Εξόριστος στη Χαλκίδα, απομονωμένος από τους «συμφιλοσοφούντας» αλλά νιώθοντας το…
«Όταν οι στρατιώτες της τέταρτης Σταυροφορίας στάθηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1203, δεν μπορούσαν καλά καλά να πιστέψουν στα μάτια τους, γιατί δεν είχαν ξαναδεί ποτέ πόλη τόσο μεγάλη, τόσο δυνατή, τόσο πλούσια, τόσο γεμάτη από παλάτια και εκκλησίες»[1].
«Παράδοξη Ευρώπη, γεννιέται διαιρεμένη. Από τη ρωμαϊκή εποχή προμηνυόταν, επιβεβλημένη από τις συνθήκες, η διάσταση μεταξύ Ανατολής και Δύσης»[2].
Η καταστροφή της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα από τους Βαρβάρους, είχε ως αποτέλεσμα να διχάσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που όμως έμελλε να συνεχίσει την ύπαρξή της στην Ανατολή για μια χιλιετία, γνωρίζοντας χρυσές εποχές χωρίς να παραιτηθεί παρά αργά και με δυσκολία από τις οικουμενικές φιλοδοξίες της.
Η Ανατολή υπερίσχυε κατά πολύ της Δύσης, όχι μόνο λόγω της πολιτισμικής της ανωτερότητας, αλλά και του πολύ ανώτερου επιπέδου οικονομικής ζωτικότητας. Από τον 4ο αιώνα, δεν υπάρχουν πλέον πραγματικά μεγάλες πόλεις παρά μόνο στην Ανατολή και άλλωστε εκεί συγκεντρώνονται, στη Συρία και στη Μικρά Ασία, οι εξαγωγικές βιομηχανίες και ιδιαιτέρως η υφαντουργία[3].
Η φυσιογνωμία των πόλεων
της Πρώιμης Βυζαντινής Περιόδου
Ήδη τον 6ο αιώνα η αυτοκρατορία απαριθμούσε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό πόλεων. Περίπου 935 πόλεις αναφέρονται στο εγχειρίδιο του Ιεροκλή πολλές από τις οποίες είχαν αρχαία καταγωγή. Τη φυσιογνωμία των πόλεων της Πρώιμης Βυζαντινής Περιόδου μπορούμε εύκολα να τη αναγνωρίσουμε βλέποντας τα ερείπια που υπάρχουν ή που έχει φέρει η αρχαιολογική σκαπάνη στο φως. Οι περισσότερες πόλεις ήταν τειχισμένες, είτε από παλαιότερα οχυρωματικά έργα είτε από νεότερα, περιελάμβαναν εντός των τειχών χάραξη δρόμων, όσο αυτή ήταν δυνατή εξαιτίας του εδάφους. Συχνά είχαν δύο κύριες λεωφόρους που διασταυρώνονταν κάθετα[4] και κατέληγαν στις πύλες της πόλης. Αυτές οι λεωφόροι ήταν συχνά φαρδιές και αριστερά και δεξιά περιελάμβαναν σκεπαστές κιονοστοιχίες που στέγαζαν μαγαζιά. Συνήθως στη συμβολή των κύριων οδών ήταν συγκεντρωμένα διάφορα δημόσια οικοδομήματα: ένα θρησκευτικό κέντρο, λουτρά ή αίθουσα του Συμβουλίου, μια βασιλική που χρησιμοποιούνταν ως κέντρο δικαστικής εξουσίας. Το θέατρο που μπορεί να ήταν παλαιότερη κατασκευή ήταν απαραίτητο τις περισσότερες φορές, ενώ σε μεγαλύτερες πόλεις συναντάμε τη χρήση του Ιπποδρόμου π.χ. στην Κωνσταντινούπολη.
Οι βασικές ανάγκες των κατοίκων εξυπηρετούνταν κατά κύριο λόγο από τις σιταποθήκες, από τα υδραγωγεία και τις δεξαμενές. Τα δημόσια κτίρια και οι δημόσιοι χώροι ήταν διακοσμημένα με αγάλματα πολλά από τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί από δημόσια κτίρια της αρχαιότητας, από τοιχογραφίες και συντριβάνια.
Η Αντιόχεια τρίτη μεγαλύτερη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια καταλάμβανε γύρω στον 6ο αιώνα μεγάλη επιφάνεια, ενώ η Λαοδίκεια στη Συρία ήταν μεγάλη σε σύγκριση με τις επαρχιακές πόλεις της αυτοκρατορίας. Η Καισάρεια στην Παλαιστίνη διέθετε ένα περίφημο τετράπυλο, ενώ η Αλεξάνδρεια ήταν περήφανη για το Φάρο της που κοσμούσε το λιμάνι. Η Νίκαια στη Βιθυνία ήταν διάσημη για τον εύρυθμο σχεδιασμό της.
Η πόλη όμως που κατέχει τα σκήπτρα στην ανάπτυξη, και θα κυριαρχήσει ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, είναι αναμφισβήτητα η Κωνσταντινούπολη η πόλη που άλλωστε παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από κάθε άλλη στο βυζαντινό κόσμο.
Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ορίσει ως τόπο διανομής του το Βυζάντιο και να εγκαθιδρύσει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του, βρέθηκε μπροστά σε μια πόλη που είχε ήδη ιστορία τουλάχιστον 1.000 χρόνων. Από την ίδρυσή της μέχρι και τον 8ο σχεδόν αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή και ανάπτυξη. Ο Θεοδόσιος Α΄ και οι διάδοχοί του ανέλαβαν ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα που περιελάμβανε καινούργιο λιμάνι, καινούργιες αποθήκες, αγορές και μεγαλοπρεπή μνημεία. Ο πληθυσμός γνώρισε μεγάλη αύξηση καθώς ξεπερνούσε τις 300-400 χιλιάδες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν τώρα μεγαλύτερη από την παρακμάζουσα Ρώμη, την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια.
Ελάχιστες πληροφορίες για την πόλη του 5ου αιώνα, μπορούμε να αντλήσουμε από ένα έργο γραμμένο στα λατινικά γνωστό ως Notitia urbis Constantinopolitanae. Το έργο δίνει πληροφορίες για κτιριακές εγκαταστάσεις αλλά και για το πώς διεξάγονταν η διοίκηση της πόλης.
Η μεγάλη πληθυσμιακή ανάπτυξη της πρωτεύουσας κατά τον 4ο και 5ο αιώνα δημιούργησε προβλήματα ανεφοδιασμού. Η Αίγυπτος τροφοδότης χώρα, εφοδίαζε την πόλη με σιτάρι ενώ η γειτονική Θράκη παρήγε αρκετές ποσότητες σιταριού και λαχανικών που όμως δεν έφταναν πάντα στον προορισμό τους εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών. Πάντως, ο ανεφοδιασμός της πόλης εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την ομαλή λειτουργία του δικτύου θαλάσσιων μεταφορών.
Ο πληθυσμός της πόλης έφτασε στο απόγειο του σύμφωνα με υπολογισμούς γύρω στο 500. Τότε η πόλη γνώρισε όχι μόνο πληθυσμιακή ανάπτυξη αλλά και τεράστια πολιτισμική και οικοδομική πρόοδο. Ο Ιουστινιανός ανήγειρε πολυάριθμα οικοδομήματα στρεφόμενος περισσότερο στον εκκλησιαστικό με αξιομνημόνευτο έργο την Αγία Σοφία και στον αυτοκρατορικό τομέα ανεγείροντας παλάτια και επαύλεις.
Ο λοιμός του 542 αποδεκάτισε τον πληθυσμό προκαλώντας δραστική μείωση που πολύ πιθανόν δεν αναπληρώθηκε ποτέ. Μετά την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας από τους Πέρσες οι εξαγωγές του αιγυπτιακού σιταριού σταμάτησαν. Το 626, η πόλη πολιορκήθηκε από τους Αβάρους, ενώ το 698 ξέσπασε και πάλι λοιμός. Το 717-8 πολιορκήθηκε και πάλι από τους Άραβες ενώ το 747 ξέσπασε πανώλη με αποτέλεσμα η πόλη να μείνει σχεδόν ακατοίκητη. Πάντως -όπως διατυπώνει και ο Mango- η μεγάλη κρίση στην ιστορία της πρωτεύουσας επήλθε γύρω στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα. Περί το 740 τα χερσαία τείχη της πόλης έπαθαν σοβαρές ζημιές από σεισμό. Ο ντόπιος πληθυσμός δεν ήταν σε θέση να τα επιδιορθώσει με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να επιβάλει ειδικό φόρο ώστε να προσλάβει εργατική δύναμη από αλλού. Γύρω στο 755 παρατηρείται μια σταδιακή ανάκαμψη που θα διαρκέσει όμως μέχρι την περίοδο των Σταυροφοριών. Από τον 9ο αιώνα και μετά θα αρχίσουν και πάλι να χτίζονται καινούργια οικοδομήματα αλλά με «χαρακτήρα διαφορετικό από εκείνον της πρώιμης βυζαντινής περιόδου»[5]. Οι αστικές ανέσεις δεν ήταν πια αναγκαίες ενώ καινούργιες κατασκευές περιορίζονται στο εσωτερικό του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Επικράτησε ένα πνεύμα ανανέωσης καθώς επιβάλλονταν η επισκευή και αναπαλαίωση όλων εκείνων των κτισμάτων που είχαν ερειπωθεί. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ προχώρησε στην ανακαίνιση περισσότερων από 25 εκκλησίες στην πόλη και άλλων 6 στα προάστια. Τα νέα κτίσματα αποτελούσαν μέρος του αυτοκρατορικού ανακτόρου.
Τη Μέση Βυζαντινή περίοδο τη διατρέχει το στοιχείο της εσωστρέφειας, στοιχείο που δεν συναντάμε σε άλλες περιόδους. Δεν λειτουργούσαν τα θέατρα, οι αίθουσες συνεδριάσεων και οι δημόσιες βασιλικές ή στοές που συγκεντρώνονταν ο κόσμος. Μονάχα ο ιππόδρομος επέζησε στην Κωνσταντινούπολη κι αυτός λειτουργούσε ελάχιστες μέρες το χρόνο. Οι εμποροπανηγύρεις γίνονταν που και που, ενώ μοναδικός τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων ήταν τώρα η εκκλησία.
Πάντως η αναβίωση των πόλεων συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη των μικροαστών. Διαβάζοντας σατιρικά ποιήματα του Θεόδωρου Πτωχοπρόδρομου που αν και ο ίδιος είχε αποκτήσει μόρφωση και παιδεία ζούσε εξαθλιωμένα, διαπιστώνουμε πόσο πλουσιοπάροχα ζούσαν άλλες επαγγελματικές τάξεις που είχαν τα κελάρια των σπιτιών τους γεμάτα από τρόφιμα και ποτά.
Η ακμή του εμπορίου στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 10ο αιώνα δεν οφείλεται στους Βυζαντινούς που σε μεγάλο βαθμό ήταν «άνθρωποι της γης, δύσπιστοι και χωρίς εμπορικό δαιμόνιο»[6] αλλά στους Ρώσους και Ιταλούς εμπόρους. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ παραχώρησε εκτός των άλλων και εμπορικά προνόμια στη Βενετία, πράγμα όμως, που προκάλεσε πολυάριθμες επιπτώσεις στις επόμενες δεκαετίες. Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός το 1126 επιχείρησε να ανακαλέσει αυτά τα προνόμια, σύντομα όμως εγκατέλειψε την προσπάθεια καθώς βρέθηκε μπροστά στην απειλή των όπλων.
Η Βενετική συνοικία εξαπλώθηκε ενώ ο αριθμός των Βενετών που κατοικούσαν στην πόλη ξεπερνούσε τις 20 χιλ. Η Κωνσταντινούπολη των Κομνηνών και το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ζωής βρισκόταν στα χέρια ξένων καθώς και ντόπιων Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων ενώ η πλειονότητα των Οθωμανών αισθάνονταν υποβιβασμένοι. Οι βυζαντινοί παίρνοντας μέτρα ενάντια στους Δυτικούς και δη στους Βενετούς συλλαμβάνοντας κατοίκους και δημεύοντας περιουσίες επιτάχυναν το εκδικητικό μένος εναντίον τους. Η αποίκιση και η προνομιακή εγκατάσταση ξένων αποίκων στην πόλη ήταν ταυτόχρονα και ένας από τους σπουδαιότερους λόγους της παρακμής της. Ενετοί και Γενουάτες ανταγωνίζονταν συχνά με τους ντόπιους, και δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεσπούσαν ταραχές και πόλεμοι μεταξύ τους.
Οι στρατιώτες της 4ης Σταυροφορίας ίσως δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους βλέποντας μια πόλη τόσο μεγάλη, τόσο πλούσια και τόσο δυνατή, αλλά με το καταστροφικό μένος που τους διακατείχε η κατάκτηση της πόλης ήταν θέμα αναμφισβήτητο. Η Πόλη δεν έμεινε παρά η σκιά του παλιού εαυτού της. Όταν το 1453 η Πόλη κατακτήθηκε από τους Τούρκους, δεν ήταν παρά μια πόλη κατακρεουργημένη, βιασμένη και λεηλατημένη με πληθυσμό που στην ουσία δεν άγγιζε ούτε τις 50 χιλιάδες κατοίκους.
Οι πόλεις του Δυτικού Κόσμου
Μολονότι οι απόψεις των ιστορικών διίστανται στο κατά πόσο οι γερμανικές και οι βαρβαρικές εισβολές αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία του πληθυσμού και της οικιστικής εγκατάστασης είναι γνωστό ότι ο αριθμός των τόπων που οι ίδιοι οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν ως αστικά κέντρα πρέπει να έφτανε περίπου τα 600 στις δυτικές επαρχίες[7]. Από αυτά τα μισά βρίσκονταν στην Ιταλία και πάνω από 100 στη Γαλατία. Η Βρετανία είχε περίπου 28 πόλεις, ελάχιστες υπήρχαν στις ανατολικές επαρχίες της Ευρώπης και λίγες ήταν οι πόλεις της Βαλκανικής χερσονήσου.
Στους 5 αιώνες που μεσολάβησαν ανάμεσα στον 9ο και 14ο αιώνα επήλθε μια ταχύτατη δημογραφική ανάπτυξη παρόλο το κύμα των εισβολών που δέχτηκε η Ευρώπη από την πλευρά του Ισλάμ με τους Μουσουλμάνους που φρόντιζαν να ενισχύουν διαρκώς τη θαλάσσια κυριαρχία τους. Ας μην ξεχνάμε ότι στη διάρκεια του 9ου αιώνα κυριεύουν την Κορσική, τη Σαρδηνία, τη Σικελία και ιδρύουν νέα λιμάνια στις ακτές της Αφρικής. Η εισβολή του Ισλάμ στη δυτική Ευρώπη ήταν καθοριστικής σημασίας. Οι προσπάθειες του Καρλαμάγνου και των διαδόχων του να προστατεύσουν την αυτοκρατορία από τις επιθέσεις των Σαρακηνών υπήρξαν το ίδιο ανεπιτυχείς με τις προσπάθειες απόκρουσης των νορμανδικών εισβολών. Δανοί και Νορβηγοί καταλήστευαν τη Φραγκία με μεγάλη δεξιότητα στη διάρκεια ολόκληρου του 9ου αιώνα.
Στη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα και παρά τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές, τις αντιπαραθέσεις με το γειτονικό κόσμο του Ισλάμ και τις φυσικές καταστροφές που αντιμετώπισαν οι κοινωνίες της παλιάς βυζαντινής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δρομολογήθηκαν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις, οι οποίες συνέβαλαν στη σταδιακή αντικατάσταση της παλιάς ρωμαϊκής κοινωνικής και πολιτικής δομής με τη νέα πραγματικότητα της χωροδεσποτείας. Το φεουδαρχικό πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα εξέφρασε την ηγεμονία της φεουδαλικής αριστοκρατίας, ενώ η οι πρωτοβουλίες της φεουδαρχίας, η δημογραφική ανάκαμψη και η τεχνολογική βελτίωση επέτρεψαν την εξάπλωση των ανθρώπινων κοινοτήτων και των καλλιεργούμενων εκτάσεων, χωρίς ωστόσο να οδηγήσουν σε ένα ριζικό μετασχηματισμό της αγροτικής οικονομίας και παραγωγής. Πάντως η ζωή στην πόλη ακολουθούσε εντελώς διαφορετικούς νόμους από εκείνους που επικρατούσαν στην αγροτική ύπαιθρο καθώς οι πολίτες ήταν ελεύθεροι να μετακινούνται χωρίς δεσμεύσεις και να ασχολούνται με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση για τους χωρικούς που ήταν «δεμένοι στο έδαφος», ανελεύθεροι και χωρίς νομικά δικαιώματα όσον αφορά τη μετακίνησή τους στις πόλεις. Η μεσαιωνική πόλη αποτελούσε στην πραγματικότητα μια παρείσφρηση στον κόσμο της φεουδαρχίας, που βασιζόταν στην ολιγαρχική ιδιοκτησία της γης και στη δημιουργία εξαρτημένων σχέσεων με τους δουλοπάροικους.
Οι περισσότερες πόλεις του κλασικής περιόδου του 9ου αιώνα κατοικούνταν ακόμα, πολλές είχαν καθεδρικούς ναούς και σχεδόν όλες λειτουργούσαν ως τοπικές αγορές. Οι υπάρχουσες πόλεις στο διάστημα αυτό αυξήθηκαν σε μέγεθος και διαφοροποίησαν τις λειτουργίες τους. Επιπλέον ένας νέος αριθμός πόλεων προσαρτήθηκε στις τάξεις τους.
Οι πόλεις του Μεσαίωνα παρουσιάζουν πολύ διαφορετική εικόνα. Το εμπόριο και η βιοτεχνία τις μορφοποίησαν και τις διαμόρφωσαν. Στιγμή δεν έπαψαν να αναπτύσσονται υπό την επιρροή τους. Ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε, καθώς φαίνεται μια τάξη ανθρώπων τόσο αυστηρά, στενά αστική όσο η μεσαιωνική αστική τάξη[8].
Κατ΄ αναλογία με την πρόοδο του εμπορίου πολλαπλασιάζονται οι πόλεις. Εμφανίζονται σε όλους τους φυσικούς δρόμους μέσω των οποίων το εμπόριο εξαπλώνεται. Γεννιούνται, πάνω στα βήματά τους. Τις απαντάμε πρώτα απ΄ όλα στις ακτές και στους ποταμούς. Κατόπιν, με την ενίσχυση της εμπορικής διείσδυσης ιδρύονται πάνω στους δρόμους που συνδέουν μεταξύ τους αυτά τα πρώτα κέντρα εμπορικής δραστηριότητας. Το παράδειγμα των Κάτω Χωρών είναι χαρακτηριστικό καθώς από τον 10ο αιώνα ιδρύονται οι πρώτες πόλεις στις ακτές της θάλασσας ή στους παραποτάμους του Μέυση και του Σκάλδη[9].
Οι μεσαιωνικές πόλεις παρουσιάζουν εξαιρετική ποικιλία. Κάθε μια έχει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Μπορούμε όμως να τις κατανείμουμε σε οικογένειες, να τις ταξινομήσουμε σύμφωνα με ορισμένους γενικούς τύπους. Η αστική ζωή αναπτύχθηκε πρώτα απ΄ όλα σε αρκετά περιορισμένο αριθμό οικισμών, στη βόρεια Ιταλία, στις Κάτω Χώρες και στις γειτονικές περιφέρειες.
Ο συνολικός τους αριθμός ήταν σημαντικός. Η θέση των άστεων είχε επιλεγεί από το ανάγλυφο του εδάφους ή την κατεύθυνση της ροής των υδάτων, εν ολίγοις από τις ίδιες ακριβώς φυσικές συνθήκες που καθόριζαν την κατεύθυνση του εμπορίου και οδηγούσαν τους εμπόρους προς το μέρος τους. Όσο για τα κάστρα, προορισμένα να αποκρούουν τον εχθρό ή να παρέχουν καταφύγιο στους πληθυσμούς, ήταν οπωσδήποτε χτισμένα σε τόπους όπου η πρόσβαση ήταν ιδιαιτέρως εύκολη. Από τις ίδιες οδούς που πέρναγαν οι εισβολείς, έφταναν και οι έμποροι[10].
Ο σχηματισμός των πόλεων του Μεσαίωνα είναι φαινόμενο που καθορίστηκε από το γεωγραφικό και το κοινωνικό περιβάλλον, όπως ο ρους των ποταμών καθορίζεται από το ανάγλυφο των βουνών και την κατεύθυνση των κοιλάδων[11].
Στα μέσα του Μεσαίωνα στην Ευρώπη αναπτύχθηκαν χαρακτηριστικά γνήσιας αστικής ζωής. Μέχρι το 1100 είχαν δημιουργηθεί μεγάλες πόλεις στο Βορρά. Η βαθμιαία αναβάθμιση των πόλεων και η ανάδειξή τους σε σημαντικά κέντρα εμπορικής δραστηριότητας προκάλεσαν την ανοικοδόμηση και την επέκτασή τους, με τη δημιουργία προαστίων. Η οικοδομική δραστηριότητα συνοδεύτηκε και από άλλες κατασκευαστικές δραστηριότητες που συντελούσαν στην εκπλήρωση της πρωταρχικής αποστολής της πόλης ως προμηθεύτριας των φεουδαρχών, με αποτέλεσμα την ανάδυση ενός κόσμου ειδικευμένων, βαθμιαία τεχνιτών στο πλάι των εμπόρων. Τα εργαστήρια των τεχνιτών των αστικών κέντρων, αν και ενταγμένα στην οικιακή υπηρεσία των φεουδαρχών, άρχισαν να επεκτείνονται και να πωλούν μέρος του πλεονάσματός τους και σε τρίτους. Ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα τα εργαστήρια και ο κόσμος των τεχνιτών φαίνεται πως είχε ξεπεράσει το αρχικό στάδιο της πλήρους προσάρτησης τους στην οικιακή οικονομία του άρχοντα και είχαν αναπτύξει έναν ευρύτερο κύκλο εργασιών[12].
Από τον 12ο αιώνα και μετά ο κόσμος των τεχνιτών αποδεσμεύεται εντελώς από τη φεουδαρχική εξάρτηση και ανεξαρτητοποιείται ως αυτόνομος κατασκευαστικός τομέας. Σε ορισμένες πόλεις είχαν ιδρυθεί και οργανώσεις τεχνιτών. Όπως αναφέρει ο Nicholas, «μερικές εμπορικές συντεχνίες προσπάθησαν να εμποδίσουν τους τεχνίτες να οργανωθούν και πάντα επιχειρούσαν να τους αφαιρέσουν την πολιτική εξουσία, αλλά σε ορισμένες μεγάλες πόλεις υπήρχαν συντεχνίες και εμπόρων και τεχνιτών»[13]. Στο Παρίσι τον 12ο αιώνα, υπήρχαν συντεχνίες κρεοπωλών, ιχθυοπωλών και αρτοποιών.
Sε όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα οι συντεχνίες ήταν αυτές που έλεγχαν κατά κανόνα τις περισσότερες διοικήσεις των πόλεων τουλάχιστον στο Βορρά, ενώ στις ιταλικές πόλεις οι δημοτικές αρχές στηρίζονταν στις οργανώσεις των τεχνιτών.
Πάντως παρόλο που το εμπόριο προηγήθηκε της βιοτεχνίας σε όλες ουσιαστικά τις πόλεις, θα πρέπει να επισημάνουμε από τον 11ο αιώνα τα πράγματα άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν, καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις επέτρεψαν τη δημιουργία παραγωγής ευρύτερης ποικιλίας καταναλωτικών αγαθών. Χάρη στη δημογραφική ανάπτυξη δημιουργήθηκε μια εργατική δύναμη ικανή να αναπτύξει και προωθήσει βιοτεχνίες υφαντουργικών προϊόντων, ή ακόμα και βυρσοδεψεία. Να τονίσουμε ότι οι Γερμανοί φορούσαν δερμάτινα ρούχα και μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα πολλά ρούχα ήταν δερμάτινα. Επίσης η ευημερία πολλών πόλεων ήταν βασισμένη στην παραγωγή εκλεκτών μάλλινων υφασμάτων. Η Γάνδη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα υφαντουργικά κέντρα της εποχής.
Στην αυγή του 14ου αιώνα η φεουδαρχική οικονομία παρουσίασε έντονα σημάδια ύφεσης. Σειρά εξεγέρσεων στην ύπαιθρο μετέφεραν την κρίση και στο κοινωνικό επίπεδο. Η κρίση έγινε εμφανής και στα αστικά κέντρα, με μια σειρά εξεγέρσεων αρχικά στη Φλάνδρα και κατόπιν στη Γαλλική επικράτεια. Στις δυο πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα μια σειρά από καταστροφικές σοδειές δημιούργησαν εκρηκτικό πρόβλημα σιτοδείας. Το 1348 η Μαύρη Πανώλη θα προσδώσει στην κρίση κατακλυσμικές διαστάσεις. Στην παρατεταμένη περίοδο κρίσης που γνώρισαν οι ευρωπαϊκές αγροτικές και αστικές κοινωνίες στη διάρκεια του 14ου και 15ου αιώνα η εμπορική δραστηριότητα θα αναδειχθεί σταδιακά ως τη βασική κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Παρά τις εκτεταμένες καταστροφές και τις σημαντικές δυσχέρειες που είχαν επιφέρει στις επικοινωνίες οι πόλεμοι, οι επιδημίες και οι μετακινήσεις πληθυσμών, οι πλωτοί ποταμοί της Ευρώπης εξακολουθούσαν να αποτελούν ένα σημαντικό δίκτυο εμπορικών συναλλαγών. Η εντατικοποίηση των εμπορικών συναλλαγών ενέτεινε τη διαδικασία συγκρότησης αστικών δικτύων στην ιταλική χερσόνησο και στην περιοχή των Κάτω Χωρών. Η εδραίωση πάντως εμπορικών δικτύων λειτούργησε τονωτικά για τον αναδυόμενο αστικό χώρο, ο οποίος στα τέλη του 15ου αιώνα δεν ξεπερνούσε το 15-20% του συνόλου των ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Στο εσωτερικό των αστικών κοινοτήτων οι ισχυρές ολιγαρχίες ήρθαν αντιμέτωπες πλέον με το φαινόμενο της φτώχειας και την ασύλληπτη διόγκωσή του.
Η Ευρώπη της περιόδου 1500-1700 είχε να αντιμετωπίσει αυτούς τους παράγοντες σε συνδυασμό με τις ραγδαίες εξελίξεις που θα ακολουθούσαν τους επόμενους αιώνες.
Συμπερασματικά
Οι πόλεις της Ανατολής ευρισκόμενες κάτω από το καθεστώς της βυζαντινής κυριαρχίας, αλλά και διατηρώντας στοιχεία της δικής τους προϊστορίας καθώς η καταγωγή πολλών από αυτών ανάγονταν ήδη στην αρχαιότητα, κατάφεραν να αναπτυχθούν και να μεγαλουργήσουν μετά την κατάρρευση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μολονότι αντιμετώπιζαν συχνά επιδρομές, μολονότι στο εσωτερικό τους οι αιρέσεις και οι θρησκευτικές διενέξεις ήταν συχνό φαινόμενο, κατόρθωσαν να αναδειχθούν σε μεγάλες εμπορικές δυνάμεις στη λεκάνη της Μεσογείου αλλά και στον ευρύτερο γνωστό κόσμο.
Από την άλλη οι πόλεις του δυτικού κόσμου, χρειάστηκε κι αυτές να ξεπεράσουν τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες της κατάρρευσης, τις τεράστιες επιδράσεις που είχε αυτή η ανατροπή του status quo της περιοχής. Από τον 9ο αιώνα και μετά, θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους και σύντομα να αναδειχθούν σε δυνάμεις πανευρωπαϊκές. Μεγάλα εμπορικά κέντρα, μεγάλα αστικά κέντρα θα αναδειχθούν πολλές πόλεις της Ιταλίας, της Γαλατίας και περιοχές των Κάτω Χωρών. Είναι γεγονός ότι η βιομηχανική ανάπτυξη και η βιομηχανική επανάσταση θα αποτελέσει τους επόμενους αιώνες προνόμιο της Ευρωπαϊκής ηπείρου.
[1] Mango, C. Βυζάντιο, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1988, σελ. 106.
[2] Berstein, S., Pierre Milza, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη, 5ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1999, Αλεξάνδρεια, σελ. 23.
[3] Πιρέν, Ανρί, Οι πόλεις του Μεσαίωνα, Αθήνα 2003, Βιβλιόραμα, σελ. 24.
[4] Mango, C. Βυζάντιο, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1988, σελ. 78.
[5] Mango, C. Βυζάντιο, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1988, σελ. 101.
[6] όπ. παρ. σελ. 104.
[7] Pounds, Ν. J.G., Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης, τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ, 115.
[8] Πιρέν, Ανρί, Οι πόλεις του Μεσαίωνα, Αθήνα 2003, Βιβλιόραμα, σελ. 144.
[9] όπ. παρ. σελ. 145.
[10] όπ. παρ., σελ. 147.
[11] όπ. παρ.,σελ. 150.
[12] Γαγανάκης, Κ., Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σελ. 54.
[13] Νicholas, D., Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σελ. 445.
This Post Has 0 Comments