Αυτό το site περιλαμβάνει μουσική και video με χιλιάδες εκτελεστές από…
Μουσικά Όργανα στην Κύπρο Μέχρι την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου [i]
Η κυπριακή προϊστορία και πρωτοϊστορία μάς έχει κληροδοτήσει ένα σημαντικό αριθμό μουσικών παραστάσεων. Από αυτές, εξαιρετικά πολύτιμες είναι όσες χρονολογούνται ανάμεσα στο 12ο και 8ο αιώνα, καθώς αποτελούν ουσιαστικά τη μοναδική πηγή για την εξέλιξη της μουσικής των Ελλήνων αυτά τα χρόνια, κατά τη μετάβαση από την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου. Η Κύπρος δε γνώρισε σε μεγάλη έκταση την παρακμή που επισημαίνουν οι ερευνητές στον αιγαιακό χώρο χαρακτηρίζοντας τη μεταβατική αυτή περίοδο Σκοτεινούς Χρόνους, αντίθετα δέχεται από αυτόν, όπως πιστεύεται, και νέα κύματα μεταναστών, που ενισχύουν την ελληνικότητα του πολιτισμού της.
Οι παραστάσεις που θα μας απασχολήσουν εδώ παρουσιάζουν επιπλέον ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί προσφέρονται για τη μελέτη σοβαρών προβλημάτων της αρχαιομουσικολογικής έρευνας, όπως τη διάκριση ή τη σύζευξη των ανατολικών στοιχείων που συνθέτουν τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό, τη σχέση της μουσικής με τη θρησκεία και τη λατρευτική πρακτική, το βαθμό πιστότητας των απεικονίσεων σε λεπτομέρειες που αφορούν π.χ. στην κατασκευή των μουσικών οργάνων, κ.ά.
Οι πρωιμότερες παραστάσεις από την Κύπρο χρονολογούνται στη Ύστερη Χαλκοκρατία (c.1600-1050). Η ανθρώπινη παρουσία όμως στο νησί χρονολογείται τουλάχιστον από το 8500 περίπου π.Χ., σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, μετά την ανακάλυψη προνεολιθικής νομαδικής εγκατάστασης κυνηγών – τροφοσυλλεκτών στο Ακρωτήρι- Αετόκρεμνος (Θέση Ε)[ii]. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις υπάρχουν ακόμα και σήμερα για την εφαρμογή των πορισμάτων της εθνομουσικολογίας στης μελέτη των πρώιμων σταδίων ανάπτυξης της ανθρώπινης μουσικότητας[iii], η γνώμη μου είναι ότι δεν μπορούμε εύκολα να παραιτηθούμε από την αναζήτηση στοιχείων για τη μουσική δραστηριότητα του ανθρώπου μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να την αποτυπώσει στις εικαστικές του τέχνες. H μουσική και ο χορός, δύο τέχνες άρρηκτα συνδεδεμένες, είναι πιθανότατα οι αρχαιότερες τέχνες που δημιούργησε ο άνθρωπος παράλληλα με την πρώτη εργαλειακή τεχνολογία. Η ανθρώπινη φωνή και τα χτυπήματα των μελών του σώματός του φαίνεται πως ήταν τα πρώτα μέσα παραγωγής ήχου[iv] σε μια προσπάθεια να οργανωθούν κώδικες επικοινωνίας[v], προσπάθεια που οδήγησε στη δημιουργία και των άλλων τεχνών. Τα πρώτα μουσικά όργανα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος ήταν τα ιδιόφωνα κρουστά[vi], στα οποία ανακάλυψε με ευκολία το πρωταρχικό στοιχείο της μουσικής, το ρυθμό, τον οποίο αισθανόταν στη λειτουργία όλης της φύσης που τον περιέβαλλε και με τον οποίο κατάφερνε να συντονίσει και να κάνει πιο αποδοτική την εργασία του, ιδιαίτερα την ομαδική. Κρουστά είναι τα πρώτα μουσικά όργανα σύμφωνα και με την ελληνική μυθολογία, που θέλει τη μουσική και το χορό να γεννιούνται στο Ιδαίο Άντρο της Κρήτης, όταν οι Κουρήτες χορεύοντας έκρουαν τις ασπίδες και τα σπαθιά τους για να καλύψουν το κλάμα του νεογέννητου Δία και να τον γλυτώσουν από τον αδηφάγο πατέρα του Κρόνο, που φοβόταν ότι θα σφετεριστεί την εξουσία του[vii].
Ένα από τα παλαιότερα πνευστά όργανα, πολύ συνηθισμένο σε πολιτισμούς με ζωτική εξάρτηση από τη θάλασσα, όπως οι νησιωτικοί, είναι και ο θαλάσσιος τρίτωνας.
Στους Ιθαγενείς της Νέας Ιρλανδίας παίζεται αυστηρά μόνο από γυναίκες σε τελετές για την πρώτη εγκυμοσύνη που συνοδεύονται από χορούς. Στη Μαδαγασκάρη, την Ινδία, το Μεξικό, τη Νέα Γουϊνέα, ο τρίτωνας συνοδεύει συχνά τελετές πρόκλησης βροχής, γονιμότητας, εγκυμοσύνης και τοκετού, λατρείας των προγόνων, επίκλησης θεών που συνδέονται με το υγρό στοιχείο και νεκρών[viii]. Οι συμβολισμοί αυτοί πηγάζουν από τις ζωτικές δυνάμεις του νερού, που αντιπροσωπεύεται από τον τρίτωνα. Με ανάλογους συμβολισμούς απαντά ο τρίτωνας σε ολόκληρη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου κατά την Εποχή του Λίθου και του Χαλκού[ix]. Σε κτήριο του Χαλκολιθικού (c. 3000 π.Χ.) οικισμού των Μοσφιλιών στην Κύπρο, βρέθηκε το 1987 ένα κλειστό σύνολο πήλινων και λίθινων ειδωλίων και αγγείων (Unit 1015), που οι ανασκαφείς πιστεύουν ότι αποτελεί κατάλοιπο κάποιας λατρείας που σχετίζεται με την αναπαραγωγή και τη γονιμότητα[x], καθώς ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζουν αρκετά ειδώλια με ιδιαίτερα τονισμένα γυναικεία χαρακτηριστικά, σκόπιμα σπασμένα αγγεία, πολλά οργανικά κατάλοιπα, ένας θαλάσσιος τρίτωνας και ίχνη καύσεως. Στην περιοχή του αιδοίου ενός από τα ειδώλια αποδίδεται με ερυθρή βαφή το κεφάλι και τα χέρια ενός βρέφους τη στιγμή ακριβώς που γεννιέται, ενώ στο κάτω τμήμα του ειδωλίου σώζονται και τα ίχνη σκαμνιού για τοκετό σε καθιστή στάση. Σε μια Μεσομινωική II-III (1850-1550 π.Χ.) σφραγίδα από το Ιδαίο Άντρο της Κρήτης[xi] απεικονίζεται μια ιέρεια να φυσά ένα τέτοιο τρίτωνα επικαλούμενη τη θεότητα (Εικ. 1). Παρόμοιοι τρίτωνες έχουν βρεθεί στους νεολιθικούς οικισμούς της Χοιροκοιτίας και της Βρύσης, σε Υστεροκυπριακά ΙΙΙ και Γεωμετρικά ιερά στο Χαλά Σουλτάν Τεκκέ και στο Κίτιο και ακόμα σε τάφο της Σαλαμίνας. Φυσώντας κόχλους σημαίνουν συναγερμό οι βοσκοί στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη», όταν επιτίθεται στα κοπάδια τους ο Ορέστης[xii]. Οι νεότεροι Έλληνες[xiii] τον ονομάζουν μπουρού, κόχυλα, κουργιαλό ή στην Κύπρο πουρού.
Η μυθολογία έχει συνδέσει και την Κύπρο με τη μουσική, ενδεικτικό, ίσως, στοιχείο της σημαντικής θέσεως που είχε αυτή η τέχνη στον πολιτισμό του νησιού. Ο μυθικός βασιλιάς και αρχιερέας της Πάφου Κινύρας, πατέρας του Άδωνι και ιδρυτής του Ιερού της Αφροδίτης, που πήρε το όνομά του από την κινύρα, ηττήθηκε σε μουσικό αγώνα από τον Απόλλωνα. Η νίκη αυτή του Απόλλωνα πιθανότατα απηχεί την επικράτηση στην Κύπρο του ελληνικού μουσικού πολιτισμού πάνω στον προελληνικό. Η κινύρα, όργανο τύπου αρχαίας κιθάρας, με δέκα χορδές, κατάγεται από το εβραϊκό κίννορ[xiv], επίσης δεκάχορδο, που παιζόταν με πλήκτρο. Ενώ όμως το εβραϊκό κίννορ συνόδευε εύθυμα, εορταστικά τραγούδια και γι αυτό οι Εβραίοι αρνούνταν να το παίζουν κατά τη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία[xv], η ελληνική κινύρα συνδεόταν με πένθιμη μουσική και μια σειρά παραγώγων, όπως κινύρομαι ή κινύρω, κινυρός, σήμαιναν θρηνώ, θρηνητικός, θλιμμένος[xvi]. Η μορφή του Κινύρα, στο βαθμό που της αναγνωρίζεται κάποια ιστορικότητα, θεωρείται προελληνική, δηλ. προϊστορική[xvii].
Τα έγχορδα σε σχήμα άρπας είναι γνωστά στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, την 3η χιλιετία π. Χ., όπως φαίνεται από τη γνωστή ομάδα κυκλαδικών ειδωλίων αρπιστών[xviii] και από αποτυπώματα σφραγίδας που βρέθηκε στη Λέρνα[xix]. Στην Κύπρο απαντά στην ύστερη Χαλκοκρατία, από το 1600 περίπου και εξής, μια τριγωνική μορφή άρπας, που παίζεται από άνδρες στα πλαίσια τελετών αναίμακτων προσφορών. Σε σφραγιδοκύλινδρο από τον τάφο 2 της Έγκωμης[xx] εικονίζεται μια τέτοια τελετή. Πομπή τριών λατρευτών με μακριά ενδύματα, χέρια υψωμένα και επικεφαλής έναν αρπιστή (Εικ. 2), που ίσως χορεύει, κατευθύνεται προς μια καθιστή μορφή θεού ή θεοποιημένου νεκρού μπροστά από τον οποίο βρίσκεται ένα λατρευτικό αντικείμενο πάνω σε τετράγωνη βάση. Ο Πορφύριος Δίκαιος ερμήνευσε αυτό το αντικείμενο ως αγγείο από το οποίο προσλαμβάνει ο αποδέκτης των προσφορών, με τη βοήθεια σιφωνίου που κρατά στο δεξί χέρι, τα υγρά που εγχύνουν σ’ αυτό οι λατρευτές στα πλαίσια της τελετής siphon-drinking, την οποία θεωρεί ανατολική, ίσως συριακής ή αιγυπτιακής προελεύσεως. Οι λεπτομέρειες της άρπας, όπως π.χ. το ηχείο, δεν αποδίδονται, αφού η διαθέσιμη επιφάνεια είναι μικροσκοπική, ενώ συμβατικός πρέπει να θεωρηθεί και ο αριθμός των τεσσάρων χορδών.
Περίπου δέκα είναι οι χορδές στην άρπα που εικονίζεται στη μια πλευρά ενός χάλκινου υποθήματος αγγείου που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο[xxi], χρονολογείται στον 13ο ή 12ο αιώνα και προέρχεται ίσως από το Κούριο (Εικ. 3). Η σκηνή της λατρείας απλώνεται στις τέσσερις πλευρές του υποθήματος. Τη θέση του καθιστού θεού ή νεκρού παίρνει εδώ ο αρπιστής, ο μόνος που είναι στραμμένος προς τα δεξιά, πίσω από το δέντρο, το οποίο επαναλαμβάνεται σε κάθε πλευρά του υποθήματος, ως αντικείμενο ίσως της λατρείας. Οι λατρευτές φέρουν τις προσφορές τους, ένα χάλκινο τάλαντο, δύο ψάρια και ένα άλλο δυσερμήνευτο αντικείμενο, ίσως τυλιγμένο ένδυμα ή ελεφαντόδοντο. Η δενδρολατρεία είναι χαρακτηριστική της μινωικής θρησκείας, ενώ η προσφορά ταλάντου χαρακτηριστικά κυπριακή. Η μορφή του αρπιστή φορά ένδυμα που αφήνει ακάλυπτο τον άνω κορμό, ενώ στον ώμο διακρίνεται ταινία, με την οποία πιθανότατα συγκρατείται η άρπα. Πρόκειται εδώ για την άρπα σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου. Το όρθιο σκέλος της είναι παχύτερο και είναι μάλλον κοίλο στο εσωτερικό του, λειτουργώντας σαν ηχείο. Παρόμοιες άρπες εικονίζονται και σε ένα άλλο υπόθημα[xxii] της ίδιας πιθανότατα εποχής, άγνωστης προέλευσης (Εικ. 4). Εδώ η δυσερμήνευτη λόγω και της κακής διατήρησης σκηνή της λατρείας περιορίζεται στη μία πλευρά. Οι αρπιστές είναι δύο, ένας καθιστός και ένας όρθιος, φορούν το ίδιο μακρύ ένδυμα και αναρωτιέται κανείς μήπως πρόκειται για την ίδια μορφή που αποδίδεται σε δύο διαφορετικές φάσεις της τελετής. Στις άλλες πλευρές του υποθήματος εικονίζονται μια σφίγγα, ένα λιοντάρι που επιτίθεται σε υδρόβιο πτηνό, ένα δίτροχο άρμα με ηνίοχο και αναβάτη και ακόμα δελφίνια, πουλιά και υδρόβια πτηνά. Υδρόβια πτηνά και άλλα είδη αντιπροσωπευτικά του υδάτινου στοιχείου, θα δούμε συχνά να μπαίνουν σε παραστάσεις μουσικών οργάνων, τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Αίγυπτο[xxiii], την ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, υποδεικνύοντας και πάλι τη συμβολική σχέση του ζωτικού αυτού στοιχείου με τη μουσική, την οποία είδαμε και στην περίπτωση του τρίτωνα.
Αυτή η γωνιώδης άρπα, ιδιαίτερα διαδεδομένη στους ανατολικούς πολιτισμούς, έχει πολύ κοντινά παράλληλα στη Μεσοποταμία[xxiv]. Στην Αίγυπτο απαντά τόσο η γωνιώδης άρπα, που θεωρείται ότι εισάγεται εκεί και διαδίδεται κατά το Νέο Βασίλειο (1550 π.Χ. κ.ε.), όσο και μία άλλη, τοξοειδής, που πιστεύεται ότι είναι γνήσια αιγυπτιακής επινόησης[xxv]. Στην κλασική Ελλάδα η άρπα ήταν γνωστή με το όνομα τρίγωνον λόγω του σχήματός της, και είχε πολλές χορδές. Η πολυχορδία όμως αντιμετωπιζόταν με σκεπτικισμό από τους αρχαίους θεωρητικούς της μουσικής, και γι’ αυτό η άρπα δεν πρέπει να γνώρισε ευρεία διάδοση, παρά μόνο ίσως στην ύστερη αρχαιότητα.
Στον πρώιμο 11ο αιώνα χρονολογείται ένας κάλαθος από τη θέση Ξερολίμνη στα Κούκλια[xxvi] (Εικ. 5), αντιπροσωπευτικό δείγμα του ρυθμού που είναι γνωστός στην αγγλική βιβλιογραφία σαν proto-White Painted Ware, ενός ρυθμού με εμφανείς ελλαδικές και μινωικές επιδράσεις. Εξωτερικά είναι διακοσμημένος με γεωμετρικά μοτίβα, ένα δέντρο και τρία απροσδιορίστου είδους ανθρωπόμορφα πλάσματα. Στο εσωτερικό βλέπουμε πάλι γεωμετρικά μοτίβα, ένα δέντρο, υδρόβια πτηνά και ένα άνδρα με υψωμένα χέρια να ακολουθεί έναν αίγαγρο με μακριά κέρατα, μοτίβο χαρακτηριστικά κρητικό. Τέλος, εικονίζεται ένας άνδρας με πολεμική εξάρτηση να κρατά ένα είδος τρίχορδης κιθάρας (φόρμιγξ). Πίσω του υπάρχει ένα παραπληρωματικό μοτίβο ρόδακα. Τα περίεργα χαρακτηριστικά του προσώπου του μπορούν ίσως να ερμηνευθούν με την υπόθεση ότι φορά προσωπείο. Από το κεφάλι του πέφτουν τρεις βόστρυχοι.
Στο 10ο ή 9ο αιώνα χρονολογεί ο Β. Καραγεώργης[xxvii] ένα πήλινο ομοίωμα «ναΐσκου» (Εικ. 6) του Κυπριακού Μουσείου (Αρ. Ευρ. Β220). Ο «ναΐσκος» έχει τετράγωνη κάτοψη και στο εσωτερικό του μια καθιστή μορφή παίζει λύρα, ενώ άλλες μορφές, αναρριχημένες στα παράθυρα κοιτάζουν προς τα μέσα. Λεπτομέρειες δεν αποδίδονται.
Στον πρώιμο 8ο αιώνα[xxviii] χρονολογείται ένας αμφορέας από τάφο στο Πλατάνι Αμμοχώστου (Εικ. 7), πιο γνωστός σαν αμφορέας Hubbard. Στη μια του πλευρά βλέπουμε μια κεντρική ένθρονη γυναικεία μορφή να λαμβάνει υγρές προσφορές από έναν αμφορέα χρησιμοποιώντας σιφώνιο, ενώ η σκηνή πλαισιώνεται από μια σφίγγα και κεφαλή ταύρου, χαρακτηριστικό κρητομυκηναϊκό σύμβολο καθοσιώσεως. Πρόκειται εδώ εμφανώς για μια τελετή σιφωνοποσίας, κατά μετάφραση του όρου siphon-drinking του Δικαίου, η οποία συνεχίζεται στην άλλη πλευρά με πέντε μορφές να χορεύουν υπό τους ήχους μιας τετράχορδης κιθάρας, την οποία παίζει η μοναδική ανδρική μορφή της παράστασης. Το δυσυνάλογα μικρό μέγεθος της κιθάρας οφείλεται ασφαλώς στον αγγειογράφο, η αδεξιότητα του οποίου φαίνεται και σε άλλες λεπτομέρειες της σκηνής. Άλλη ιδιομορφία της κιθάρας είναι οι τεθλασμένοι στο άνω τμήμα τους βραχίονες ή πήχεις, όπως ονομάζονται στις γραπτές πηγές.
Μια σκηνή τραγουδιού με συνοδεία κιθάρας, μια κιθαρωδίας δηλαδή, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική ορολογία, βλέπουμε σε ένα αμφορέα του ύστερου 10ου αιώνα από την Καλορίζικη. Ο κιθαριστής (Εικ. 8), αποδίδεται τελείως αφηρημένα, σύμφωνα με την τεχνοτροπία της εποχής, εντούτοις διακρίνονται το ανοικτό του στόμα, το μακρύ ένδυμα και τρεις βόστρυχοι, όπως στον κιθαριστή από τα Κούκλια. Ο κάθε βραχίονας αποτελείται από δύο τμήματα, ένα καμπύλο και ένα ευθύγραμμο, οδοντωτό εσωτερικά. Στην άλλη πλευρά του αμφορέα συνεχίζεται η μάλλον θρησκευτική και σε αυτήν την περίπτωση σκηνή, με την απεικόνιση μιας πανομοιότυπης μορφής που αδειάζει ένα μικρό αγγείο σε ένα μεγάλο αμφορέα (Εικ. 9).
Τα έγχορδα αυτής της κατηγορίας είναι ήδη από παλιότερα γνωστά στο Αιγαίο και την Κρήτη, όπου επίσης χρησιμοποιούνται σε τελετές υγρών προσφορών, σαν αυτή που σώζεται στη μια πλευρά της γνωστής σαρκοφάγου από την Αγία Τριάδα της Κρήτης[xxix] (Εικ. 10), που χρονολογείται στο 14ο αιώνα (στη μετάβαση από την Υστερομινωική ΙΙ στην ΙΙΙ). Η κιθάρα εδώ είναι επτάχορδη και οι βραχίονές της καταλήγουν σε κεφάλια υδρόβιων πτηνών. Το αυστηρό τελετουργικό τυπικό προβλέπει τη συνοδεία αυλού για την τελετή της ταυροθυσίας, όπως βλέπουμε στην πίσω πλευρά της ίδιας σαρκοφάγου. Και ο αυλός αυτός δεν είναι άγνωστος στην Κύπρο. Σύμφωνα με μαρτυρία του κωμικού ποιητή Κρατίνου του νεότερου[xxx] και του Αθήναιου[xxxi] ο συγκεκριμένος αυτός τύπος αυλού, που το ένα σκέλος του απολήγει σε χοάνη («καμπάνα») στραμμένη προς τα πάνω, γνωστός σαν φρυγικός αυλός ή έλυμος, ήταν γνωστός και στην Κύπρο[xxxii].
Η παρουσία μουσικών σκηνών θα συνεχιστεί στην κυπριακή τέχνη και κατά τους επόμενους αιώνες, αφού βεβαίως συνεχίζεται και η μουσική δραστηριότητα στο νησί. Στη σύντομη επισκόπηση των πρωιμότερων από αυτές διαπιστώνουμε πως και στη μουσική, όπως και στις άλλες τέχνες, η Κύπρος διαμόρφωσε το στίγμα της κάτω από τη γόνιμη επίδραση των ανατολικών πολιτισμών και του ελληνικού, στη σφαίρα του οποίου εντάσσεται οριστικά από τα μέσα περίπου της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Ένα από τα δείγματα αυτής της διείσδυσης καταγράφεται στη μουσική με την επικράτηση οργάνων διαδεδομένων στη μυκηναϊκή Ελλάδα και στην Κρήτη, όπως οι διάφορες λύρες και κιθάρες, στη θέση της πολύχορδης ανατολικής άρπας. Ο μύθος της ήττας του Κινύρα από τον Απόλλωνα φανερώνει με άλλο τρόπο την ίδια εξέλιξη. Έτσι η Κύπρος αποτελεί ένα πολύτιμο κρίκο στην αλυσίδα της εξέλιξης της ελληνικής μουσικής από την Προϊστορική στην Πρώιμη Ιστορική περίοδο και ένα πεδίο γόνιμης συνάντησης της ανατολικής και της αιγαιακής μουσικής παράδοσης.
[i] Μια πρώτη μορφή αυτού του άρθρου παρουσιάστηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1993, στα πλαίσια του Στ΄ Σεμιναρίου Κυπριακής Αρχαιολογίας με τίτλο «Ο κόσμος της Προϊστορικής Κύπρου», που οργανώθηκε στο Σπίτι της Κύπρου υπό την αιγίδα της Κυπριακής Πρεσβείας της Αθήνας με την άοκνη φροντίδα και αμέριστη συμπαράσταση της επίκουρης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών κας Ε. Μαντζουράνη, την οποία ευχαριστώ θερμά, καθώς και τους Γ. Σταθόπουλο και Ν. Κούρου, που βοήθησαν στην εξασφάλιση των φωτογραφιών.
[ii] S. Swiny, Report of the Dpt of Antiquities, Cyprus 1988, 1-14, A. Simmons και R. Mandel, RDAC 1988, 15-24, A. Simmons, RDAC 1991, 7-14. Για την πιθανότητα ακόμα παλαιότερης κατοίκησης της Κύπρου βλ. Ν.Π. Stanley Price, Levant 9, 1977, 69-70, E. Stockton, RDAC 1968, 16-19, C. Vita-Finzi, Proceedings of the Prehist. Society 39, 1973, 453-4.
[iii] Βλ. π.χ. G. Abraham, The Concise Oxford History of Music, Oxford 1979, ανατύπωση του 1986, 7.
[iv] Ο C. Sachs, The History of Musical Instruments, New York 1940, 26, μιλά για μια προοργανική περίοδο της μουσικής (preinstumental music).
[v] Η συζήτηση γύρω από τον επικοινωνιακό χαρακτήρα του μουσικού φαινομένου τέθηκε σε νέα επιστημονική βάση με την εισαγωγή σημειωτικών μεθόδων ανάλυσης. Σύμφωνα με τις απόψεις των σημειολόγων (U. Eco, Θεωρία Σημειωτικής, Μτφρ. Ε. Καλλιφατίδη, Αθήνα 1989, 31, 145 και G.R. Fisher, «How Music Communicates», Semiotica 53, 1985, 131-44) η μουσική αποτελεί τυπικό παράδειγμα συντακτικού σημειωτικού συστήματος χωρίς έκδηλο σημασιολογικό βάθος (ή στάθμη περιεχομένου), καθώς συνιστά έναν πολύπτυχο δίαυλο επικοινωνίας.
[vi] Sachs, Musical Instruments, 65.
[vii] M.P. Nilsson, The Minoan-Mycenaean Religion and its Survival in Greek Religion, New York 1949,543-44.
[viii] C. Sachs, Musical Instruments, 48-50, 62-63, Fig. 25, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι η ευρεία γεωγραφική του διάδοση είναι ενδεικτική της παλαιότητάς του.
[ix] P. Åström – D.S. Reese. Journal of Prehist. Religion III-IV, 1990,5-14
[x] E.J. Peltenburg κ.α., RDAC 1988/1, 43-59, Peltenburg και E. Goring. Cypriot Terracottas, Proceedings of the 1st International Conference of Cypriot Studies, edited by F. Vandenabeele and R. Laffineur, Brussels 1991, 17-26, Peltenburg. Antike Welt 19, 1988, 2-15 και τέλος του ιδίου κ.ά, Lemba Archaeol. Proj. II, 2. A Ceremonial Area at Kissonerga, SIMA 70: 3, Göteborg 1991.
[xi] Corpus der Minoischen und Mykenischen Siegel II, 3. No 7. Η σφραγίδα αυτή αναφέρεται και εικονίζεται συχνότατα στη βιβλιογραφία. Μεταξύ άλλων βλ. Nilsson, Religion, 153 κ.ά., fig. 61.
[xii] Ευριπ. Ιφιγένεια εν Ταύροις, 303.
[xiii] Στ. Ξανθουδίδης, Αρχαιολ. Εφημερίς 1906, 154, Φ. Ανωγειανάκης, Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα, Αθήνα 21991, 200-201.
[xiv] Cachs, Musical Instruments, 106-8 και B. Aign, Die Geschichte der Musikinstrumente des Ägäischen Raumes bis um 700 v. Chr. Frankfurt a. M. 1963, 144, shm. 4.
[xv] Cashs, Musical Insturments, 108.
[xvi] Βλ. σχετικά λήμματα στο Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Liddel-Scott-Κωνσταντινίδου και σε Σ. Μιχαηλίδη, Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, Αθήνα 1982.
[xvii] A. Demetriou, Cypro-Agean Relations in the Early Iron Age, SIMA 83, Göteborg 1989, 88.
[xviii] B. Aigin, Musikinstrumente, 30-31, M. Maas και J.M. Snyder, Stringed Instruments of Ancient Greece, New Haven and London 1989, 1, σημ. 1.
[xix] CMS V,1 Νο 110. Άργος, Αρχαιολογικό Μουσείο, L. 4.387.
[xx] E. Gjerstad, Finds and Results of the Excavations in Cyprus 1927-31, Swedish Cyprus Expedition I, 1934, 474, no 67 πιν. CL 11, P. Dakaios, Bull of the British School at Athens 37, 1936-37, 72. Aign. Musikinstrumente, 60. εικ. 25
[xxi] Αριθ. 1920/12-20/1. Βλ. H.W.Catling, Cypriot Bronzework in the Mycenaean World. Oxford 1964, 205-7, P1. 34ta-d, H. Matthäus, Metallgefässe und Gefässuntersätze der Bronzezeit, der Geometrschen und Archaischen Periode auf Zypern, PBF II, 8, München 1985, 314-15, Taf. 100: 700 και 102-3.
[xxii] Λονδίνο, Βρεττανικό Μουσείο Αριθ. 1946/10-17/1. Βλ. J.N. Coldstream, The Originality of Ancient Cypriot Art, Nicsia 1986, 13, fig. 41.
[xxiii] Το κεφάλι πάπιας που διακοσμεί πολύ συχνά το βραχίονα του αιγυπτιακού λαούτου έχει ερωτικούς συμβολισμούς σύμφωνα με την L. Manniche, Music and Musicians in Ancient Egypt, London, 1991, 112. Μια αιγυπτιακή φιάλη με απεικόνιση ενός τέτοιου λαούτου βρέθηκε και στην Κύπρο (J.L. Myres, Handbook of the Cesnola Coll, of Antiquities from Cyprus, New York, 1914, 274, εικ. 1574 και Aign, Musikinstrumente, 61, εικ. 26.)
[xxiv] Πρβλ. με την άρπα που εικονίζεται σε τερακότα του 2000-1800 π.Χ. από τη Μεσοποταμία (G.Abraham, History, P 1.3)
[xxv] L. Manniche, Music and Musicians, 25-26
[xxvi] Βλ. V. Karageorghis, RDAC 1967, 5, 17-18, αρ. Καταλ. 7, πιν. 1, του ίδιου, Αρχαία Κύπρος. Από την Νεολιθική Εποχή ως το τέλος της Ρωμαϊκής, Αθήνα 1978, εικ. 148, F.G. Maier και V. Karageorghis, Paphos, History and Archaeology, Nicosia 1984, figs. 101-102, Coldstream, Originality, fig. 44, M. Iacovou, The Pictorial Pottery of Eleventh Century, B.C. Cyprus, SIMA 79 (λάθος τυπωμένο ως 78), Göteborg 1988, 18-19, 72 εικ. 70-71.
[xxvii] Ειλαπίνη, Τόμος τιμητικός για τον καθ. Ν.Πλάτωνα, Ηράκλειο Κρήτης 1987, 359-60. Το ομοίωμα πρωτοδημοσιεύτηκε από τον J. Boardman, RDAC 1971, 37-41, ο οποίος το χρονολογούσε στον 7ο αιώνα, ενώ ο Demetriou, Cypro-Aegean Relations in the Early Iron Age, SIMA 83. Göteborg 1989,55, Πιν. 186-87, το χρονολογεί στο α’ μισό του 8ου αιώνα.
[xxviii] Κατά τον Demetriou, Cypro-Aegean Relations, Πιν. 193, χρονολογείται στην Κυπρογεωμετρική IIIb, γύρω στο 775. Βλ. και Καραγεώργη, Αρχαία Κύπρος, 80.
[xxix] Ch. Long, The Ayia Triadha Sarcophagus, SIMA XLI, Göteborg 1974.
[xxx] Th. Kock (ed.), Commicorum atticorum fragmenta, Leipzig 1880-1888, II, 289, fr. 3.
[xxxi] Δ’, 176F, 79 και 177Α, 79.
[xxxii] Long, A. Tr. Sarcophagus, 64-65, Μιχαηλίδη, Εγκυκλοπαίδεια, 111, λ. «έλυμος», Α. Bélis, «L’ Aulos Phrygien». Revue Archeologique 1986, 21-40, Α. Λεμπέση. «Ο Κρητικός Αυλός», Αριάδνη 5, 1989, 55-61.
This Post Has 0 Comments