνια του Περικλή. Αυτή η μεταβολή θα διαρκέσει σταδιακά πάνω από 50 χρόνια. Αιτία αυτής της ανακαινιστικής μεταβολής ήταν η επιθυμία να ενσωματωθεί το σκηνικό οικοδόμημα στα δρώμενα.
Έτσι μετατοπίστηκε η ορχήστρα στην πλαγιά της Ακρόπολης, με ισοπέδωση της κατώτερης επιφάνειας. Διαμορφώνεται κατόπι ο χώρος των θεατών πάνω σε επικλινές έδαφος και στους κατασκευασμένους αναβαθμούς τοποθετούνται όπως και παλιότερα ξύλινα ειδώλια εξαιρώντας τις πρώτες σειρές που ήταν για πρόσωπα τιμητικά – άρχοντες, ιερείς του Διονύσου, χορηγούς, κλπ.- που ονομάζονταν προεδρία.
Τέλος πρέπει να πούμε ότι κατασκευάστηκε τάφρος για να παροχετεύει τα νερά που περνούσαν από ‘κει και αναληματικοί τοίχοι ώστε να υποβαστάζουν τους χωμάτινους όγκους του κοίλου. Υπολογίζεται τέλος ότι το θέατρο αυτό είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει 1400-1700 θεατές.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η μορφή του Θεάτρου του Διονύσου στο οποίο «ανεβάστηκαν» όλα τα αθάνατα έργα των μεγάλων δραματουργών του Χρυσού αιώνα.
ΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ
ΑΙΣΧΥΛΟΣ “Αρμονίη αφανής και φανερής κρέσσων”[17]
Με τον Αισχύλο ανοίγει ο ελλειψοειδής κύκλος των τραγωδών. Ενας κύκλος που έκλεισε με τον Ευριπίδη. Όπως προαναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο το κάθε τι έχει κάποιο προηγούμενο ακόμη, ίσως και η Αρχή. Τόσο ο Θέσπις όσο και Φρύνιχος ήταν οι δύο εκείνοι που καθιέρωσαν το είδος της τραγωδίας.
Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας γεννιέται στην Ελευσίνα το 525-524 π.Χ. O πατέρας του πλούσιος γαιοκτήμονας ονομαζόταν Ευφορίωνας. Οι γονείς του θα εμπνεύσουν στον Αισχύλο την πίστη στους Θεούς και την ανθρώπινη μοίρα. Διαβάζοντας στους Βατράχους[18] του Αριστοφάνη, του μεγάλου αυτού κωμωδιογράφου θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μία εικόνα για το χαρακτήρα του Αισχύλου που παρουσιάζεται σαν περήφανος και παθιασμένος σαν απότομος, δύσκολος και άνθρωπος με επίγνωση της μεγαλοφυίας του. Βέβαια είναι εύκολο για μας σήμερα να συμπεράνουμε ότι κι ο Αριστοφάνης όλα αυτά που καταγράφει τα καταγράφει από φήμες ή και διηγήσεις προγενέστερων του μιας και γεννήθηκε το 446 π.Χ. αρκετά χρόνια αφότου ο Αισχύλος στα εβδομήντα του στη Γέλα της Σικελίας το 455 π.Χ. θα κλείσει ειρηνικά τα μάτια του. Βέβαια πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι σ’ εκείνο που ο Αριστοφάνης δίνει μεγαλύτερη έμφαση είναι το γεγονός ότι ο Αισχύλος ήταν Μαραθωνομάχος. Ήταν σημαντικό να φέρεις αυτόν τον τίτλο την εποχή εκείνη κι αυτό διότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν γεννήματα της μεγάλης ηρωικής περιόδου, μιας εποχής γεμάτη ιδανικά και ηρωισμούς. Αυτή είναι η εποχή που διαπλάθει την ψυχή του Αισχύλου.
Τέλος ας λάβουμε υπόψη μας ότι ο Κυναίγειρος αδελφός του, στην προσπάθειά του να συγκρατήσει ένα περσικό πλοίο, ο αδελφός του κατασφάχτηκε και αποτέλεσε έμβλημα ανυπέρβλητου θάρρους και ανδρείας. Ο Αισχύλος είναι λογικό λοιπόν να επηρεάστηκε απ’ αυτές τις εμπειρίες εξαιρετικά, σχεδόν κατανυκτικά !!
Η Ελευσίνα είναι η πόλη εκείνη και θα ταίριαζε εδώ να αναφέρουμε φράση του Αριστοτέλη “… ου μαθείν τι δειν αλλά παθείν και διατεθήναι…”[19] που σχετίζεται με τα μυστήρια που περικλείει στο βάθος της, τα μεγάλα ομόνυμα Μυστήρια. Θα ήταν γόνιμο να σταθούμε λίγο εδώ προκειμένου ν’ αναφερθούμε σύντομα και με δυνατότερη πυκνότητα σ’ αυτό το πιο φημισμένο θρησκευτικό γεγονός που λογικά να επηρέασαν την ανέλιξη της πνευματικής προωπικότητας του Αισχύλου.
Ύψιστη τιμή για αυτούς που μπόρεσαν να μυηθούν σ’ αυτά θεωρούνταν κατά την αρχαιότητα. Τα Ελευσίνια μυστήρια, θρησκευτικά στην ουσία τους τελούνταν κάθε πέντε χρόνια (παλιότερα κάθε ένα), με γιορτές πλούσιες και ιεροτελεστίες προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης.[20] Λέγεται ότι ιδρύθηκαν κατά το 1400 π.Χ. απ’ τον Εύμολπο. Γαλουχήθηκαν απ’ το Πλατωνικό φιλοσοφικό σύστημα και διατηρήθηκαν.
Για τ’ αναφερόμενα μυστήρια έχουν γραφτεί τόνοι χαρτιού. Όμως έχει σταθεί αδύνατο να διαλευκανθεί οτιδήποτε. Από χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων[21] μαθαίνουμε ότι τα διαδραματιζόμενα στα μυστήρια περιελάμβαναν τα ΛΕΓΟΜΕΝΑ, τα ΔΡΩΜΕΝΑ και τα ΔΕΙΚΝΥΟΜΕΝΑ αυστηρό κι απόλυτο δικαιώμα των μυημένων. Φημολούνταν ότι μία Ιέρεια κι ένας Ιερέας παίζοντας το ρόλο της Δήμητρας και του Δία συνουσιάζονταν μπρος στα μάτια των πιστών, αναπαριστάνοντας έτσι τη γονιμοποίηση, τη γέννηση της Περσεφόνης ή του Διονύσου. Ήταν λογικό λοιπόν κατά τους χριστιανούς συγγραφείς να διαπράττονται όργια ανήθικα. Άλλες απόψεις πάνω στο θέμα αυτό μας παρουσιάζουν μια τελείως διαφορετική εικόνα. Στο βιβλίο του ΕΛΕΥΣΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ο καθηγητής Μυλωνάς εικάζει ότι η τελετή θα πρέπει να αναπαριστούσε το μύθο της Αρπαγής της Περσεφόνης απ’ τον Πλούτωνα Θεό του Άδη, την προσπάθεια της Δήμητρας να βρει την κόρη της, τη μεσολάβηση του Δία και τη διευθέτηση του προβλήματος ώστε η Περσεφόνη να γυριζει στη γη, στον πάνω κόσμο στη μητέρα της για έξι μήνες και για αντάλλαγμα η Δήμητρα επετρέπε ν’ ανθίζει η γη και να ευδοκιμεί. Όλο το πλαίσιο λοιπόν αυτό του μύθου που συμβολίζει την αέναη ανακύκλωση ή τον φαύλο κύκλο ζωής και θανάτου αναπαριστάνουν ιερείς και μύστες.
Κατά το γερμανό καθηγητή Γκάπρι, τα Ελευσίνια μυστήρια προετοίμαζαν τον άνθρωπο με διδαχή για τη ζωή και τον κόσμο. Σε πάπυρο του 5ου αιώνα στο Μιλάνο του Σώπατρου αναφέρεται ότι ο Ηρακλής που μυήθηκε στα μυστήρια διακύρητε ότι κατά τη μύηση του είδε την “κόρη” χωρίς όμως να εξηγεί τίποτα πάνω σ’ αυτό. Ο Αισχύλος οδηγήθηκε στο δικαστήριο για ασέβεια επειδή τάχα παραβίασε το απόρρητο μυστικό των Ελευσίνιων στην τραγωδία του “Οιδίπους επί Κολωνό”. Βέβαια από τη δίκη ξέρουμε ότι αθωόθηκε μιας και απέδειξε ότι ποτέ δεν είχε μυηθεί κι έτσι δεν μπορούσε να ξέρει ποιο τάχα είναι το μυστικό.[22] Φαίνεται παράδοξο αλλά έτσι μας σώζεται σήμερα αυτή η μαρτυρία.
Τέλος λέγεται ότι πριν πεθάνει αναγγέλει ότι δεν φοβάται το θάνατο μιας και η Περσεφόνη θα τον οδηγήσει στον Άδη.
Ο Αισχύλος πραγματοποιεί τη συγγραφική του εμφάνιση στα 499/496 π.Χ. στην Ολυμπιάδα, όταν παρουσιάζεται ενάντια του Πρατίνα και του Χοιρίλου. Όμως την πρώτη νίκη απο τις 13 την κερδίζει το 484 π.Χ. και το γνωρίζομε επειδή σημειώνεται στο Πάριο μάρμαρο[23]. Το 472 π.Χ. θα είναι πραγματικά η αρχή της θριαμβευτικής του πορείας όταν θα νικήσει με τους Πέρσες. Μετά από πρόσκληση του Έλληνα άρχοντα των Συρακουσών της Σικελίας Ιέρωνα θα επισκεφτεί την αυλή τού, όπου θ’ ανεβάσει για δεύτερη φορά το έργο “Πέρσες”. Οι “Πέρσες” ήταν έτσι λέγεται το κατάλληλο έργο μιας και υμνούσε τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα εναντίων των βαρβάρων όπως και η επίκαιρη νίκη των Ελλήνων στη Σικελία της Ιμέρας. Στην αυλή του θα συναντήσει μεγάλους σύγχρονους του ποιητές όπως τον Πίνδαρο το Βακχυλίδη και Σιμωνίδη. Λέγεται δε ότι για να τιμήσει τη νεοϊδρυθήσα πόλη του Ιέρωνα Αίτνα έγραψε μία ομόνυμη τραγωδία που τιτλοφορούνταν Αίτνοι ή Ατναίοι. Όμως ο πάπυρος OX Pap. 2257,1 δίνει τέλος σ’ αυτή την υπόθεση θεωρώτας τη νόθα. Όταν γυρίζει στην Αθήνα θα διαγωνιστεί με το Σοφοκλή και θα ‘ρθει δεύτερος (468). Φεύγει πάλι στις Συρακούσες. Οι λόγοι που τον οδηγούν σ’ αυτό το ταξίδι, παραμένουν βασικά άγνωστοι. Ο Αριστοφάνης πάλι στους “Βατράχους” δίνει μία λύση που φαίνεται να στέκει. Στον στίχο 807, αναφέρει μία διαφωνία με το Αθηναϊκό κοινό. Ίσως αυτό να ήταν η αιτία που το 467 π.Χ. θα κερδίσει την πρωτιά πάλι με τη Θηβαϊκή του τριλογία απο την οποία μόνο η “Επτά επί Θήβας” μας έφτασε. Ο μεγάλος σίγουρα θρίαμβος και η εκπληκτικότερη τραγωδία του που παρακάτω θα επιχειρήσουμε μια σύντομη ανάλυση και σχολιασμό, είναι η Ορέστεια (458 π.Χ.). Ο Ασχύλος θα φύγει πάλι και για τελευταία φορά στη Σικελία και αιτία τώρα φαίνεται να είναι τόσο ο εξοστρακισμός του Κίμωνα του λαμπρού αυτού στρατηγού καθώς και οι μεταρρυθμιστικές αλλαγές του Εφιάλτη και του Περικλή που όδευσαν την Αθήνα σε ένα πιο δημοκρατικό πολιτικό σκηνικό. Θα πεθάνει όπως προαναφέραμε το 456/455 π.Χ.
ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΟΡΕΣΤΕΙΑ: Μικρή ανάλυση και σχολιασμός.
Ο Αισχύλος ήταν ο πρώτος που επιφέρει τεχνικές καινοτομίες στην τραγωδία καθώς προσθέτει δεύτερο υποκριτή να διαλέγεται με τον πρώτο.[24] Τέλος απ’ τον Αισχύλο έχουμε 7 σύντομες τραγωδίες απ’ τις 90 που λέγεται ότι έγραψε, τις εξής (Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες, Πέρσες, Προμηθέας Δεσμώτης, Αγαμέμνωνας, Χοηφόρες, Ευμενίδες). Η Ορέστεια είναι η μόνη ανέπαφη τριλογία του Αισχύλου που μας διασώθηκε. Τα τμήματα της είναι τα εξής: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες. Σ’ αυτήν την τριλογία ο ποιητής αποπειράθηκε να συμβιβάσει στη συνείδηση του, τη Μοίρα και τη Θεία Δικαιοσύνη.
Στον Αγαμέμνονα το θέμα είναι ο φόνος του στρατάρχη των Ελλήνων απ’ τη Γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο.
Στη τραγωδία Χοηφόροι δείχνει πως ο Ορέστης σκοτώνει τη μητέρα του και τον Αίγισθο για να εκδικηθεί το χαμό του πατέρα του και πως οι Ερινύες καθώς και οι Θεοί, τον κυνηγούν για να τον τιμωρήσουν.
Και στις Ευμενίδες βλέπουμε τον Ορέστη να παρουσιάζεται στο δικαστήριο των Αθηνών να δικάζεται, να αθωώνεται και να συμφιλιώνεται με τους Θεούς και τις Ερινύες που μεταβάλλονται τώρα σε Ευμενίδες που σημαίνει ευργετικές Θεότητες.
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε πως η πρώτη τραγωδία είναι του φόνου, η δεύτερη της εκδίκησης και η τρίτη της συγνώμης. Το γενικότερο νόημα της τριλογίας αυτής είναι πως η μοίρα αυτή καθεαυτή είναι έργο των ανθρώπων, δε θα υπήρχε αν δεν την τρέφαν τα σφάλματα των ανθρώπων και τα εγκλήματα τους. Η μόνη γαλήνεψη της τάσης της για τιμωρία είναι η δίκη. Όμως πέρα απ’ αυτό δίνει στον άνθρωπο μία διέξοδο που θα του επιτρέπει να φτάσει στην ελευθερία στη δικαιοσύνη μέσα από δοκιμασίες, πόνους και αγωνίες να φτάσει στην Ολική Κάθαρση στην Αλήθεια.
Ο ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ΑΘΗΝΑΙΟΣ στην καταγωγή, γιος του Σόφιλου γεννήθηκε στο Κολωνό το 496 π.Χ. και πέθανε σε βαθιά γεράματα στα 406 π.Χ. Ο Σοφοκλής ήταν το πρότυπο του ευτυχισμένου ανθρώπου στην εποχή του. Όμορφος, ταλαντάχους, ευσεβής και πιστός στα καθήκοντα του απέναντι στην πολιτεία. Διετέλεσε το 443 π.Χ. σαν ένας από τους 10 Ελληνοταμίες και το 441 π.Χ. εκλέχτηκε στρατηγός κάτι που με τη δεύτερη επανεκλογή του μαζί με τον Νικία, φάνηκε η καταξίωση και η αγάπη του Αθηναϊκού λαού στο πρόσωπο του. Ο τραγικός αυτός διετέλεσε και ένας απ’ τους δέκα Προβόλους, επίσημος τίτλος με εξουσία που σκοπό του είχε να πάρει έκτατα μέτρα για τη σωτηρία της πόλης, μετά τη καταστροφή της Σικελίας το 413 π.Χ. Ο Σοφοκλής λέγεται ότι είχε μυηθεί και αυτός στα Ελευσίνια μυστήρια και αποδεδειγμένα ήταν μέλος ενός θρησκευτικού συλλόγου που λάτρευε τον ήρωα-γιατρό Άμυνο.
Το 421 π.Χ. όταν οι Αθηναίοι έφεραν από την Επίδαυρο το άγαλμα του Ασκληπιού, ο Σοφοκλής ως ιερέας του Άμυνου, δέχτηκε το άγαλμα στο σπίτι του, πριν πάρει την οριστική του θέση σε κάποιο ιερό. Στον ποιητή,τα μέλη του θρησκευτικού συλλόγου που προαναφέραμε, έδωσαν το θρησκευτικό όνομα Δεξίων κι αργότερα του αφιέρωσαν ένα μικρό ιερό “παρεκκλήσι”.
Ο Σοφοκλής ήταν πολυκύμαντη προσωπικότητα όπως είπαμε, παντρεύτηκε μία όμορφη Αθηναία και απέκτησε μαζί της τον Ιοφώντα που έγινε κι αυτός τραγικός. Παράλληλα πρέπει να προσθέσομε ότι απέκτησε με μία γυναίκα την Σικυώνα, το νόθο Αριστίωνα που του πρόσφερε σαν εγγονό το Σοφοκλή τον Νεότερο.
Ένα γεγονός που αποτελεί αμαύρωση της προσωπικότητας του Σοφοκλή ήταν όταν σε κάποιο συμπόσιο και παρότι στρατηγός έκλεψε ένα φιλί από ένα όμορφο αγόρι που εκτελούσε χρέη οινοχόου. Γι αυτή του τη πράξη ο Περικλής τον επέκρινε αυστηρά λέγοντας πως: “Ο Στρατηγός Σοφοκλής πρέπει να έχει καθαρά όχι μόνο τα χέρια του αλλά και το βλέμμα του“. Βέβαια η επίπληξη του Περικλή αναφερόταν όχι τόσο στα ήθη ή τη σεξουαλική ηθική αλλά στ’ όνομα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο χαρακτήρας του Σοφοκλή ήταν εύκολος κι εύθυμος και γενικά σαν άνθρωπος έχαιρε τη φιλία και την τιμούσε.
Ας εξετάσουμε πέρα απ’ αυτά τώρα τον τραγικό ποιητή Σοφοκλή. Λόγω της πλούσιας καταγωγής του, ο Σοφοκλής έχει αποκτήσει την καλύτερη δυνατή μόρφωση και λέγεται ότι στην εποχή του διέθετε την πλουσιότερη προσωπική βιβλιοθήκη. Και απ’ αυτόν έχουν περιέλθει στα χέρια μας 7 μόνο τραγωδίες οι εξής: Αίας, Αντιγόνη, Τραχινίες, Ηλέκτρα, Φιλοκτήτης, Οιδίπους Τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνό, και το ακρωτηριασμένο σατυρικό δράμα Ιχνευτές.
Λέγεται δε γι’ αυτόν ότι είχε γράψει περί τα 130 δράματα. Σήμερα πέρα από αυτές τις 7 τραγωδίες, μας σώζονται 1100 αποσπάσματα σε παπύρους ή από την έμμεση παράδοση. Στα 468 π.Χ. σε ηλικία 28 ετών παίρνει την πρώτη του νίκη από τον Αισχύλο με το έργο του Τριπτόλεμος. Στα 409 π.Χ. θα νικήσει πάλι με το Φιλοκτήτη και το 401 π.Χ. ο συνονόματος του εγγονός διδάσκει τον Οιδίποδα επί Κολωνό. Για τα υπόλοιπα έργα του μόνο εικασίες είναι ικανές να προσδιορίσουν τη χρονολόγηση τους. Έτσι τοποθετούν τον Αίαντα στα 450 π.Χ., την Αντιγόνη λίγο πριν το 441 π.Χ. ενώ η Ηλέκτρα δείχνει όψιμο έργο και οι Ιχνευτές, θεωρούνται έργο της πρώιμης περιόδου του.
Ο Σοφοκλής και οι τραγωδίες του ήρθαν 18 φορές πρώτες στα Μεγάλα Διονύσια και 6 φορές στα Λήναια. Χαρακτηριστικό είναι ότι ποτέ του δεν ήρθε τρίτος. Στις τραγωδίες του ακολουθεί την επική παράδοση αντλεί θέματα από μυθολογικούς κύκλους. Ένα άλλο στοιχείο που καθορίζει το Σοφοκλή είναι η μοναδική αγάπη του για τον τόπο τον οποίο ποτέ του δεν τον εγκατέλειψε, γι’ αυτό κιόλας του έδωσαν το προσωνύμιο “Φιλαθηναιότατον”.
Όσον αφορά το ύφος ή τη προσωπική του γραφή, ο Πλούταρχος μα πληροφορεί γι αυτό, ότι τρία είδη διαδοχικά χρησιμοποίησε. Στην αρχή μιμήθηκε την επισημότητα του Αισχύλου,κατόπι υιοθετεί ένα κοφτό και πολύ δουλεμένο και τέλος προσαρμόζει το πιο φυσικό τόνο ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε προσώπου-ήρωα. Οι δε εισηγήσεις που επιχείρησε στην τεχνική ή στην τραγική τέχνη καλύτερα είναι σημαντικές. Εισαγάγει και καθιερώνει τον τριταγωνιστή, τρίτο υποκριτή κάτι στο οποίο ο παλιότερος Αισχύλος τον μιμήθηκε (βλέπε Ορέστεια), αύξησε κατόπι τον αριθμό των χορευτών σε 15 από 12 και τέλος καταργεί την τετραλογία.
Το καινούργιο που έφερε ο Σοφοκλής λοιπόν στην τραγωδία ήταν η αυστηρή σπουδή των ηρώων (χαρακτήρας-προσωπικότητα). Βάζει θεούς[25] στη σκηνή όπως στον Αίαντα την Αθηνά ή το Θεοποιημένο Ηρακλή στο Φιλοκτήτη. Παρόλη αυτή την καινοτομία του η ελευθερία στην ανθρώπινη δράση είναι σημαντικά μεγαλύτερη και δίνει έτσι στην ανθρώπινη βούληση την πρώτη θέση. Τέλος τα πρόσωπα του είναι εξαιρετικά μοναχικά και αυτοκαταστροφικά, ο Αίαντας αυτοκτονεί και η Αντιγόνη αυτοωθείται στο θάνατο.
Στις τραγωδίες του η θεότητα και το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σ’ αυτήν και το θνητό αποτελεί τη κεντρομόλο δύναμη. Επίσης οι ήρωες του δεν παραδίδονται παθητικά στη μοίρα τους -κι ας θυμηθούμε την Αντιγόνη- αντίθετα, αντιπαλεύουν πεισματικά μέχρι το τέλος όποιο κι αν είναι αυτό. Αυτή λοιπόν η σύγκρουση της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης με τη θεία δράση είναι που ανυψώνει την τραγική συνείδηση των ηρώων του αλλά και του ίδιου. Μια μικρή ανάλυση και σχολιασμός της Αντιγόνης θα μας πείσουν.
ΣΟΦΟΚΛΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μικρή ανάλυση και σχολιασμός.
Η Αντιγόνη είναι αναμφίβολα η τραγωδία των τραγωδιών. Δίνει τα πιο επίκαιρα μυνήματα και περικλείει τις περισσότερες υποσχέσεις.
Ας τη δούμε απ’ την αρχή:
Ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης νόμιμοι διάδοχοι του Οιδιπόδιου θρόνου, του πατρικού, αλληλοσκωτόνωνται.
Ο Ετεοκλής υπεράσπιζε το πάτριο έδαφος, ο Πολυνείκης διεκδικεί τα δικαιώματα του με ξένη βοήθεια. Γι’ αυτό ο δεύτερος θεωρείται προδότης. Ο Κρέοντας θείος των προηγουμένων καθώς και της Αντιγόνης και της Ισμήνης που ήταν αδέλφια των πρώτων, παίρνει το θρόνο. Χαρακτήρας με αρχές ο Κρέοντας φαίνεται από τα πρώτα του βήματα. Όμως είναι κοντόφθαλμος και πιστεύει πως η εξουσία είναι το απώγειο της αξίας του εαυτού του. Με διαταγή του λοιπόν δεν επιτρέπει να ταφεί ο προδότης Πολυνείκης κάτι που θεωρείται ατιμωτικό. Αυτός που θα παραβεί τη διαταγή του θα θανατωθεί. Η Αντιγόνη ατίθασος χαρακτήρας,περήφανος αποφασίζει να αποδώσει τις απαιτούμενες τιμές στον αδελφό της. Η Ισμήνη η άλλη αδελφή δεν ακολουθεί. Ενώ λοιπόν η Αντιγόνη τελούσε τα καθιερωμένα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται.
Στον Κρέοντα δικαιολογεί την πράξη της σαν υπακοή στους θείους άγγραφους νόμους. Όμως η διαταγή και η πραγμάτωση τής θανατικής ποινής είναι ισχυρότερη στα λόγια και στο μυαλό του νέου ηγεμόνα. Ο Αίμωνας γιος του Κρέοντα και μνηστήρας της Αντιγόνης ζητά απ’ τον πατέρα του χάρη για τη μνηστή του. Άδικα όμως. Γιος και πατέρας αντιδικούν κι ο γιος αποκαρδιωμένος αυτοκτονεί, μόλις μαθαίνει το θάνατο της αγαπημένης του. Η σκηνή γίνεται ακόμη πιο τραγική αφού η μητέρα του Αίμωνα, η Ευριδίκη, και γυναίκα του Κρέοντα αυτοκτονεί με τη σειρά της. Έτσι ο άκαρδος σκληρός πατέρας και βασιλιάς θρηνεί για δύο πτώματα και καταριέται την αξιολύπητη μοίρα του και παρακαλεί για το δικό του θάνατο.
Αυτή η ιστορία εξελίσεται τόσο δραματικά, τόσο αληθινά, στα πλαίσια της τραγωδίας, που η πύρινη αλήθεια της καίει πιο πολύ κι απ’ το αίμα ή τα δάκρυα. Στο πρόσωπο της Αντιγόνης συνοψίζεται μια σύγκρουση δύο κόσμων πολύ διαφορετικών αντιδιαμετρικά αντίθετων θά ’λεγα μια σύγκρουση αρχών και αξιών που η αγάπη την πλημυρίζει στην πράξη κι όχι στα λόγια τ’ άδεια. Η καθολικότητα της είναι αυτή που οδηγεί την Αντιγόνη να ξεπεράσει τις τραγικές δυνάμεις αποδίδοντας τη δική της δικαιοσύνη, που ισοδυναμεί με την ελευθερία της, την ελευθερία του πνεύματος, της συνείδησης της κι όχι με τη συμπόρευση της με την Κρεώντεια ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Και κλείνοντας τον κύκλο των αθανάτων της τραγωδίας – όπως μας διασώθηκαν τουλάχιστον- θα μιλήσουμε για τον Ευριπίδη γιο του Μνήσαρχου που γεννήθηκε γύρω στα 485 π.Χ. στη Σαλαμίνα και πέθανε στην Πέλλα της Μακεδονίας λίγους μήνες πριν τον Σοφοκλή. Ο Ευριπίδης μας σώζεται σήμερα πως σε νίκες στο σύνολο -πρώτες- δεν ξεπέρασε τους προκατόχους του. Εγραψε 92 έργα και σε μας έχουν φτάσει οι 17 τραγωδίες των οποίων μόνο οι 6 έχουν χρονολογηθεί: Άλκηστη 438 π.Χ., Μήδεια 431 π.Χ., Ηρακλείδες, Ιππόλυτος, Στεφανηφόρος 428 π.Χ., Α’ Βραβείο, Καλυπτόμενος Ιππόλυτος, Ανδρομάχη, Εκάβη, Ικέτιδες, Ηρακλής Μαινόμενος, Τρωάδες 415 π.Χ., Ηλέκτρα, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ελένη, Φόνισσες, Ορέστης 408 π.Χ., Βάκχες Α’ Βραβείο, Ιφιγένεια εν Αυλίδι Α’ Βραβείο μετά θάνατο. Τα πράγματα με τον Ευριπίδη είναι τελείως διαφορετικά. Αυτό το διαπιστώνουμε μέσα απ’ τις ίδιες τις τραγωδίες του. Η πνευματική κρίση της Αθήνας στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα η καταρράκωση των θεσμών της θρησκείας, το κύμα της σαρωτικής αμφισβήτησης, η αμηχανία, η διάλυση, η αταξία, η δυσαρμονία καθώς και η καταλυτική ορμή των νέων ιδεών δοκιμάζει τόσο την παράδοση όσο και τον άνθρωπo. Καθρέπτης λοιπόν ο Ευριπίδης αντανακλά στα έργα του όλη αυτή την κατάσταση. Οι ήρωες του τα εκφράζουν στις τραγωδίες του πέρα από το εάν ο ίδιος αποδεχόνταν αυτήν την αμφισβήτηση. Οι ήρωες του είναι ανθρώπινοι -όχι πεζοί- προβληματίζονται ανάλογα, συναισθάνονται και σύστοιχα αμφιβάλλουν για τη θεία πρόνοια, απαρνιούνται τις καθιερωμένες αξίες και παρουσιάζουν το δίκαιο ως άδικο και αντίστροφα. Αυτό το τελευταίο μας θυμίζει λίγο τη κακή μορφή της σοφιστεία. Κι όμως δεν είναι ψέμα ούτε λάθος. Ο Ευριπίδης υπήρξε μαθητής των σοφιστών όχι όμως αυτών που πολέμησε ο Σωκράτης και οι μετασωκρατικοί φιλόσοφοι αλλά των φωτισμένων εκείνων δασκάλων που δημαγωγούσαν[26]. Αυτό τεκηριώνεται απ’ το γεγονός ότι ο Ευριπίδης ήταν στενός φίλος με τον Αναξαγόρα, και το Σωκράτη και είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα του Πρωταγόρα και του Πρόδικου. Για τις σχέσεις του με τις γυναίκες ο τραγωδός του αρχαιοελληνικού διαφωτισμού είχε βγάλει το επίθετο του μισογύνη, κι αυτό οφείλεται απ’ τις άτυχες, ίσως, συζυγικές του σχέσεις. Στις γενικότερες σχέσεις του πρέπει να γράψομε ότι μάλλον ήταν αντιπαθής αν λάβομε υπόψη τη χαιρέκακη σάτυρα του Αριστοφάνη στα έργα του Βάτραχοι, Αχαρνείς, Θεσμοφοριάζουσες, όπου καυτηριάζει ένα μοναχικό, υπερόπτη, άνθρωπο των γραμμάτων, μισάνθρωπο και μισογύνη όπως προείπαμε. Ο Ευριπίδης υποφέροντας από την επίθεση που δεχόταν από σατυρικούς και κωμικούς ποιητές και βλέποντας τη λιγοστή επιτυχία του στη θεατρική σκηνή θα αυτοεξοριστεί. Μετά το θάνατο του όμως το έργο του θα γνωρίσει μεγάλη δόξα κι αυτή είναι η αιτία που έφθασαν σε μας τόσες τραγωδίες. Eμφανίζεται μετά το θάνατο του Αισχύλου στη θεατρική σκηνή των Αθηνών με το έργο του Πελιάδες το οποίο δεν σώθηκε στις μέρες μας. Η “Πελιάδες” γνωρίζομε ότι σαν θέμα της, είχε το μύθο της Μήδειας. Ο Ευριπίδης κέρδισε το πρώτο βραβείο μόνο πέντε φορές από τις είκοσι τρείς φορές που έλαβε μέρος σε διαγωνισμούς. Πέρα απο αυτά αξίζει να αναφέρουμε τη γνώμη του Αριστοτέλη για τον Ευριπίδη που τον θεωρεί τον τραγικότερο των δραματουργών. Γιατί αναμφίβολα είναι αυτός που παίζει πιο έντονα με το κοινό χρησιμοποιώντας τον τρόμο, τον οίκτο, την αγωνία με όλη τα μέσα και τρόπους. Επιχειρώντας μία μικρή ανάλυση της Μήδειας του Ευριπίδη, του κατά τη γνώμη μας αριστουργηματικότερου έργου του, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τεκμήρια και στοιχεία που να αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΜΗΔΕΙΑ: Μικρή ανάλυση και σχολιασμός.
Είναι γνωστός ο μύθος της μάγισσας από την Κολχίδα που βοήθησε τον Ιάσονα να αποκτήσει το χρυσόμαλλο δέρας.
Είναι γνωστό ότι ο Ιάσονας θέλοντας να παντρευτεί την νεότερη κι από Βασιλικό αίμα Γλαύκη κόρη του Κρέοντα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Μήδεια. Τότε η ζήλεια και το πάθος οδηγούν τη μάγισσα σε δολοπλοκίες και μία σειρά πράξεων που έντεχνα και περίτεχνα παρουσιάζει ο Ευριπίδης “επί σκηνής”.
Η Μήδεια εξόριστη από τον Κρέοντα πετυχαίνει με πανουργία και ψεύτικη υποταγή να γίνει πιστευτή ότι πήρε απόφαση τη μοίρα της. Στέλνει λοιπόν δώρα γαμήλια στη Γλαύκη και στον πατέρα της, ένα φόρεμα, ένα διάδημα κι ένα πουκάμισο του Νέσσου[27] που προκαλούν το χαμό κόρης και πατέρα. Όμως δεν ήταν αρκετή αυτή η τιμωρία για τη Μήδεια. Τώρα ήθελε να χτυπήσει τον Ιάσονα στο πιο ευαίσθητο σημείο του. Αποφασίζει λοιπόν να σκοτώσει τους δύο γιους που του χάρισε.
Η τραγωδία αυτή είναι το απαύγασμα της χρήσης των ρητορικών μέσων και των εκφραστικών ικανοτήτων του δημιουργού. Οι ψυχικές μεταπτώσεις κι οι τραγικές αμφιβολίες ή καλλιέργεια της αγωνίας των θεατών, και τελικά το ξέσπασμα και ξεπέρασμα της μητρικής αγάπης από τη ζήλια και το φθόνο, είναι εκείνα τα στοιχεία που προκαλούν ανάμικτα συναισθήματα φρίκης και συμπάθειας για το πρόσωπο της Μήδειας.
Η αλύγιστη και παθιασμένη αυτή γυναίκα με τις αποκρουστικές της πράξεις καταρρακώνει τη φύση γίνεται το αποτροπαίο σύμβολο της μοίρας και ακόμη θα λέγαμε ένα είδος κακού οιωνού.
Όμως πάνω απο αυτά δεν παύει να είναι ανθρώπινη φθαρτή, υλική, και σίγουρα η τραγική μορφή που καλύτερα από όλες θα καταδείξει την ΚΑΘΑΡΣΗ και το ΕΛΕΟΣ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέσα στις σελίδες που ανατρέξαμε, είδαμε ίσως και να συναισθανθήκαμε την τελετουργική πορεία της τραγωδίας που γεννήθηκε στα χρόνια του μύθου με σύνεση και τόλμη και προσανατολίστηκε ή έταξε σκοπό της να διαφυλάξει στη συνείδηση του ανθρώπου στους αιώνες που πέρασαν ή και που θα περάσουν το συνταίριασμα το αρμονικό των αντιθέσεων ή το θείο με το ανθρώπινο. Το μεγαλείο της είναι τόσο επικίνδυνο μα τόσο διδακτικό που ή πανανθρώπινη φωνή της ζυγιάζεται όμοια με εκείνο του λόγου του μεγάλου κωμωδιογράφου Αριστοφάνη που ρωτούσε κι απαντούσε
– Τι είναι εκείνο που θαυμάζει κανείς στον ποιητή;
– Το ότι κάνουμε τους ανθρώπους καλύτερους στις πόλεις.
Δεν θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω αυτό το λόγο αλλά θα τον αφήσω έτσι να καρκινοβατεί προσπαθώντας να διδάξει ότι οι άνθρωποι όχι μόνο έχουν την ανάγκη να διδάχτουν την αλήθεια αλλά πρώτα απ’ όλα να την αποκαλύψουν μέσα στη φονική κι άνομη πάλη του χρόνου κι έτσι καταξιώνοντας “τις άστατες τις τύχες που δεν πορεύονται με τη δικαιοσύνη. Όταν δικάσει ο ουρανός καταφυγή δεν έχει“.[28]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αριστοτέλη: Περί ποιητικής.- Αθήνα: Εστία
- Αισχύλου: Άπαντα
- Η Ελληνική Μυθολογία. – Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Ευριπίδη: Άπαντα
- Θεωδωρίδης, Χ.: Εισαγωγή στη Φιλοσοφία .- Αθήνα: Εστία
- Καραραγιάννη, Ε.: Η θρησκεία της ΔΗΜΗΤΡΑΣ και της ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ.- “Ανεξήγητο: σειρά Β’, Σεπτ. 1989, σ.260”
- Κολυδά, Μ. : Ο ιερός βράχος ιστορεί.-Αθήνα: Το ελληνικό βιβλίο
- Κορδάτου, Γ.: Η αρχαία τραγωδία και κωμωδία.- Αθήνα: Μπουκουμάνης
- Κορδάτου, Γ.: Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας.- Μπουκουμάνης
- Λεκατσά, Π.: Διόνυσος.- Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών
- Σοφοκλή: Άπαντα
- Βonar, A. : O αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός.- Αθήνα: Θεμέλιο
- Burnet, J.: H αυγή της Ελληνικής Φιλοσοφίας .- Αθήνα: Αναγνωστίδης
- Dieter Βlume, H.: Εισαγωγή στο αρχαίο θέατρο. – Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.
- Dodds, E. : Oι Ελληνες και το παράλογο. – Αθήνα: Καρδαμίτσας
- Faguet, E..: Eισαγωγή στη φιλολογία.- Αθήνα: Αναγνωστίδη
- Flageliere, R.: Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας.- Αθήνα: Παπαδήμας
- Kierkegaard, S.: Φόβος και τρόμος.- Αθήνα: Νεφέλη
- Lalande,A.: Λεξικόν της φιλοσοφίας.- Αθήνα: Πάπυρος20. Leech, Cl.: Τραγωδία.- Αθήνα: Ερμής
- Lesky, A.: Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας.- Αθήνα: Κυριακίδης
- Rimbaud, A: Eκλάμψεις. – Αθήνα: Ηριδανός
- Robinson, B: Aρχαία Ελληνική ιστορία. – Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.24. Thomson, G.: Το προϊστορικό Αιγαίο. – Αθήνα: Κέδρος
- Vernant,J.: Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα/Vernant,J.,Vida-Nasket,P.- Αθήνα: Ζαχαρόπουλος
- Windelband, W.: Eγχειρίδιο Ιστορίας της φιλοσοφίας.- Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.
[1] Άλλοι λένε στη ΔΩΔΩΝΗ, ΑΘΩ, ΟΘΡΗ ΑΡΑΡΑΤ. [2] “Aussitot que l’idιe du deluge se fut rassise”/ Apres le deluge les illuminations ARTHUR RΙMBAUD. [3] Η διφυής μορφή του Κέκροπα τεκμηριώνει το γεγονός ότι ήταν αυτόχθονας κι αυτό διότι κάθε τόπος έχει δικά του πνεύματα, σημαδιακά σημεία, δέντρα, πηγές, και τους “οικουρούς όφεις” που βοηθούν και σώζουν στις δύσκολες στιγμές. Άλλες περιοχές που είχαν τέτοιες μορφές που προστάτευαν τον τόπο και που αγαπούσαν, ήταν η Θήβα που είχε τον Κάδμο, η Ολυμπία τον Σωσίπολη, τον Κυχρέα η Σαλαμίνα και τον Απόλλωνα οι Δελφοί. [4] Βλέπε: ο ερυθρόμορφος κρατήρας του 410-400 π.Χ. – Adolphseck Schloss Fasanerie. [5] Λαός – Λας = Λίθος [6] Ο οποίος και θα δώσει το όνομα της κόρης του Ατθίδας στη χώρα του. Έτσι την είπαν Αττική. [7] Ο θεσμός του Βασιλιά έχει καταργηθεί και αναφέρει ο σχετικός μύθος ως αιτία, τον εκούσιο θάνατο του Κόδρου, που υπακούοντας το χρησμό του μαντείου των Δελφών πέθανε για να σώσει την πόλη. [8] Χορός – Χόρτος = φράχτης, μαντρί – κυκλικό. [9] Δενδρολατρεία – ζωολατρεία [βλέπε – τράγος (Θεός ΠΑΝ), άλογο (ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ)]. [10] ΔΙΟΝΥΣΟΣ – Διός -νύσος = γιος/ κατά τον Πίνδαρο Διός+Νύσης = τό όρος στο οποίο γεννήθηκε. [11] M. Ventris και C. Hadwick: Documents Mycenaean Greek, 1973 [12] Μυθολογείται ότι τη γέφυρα του Ευρώτα την έφτιαξε αυτός. [13] Γι’ αυτό εξάλου βλέπουμε να συνοδεύουν το θεό τόσο σε μύθους όσο και σε αγγεία Μαινάδες και Βάκχες πέρα από τους Σάτυρους τους Σειληνούς και τους Πάνες. [14] Μελανόμορφος Κύλικας “Παρίσι” του 480 π.χ. [15] ΑΣΚΩΛΙΑΣΜΟΣ: (παιχνίδι)- ένα ασκί γεμάτο κρασί και αλλειμένο με λάδι, που κέρδιζε όποιος κατάφερνε να σταθεί όρθιος πάνω του. [16] Για κάθε γιορτή χρειαζόταν γύρω στους 28 χορηγούς. [17] ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ μετ.: ” Η άφαντη συναρμογή είναι πιο καλή από τη φανερή.” [18] Οι Βάτραχοι ανέβηκαν στην Αθήνα το 406 π.Χ. [19] Αριστοτέλης μετ: “…δεν πρέπει να μαθαίνει κανείς αλλά να παθαίνει να παραδίδεται…”. [20] Βλέπε τον γνωστό μύθο της απαγωγής της Περσεφόνης απο τον Πλούτωνα. [21] Βλέπε: Κλήμης Πρεσβύτερος Αλεξάνδρειας 2ο αιώνα. [22] Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι η οικογένεια του Αισχύλου είχε φιλικές σχέσεις μ’ αυτή των Ευμολπιδών που για 1000 περίπου χρόνια διεύθυναν τα Ελυσίνια Μυστήρια. [23] “Πάριον μάρμαρον” ή “Πάριον χρονικόν”: μεγάλη σε μάρμαρο επιγραφή, φτιαγμένη στην Πάρο το 264 π.Χ. Περιέχει ειδήσεις σημαντικού ιστορικού περιεχομένου. [24] Αργότερα ακολουθώντας το παράδειγμα του Νεότερου του Σοφοκλή θα προσθέσει έναν τρίτο. [25] Γνωστή, μας είναι η φράση “από μηχανής θεός”. [26] Ο όρος αυτός είχε την εποχή εκείνη χαρακτήρα και νόημα παιδευτικό και όχι αυτόν που έχει πάρει σήμερα, του αποπροσανατολισμού. [27] Αρκεί να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο Ημίθεος Ηρακλής από το αίμα του Κένταυρου Νέσσου και θα καταλάβουμε. [28] Αισχύλος “Ορέστεια”.
This Post Has 0 Comments