skip to Main Content

Οι αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου, αποτελούν τα θεμέλια της ίδιας της Ένωσης.

Η αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της Ένωσης και ο σεβασμός της ιστορίας, του πολιτισμού και των παραδόσεών τους, αποτελούν βασικούς όρους για την εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην αυγή της τρίτης χιλιετίας[1].

 

 

 

Τριάντα πέντε χρόνια μετά τη γέννηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι ηγέτες των 12 κρατών μελών, καλούνται στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας στις 7 Φεβρουαρίου 1992 να υπογράψουν τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, «δίνοντας μια αχνή υπόσταση στο όραμα των πρωτεργατών της ευρωπαϊκής ενοποίησης»[2] και προσπαθώντας να προωθήσουν τη συνεργασία τους, δρομολογώντας ορισμένα στοιχεία της πολιτικής και κυρίως της οικονομικής ενοποίησης της Ευρώπης[3]. «Η Συνθήκη του Μάαστριχτ δημιούργησε έναν νέο οργανισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επρόκειτο να βασίζεται σε τρεις πυλώνες: τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και τη Συνεργασία στους Τομείς της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων (ΔΕΥ)»[4].

Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η Κοινότητα απέκτησε περισσότερες αρμοδιότητες, μπόρεσε να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα έτσι ώστε οι αποφάσεις της να λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στους πολίτες, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και του σεβασμού της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αρχή της επικουρικότητας συνδυάζει, ή προσπαθεί να συνδυάσει, κατά την εφαρμογή της τα δυο υπο-κριτήρια που περιέχονται σ΄ αυτήν: τα κριτήρια της αποκέντρωσης (εγγύτητας προς τον πολίτη) και της αποτελεσματικότητας.

Οι νέες αρμοδιότητες της Ένωσης αφορούν στους τομείς της προστασίας του καταναλωτή, της υγείας, των διευρωπαϊκών δικτύων (μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, μεταφορά ενέργειας), της βιομηχανικής πολιτικής, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, της εντατικοποίησης της προστασίας του περιβάλλοντος, της έρευνας και της ανάπτυξης της κοινωνικής πολιτικής και της συνεργασίας στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

Η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών της, την ιστορία, τον πολιτισμό τους και τις παραδόσεις τους. Η πολιτιστική πολυμορφία των κρατών μελών και των περιφερειών προστατεύεται και ενισχύεται.

Οι διευρύνσεις που έλαβαν χώρα στον κόλπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επηρέασαν και άλλαξαν την Ένωση σε μεγάλο βαθμό. Κατά πρώτον και πιο προφανές είναι το γεγονός ότι η Ένωση απέκτησε μεγαλύτερη βαρύτητα ως διεθνής οργανισμός. Κατά δεύτερον και επίσης ουσιώδες, είναι το ότι, το μέγεθος των οργάνων της αυξήθηκε, ώστε να μπορέσουν να δεχθούν τους εκπροσώπους των νέων κρατών μελών, και η εσωτερική διαδικασία λήψης αποφάσεων ένα γίνει πιο πολύπλοκη λόγω του ευρύτερου φάσματος εθνικών και πολιτικών συμφερόντων που έπρεπε να ικανοποιηθούν[5].

Οι κύριοι θεσμοί των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τροποποιήθηκαν σημαντικά τόσο ως προς τις λειτουργίες όσο και ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

«Κυβέρνηση» της Ένωσης θεωρείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που είναι και το εκτελεστικό της όργανο. Η Επιτροπή αποτελεί την κινητήρια δύναμη και την αφετηρία κάθε δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  «Παράλληλα όμως, στην Επιτροπή ανήκει και το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, το οποίο ασκεί με εισηγήσεις στο Συμβούλιο των Υπουργών»[6].

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέκυψε από τη συγχώνευση τον Ιούλιο του 1967, των εκτελεστικών οργάνων των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ο αριθμός των μελών της αυξήθηκε με τις διαδοχικές διευρύνσεις της Κοινότητας[7]. Τα άρθρα 156 και 163 της Συνθήκης Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκαν μετά την ένταξη τριών νέων κρατών μελών, προβλέπουν ότι η Επιτροπή αποτελείται από 20 μέλη που διορίζονται για μια πενταετή θητεία με κοινή συμφωνία από τις Κυβερνήσεις των κρατών μελών μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εκτελούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία για το κοινό συμφέρον της Κοινότητας[8]. Οι 20 Επίτροποι που την αποτελούν μεταξύ των οποίων και ο Πρόεδρός της, δεσμεύονται να είναι εντελώς ανεξάρτητοι από τις εθνικές κυβερνήσεις τους και να δρουν μόνο προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να έχουν ικανότητες, κατάρτιση και εμπειρίες από την άσκηση υψηλών καθηκόντων στο εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. «Επιλέγονται δε βάσει των γενικών τους προσόντων και παρέχουν κάθε εγγύηση ανεξαρτησίας»[9] σύμφωνα με το άρθρο 4 Περί Διατάξεων που αφορούν την Επιτροπή.

Το έργο της Επιτροπής συνεπικουρείται από μια Γενική Γραμματεία με 19.700 περίπου υπαλλήλους που οργανώνονται σε 26 Γενικές Διευθύνσεις. Το 1/5 του προσωπικού εργάζεται στις γλωσσικές υπηρεσίες.

Φύλακας του κοινοτικού πνεύματος ή αλλιώς φύλακας των Συνθηκών η Επιτροπή, επαγρυπνεί για τη σωστή εφαρμογή από τα κράτη μέλη των διατάξεων των Συνθηκών και του απορρέοντος απ΄ αυτές δικαίου. Για το λόγο αυτό διαθέτει την εξουσία έρευνας την οποία ασκεί είτε με δική της πρωτοβουλία, είτε κατ΄ αίτηση ενός κράτους μέλους, είτε με καταγγελία ιδιώτη. Εάν η Επιτροπή μετά από ενδελεχή έρευνα εκτιμήσει ότι υπάρχει παράβαση του κοινοτικού δικαίου, καλεί το κατηγορούμενο κράτος μέλος να τις υποβάλει τις παρατηρήσεις του σε εύλογο χρονικό διάστημα. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει ικανοποιητική αιτιολογία που δεν πείθει την Επιτροπή, τότε επιδίδεται στο κράτος μέλος μια αιτιολογημένη γνώμη με την οποία καλείται να συμμορφωθεί σε ορισμένη προθεσμία. Εάν και πάλι το κράτος  μέλος δεν συμμορφωθεί τότε η Επιτροπή υποβάλλει την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο τάσσεται ως είθισται με το μέρος της Επιτροπής, υποχρεώνοντας το δύστροπο κράτος μέλος να επανέλθει στην κοινοτική τάξη.

Το ίδιο ισχύει για τη διαχείριση των μέτρων διασφάλισης, τα οποία προβλέπουν οι Συνθήκες ή οι διατάξεις για διάφορες κοινοτικές πολιτικές. Στην εκτέλεση του ρόλου της η Επιτροπή παίρνει υπόψη της τα ζωτικά συμφέροντα του κράτους μέλους, το οποίο θεωρεί ότι θίγεται από κάποια κατάσταση, παίρνοντας ταυτοχρόνως προφυλάξεις και επιβάλλοντας όρους.

Η Επιτροπή είναι επίσης και το εκτελεστικό όργανο της Ένωσης. Οι συνθήκες αποδίδουν στην Επιτροπή ευρείες εκτελεστικές εξουσίες για την πραγματοποίηση των σκοπών που ορίζουν: την πραγματοποίηση της κοινής αγοράς, τον έλεγχο των κανόνων του ανταγωνισμού, την προμήθεια πυρηνικών πρώτων υλών, κλπ. Πάντως οι εξουσίες της Επιτροπής πολλαπλασιάζονται συνεχώς  με τις αρμοδιότητες εκτέλεσης που της παραχωρεί το Συμβούλιο στο όνομα των κρατών μελών για τη θέση σ΄ εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών.

Η οποιαδήποτε νομοθετική διαδικασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκινά με πρόταση της Επιτροπής. Χωρίς αυτήν δεν υφίσταται νομοθετική διαδικασία. Όταν η Επιτροπή καταρτίζει τις προτάσεις της ακολουθεί τρεις κατευθυντήριες αρχές:

  • το ευρωπαϊκό συμφέρον,
  • να  τηρεί την αρχή της επικουρικότητας, δηλαδή να μην υπερβαίνει τις αρμοδιότητες της Ένωσης και
  • να διεξάγει όσες προκαταρκτικές διαβουλεύσεις είναι αναγκαίες.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει το καθήκον της πιστής διαχείρισης ενός ετήσιου προϋπολογισμού της Ένωσης, ενώ παράλληλα αποτελεί και το διαπραγματευτή της Ένωσης σε εμπορικές συμφωνίες και σε συμφωνίες συνεργασίας μα άλλες χώρες ή ομάδες χωρών.

 

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

και ο ρόλος του

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πήρε τη σημερινή του ονομασία στις 30 Μαρτίου 1962 αλλάζοντας τον προηγούμενο τίτλο του που ήταν «Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Συνέλευση». Σήμερα είναι το άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκφράζει και εκπροσωπεί τους 372 εκ. πολίτες της και το μόνο θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής  Ένωσης που έχει την άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση γιατί εκλέγεται κάθε πέντε χρόνια με άμεσες, γενικές εκλογές που διεξάγονται την ίδια περίοδο στα κράτη μέλη.

Στα πρώτα χρόνια της Ευρωπαϊκής οικοδόμησης, οι Ευρωβουλευτές ορίζονταν από τα εθνικά κοινοβούλια και έπρεπε να είναι μέλη τους. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ όμως έδωσε τη δυνατότητα στο Κοινοβούλιο να καταρτίσει σχέδιο για τη διεξαγωγή εκλογών με άμεση και καθολική ψηφοφορία κατά ενιαία διαδικασία σε όλα τα κράτη μέλη ή σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Ο αριθμός των Ευρωβουλευτών αυξήθηκε με τις διαδοχικές διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το πρώτο πραγματικά πολυεθνικό κοινοβούλιο στον κόσμο και το μόνο θεσμικό όργανο που συνεδριάζει δημόσια. Η Ολομέλειά του συνέρχεται για μια εβδομάδα κάθε μήνα στο Στρασβούργο, ενώ οι έκτακτες σύνοδοι και οι συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών πραγματοποιούνται στις Βρυξέλλες. Η έδρα της Γενικής Γραμματείας του, στην οποία εργάζονται 3.700 περίπου υπάλληλοι είναι στο Λουξεμβούργο. Οι εργασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διευθύνονται από τον Πρόεδρο, ο οποίος μαζί με τους 14 Αντιπροέδρους συγκροτούν το Προεδρείο, όργανο που αποφασίζει για ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου.

Οι εξουσίες του Κοινοβουλίου ενισχύθηκαν σημαντικά τόσο με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987, όσο και με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1993.

Αποστολές του Κοινοβουλίου

Το Κοινοβούλιο έχει να εκπληρώσει 4 αποστολές. Η πρώτη του αποστολή είναι η συμβουλευτική, η οποία του επιτρέπει να δίνει τη γνώμη του στις προτάσεις της Επιτροπής. Έχει το δικαίωμα της σύμφωνης γνώμης, δηλαδή να εγκρίνει ή να απορρίπτει τις πράξεις σχετικά με την σύναψη ορισμένων διεθνών συμφωνιών, την ένταξη νέων κρατών μελών και τα διαρθρωτικά ταμεία.

Η δεύτερη του αποστολή είναι η δημοσιονομική. Σε ότι αφορά τον προϋπολογισμό της Ένωσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι το Κοινοβούλιο εγκρίνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης, τον οποίο καταρτίζει από κοινού με το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο προϋπολογισμός μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή μόνο εφόσον τον υπογράψει ο Πρόεδρός του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Σώμα έχει απορρίψει τον προϋπολογισμό διότι το Συμβούλιο δεν είχε υιοθετήσει τις επιλογές του Κοινοβουλίου. Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση επαυξάνει τις εξουσίες του Κοινοβουλίου στη διαδικασία του προϋπολογισμού και τις κάνει συγκρίσιμες με αυτές των εθνικών κοινοβουλίων[10]. Το Κοινοβούλιο έχει επίσης το δικαίωμα ελέγχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πιστή εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν εκτέλεσε πιστά τον προϋπολογισμό, μπορεί να αρνηθεί να της χορηγήσει σχετική απαλλαγή. Σημαντικό ρόλο στο θέμα αυτό διαδραματίζει και η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Η πολιτική λειτουργία του Κοινοβουλίου είναι επίσης σημαντική αποστολή, καθώς ως εκπρόσωπος  περίπου 320 εκ. πολιτών θεωρείται ο φυσικός εντολέας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το Κοινοβούλιο ζητά από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να αναπτύξουν ή να τροποποιήσουν τις κοινοτικές πολιτικές: π.χ. την πολιτική των μεταφορών, του περιβάλλοντος, την πολιτική για τα δικαιώματα των εργαζομένων ή τα δικαιώματα του ανθρώπου στον κόσμο[11].

Τέλος το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζει διαμεσολαβητή, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος να παραλαμβάνει καταγγελίες όλων των πολιτών της Ένωσης ή των φυσικών ή νομικών προσώπων που κατοικούν ή έχουν καταστατική τους έδρα σε κράτος μέλος, και που οι καταγγελίες σχετίζονται με κακή διοίκηση στο πλαίσιο της δράσης των κοινοτικών οργάνων. Το Κοινοβούλιο μπορεί να συνιστά προσωρινή εξεταστική επιτροπή προκειμένου να εξετάσει τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι το κατ΄ εξοχήν πολιτικό όργανο στο πλαίσιο της Ένωσης που διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο με τον καθορισμό των γενικών πολιτικών προσανατολισμών της Ένωσης».[12]

Είναι ο αρχιτέκτονας του κοινοτικού οικοδομήματος που καταστρώνει τα πολιτικά σχέδια για τη συνέχιση των εργασιών και λύνει τα πιο σημαντικά προβλήματα της οικοδόμησης[13].

Οι θεσμοθετημένες συναντήσεις των κυβερνήσεων των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που προωθεί συχνά τα δύσκολα πολιτικά και οικονομικά θέματα που έχουν μπλοκαριστεί σε επίπεδο Υπουργών. Το άρθρο 13 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθορίζει τις αρχές και τους γενικούς προσανατολισμούς της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων που έχουν συνέπειες στην άμυνα» και ότι «το Συμβούλιο λαμβάνει τις απαραίτητες αποφάσεις για τον καθορισμό και την εφαρμογή της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας βάσει των γενικών προσανατολισμών που καθορίζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο»[14].

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απέκτησε τη σημερινή του μορφή μετά το 1986, δηλαδή μετά την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, αν και οι συναντήσεις των αρχηγών των κυβερνήσεων πραγματοποιούνταν και πιο πριν.

Στην αρχή κάποιοι παράγοντες εξέφρασαν τους ενδοιασμούς τους ότι οι συναλλαγές που θα γίνονταν στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα συρρίκνωναν τις εργασίες των κλασικών κοινοτικών θεσμών. Όμως έπεσαν έξω καθώς οι θεσμοί προετοιμάζουν και παρακολουθούν τις εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μέσω των Υπουργών Εξωτερικών και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει πάντα την πρωτοβουλία, που της αποδίδουν οι Συνθήκες, στην προετοιμασία των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οι Υπουργοί Εξωτερικών συντρέχουν τους Πρωθυπουργούς στις υψηλού επιπέδου διαπραγματεύσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια των συναντήσεων. Οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων δεν υιοθετούν νομικές πράξεις οι οποίες δεσμεύουν τυπικά τα κράτη μέλη. Οι διαβουλεύσεις τους καταλήγουν στη δημοσίευση κοινών δηλώσεων που περιλαμβάνουν είτε κατευθύνσεις και γενικές οδηγίες είτε αποφάσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Το Συμβούλιο Υπουργών

Το Συμβούλιο Υπουργών είναι το θεσμικό όργανο, στο οποίο εκπροσωπούνται οι κυβερνήσεις των κρατών μελών. Για το λόγο αυτό έχει ταυτόχρονα κοινοτικό (υπερεθνικό) και διακυβερνητικό χαρακτήρα. Απαρτίζεται από Υπουργούς κρατών μελών και η σύνθεσή του ποικίλλει ανάλογα με το χαρακτήρα και το θέμα που εξετάζεται κάθε φορά (π.χ. Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών, Συμβούλιο Γεωργίας, Μεταφορών, Οικονομικών, κ.λ.π). Συμβαίνει δε συχνά να συνεδριάζουν συγχρόνως δύο ή τρία Συμβούλια, τρεις μήνες το χρόνο στο Λουξεμβούργο και τον υπόλοιπο χρόνο στις Βρυξέλλες.

Η Προεδρία του Συμβουλίου ασκείται εκ περιτροπής, ανά εξάμηνο από τα κράτη μέλη. Η Προεδρία ορίζει τις συνεδριάσεις και την ημερήσια διάταξή τους, επεξεργάζεται αποδεκτές προτάσεις συμβιβασμών και προσπαθεί να εξασφαλίσει συνέπεια και συνέχεια στη λήψη αποφάσεων.

Το Συμβούλιο Υπουργών θεσπίζει τις πράξεις του κοινοτικού δικαίου. Οι αποφάσεις του παίρνονται είτε ομόφωνα, οπότε η ψήφος και του μικρότερου κράτους μετράει όσο και εκείνη του μεγαλύτερου, είτε με ειδική πλειοψηφία. Από τις συνολικά 87 σταθμισμένους ψήφους χρειάζονται για την επίτευξη της ειδικής πλειοψηφίας 62 ψήφοι υπέρ, οι οποίες θα πρέπει να προέρχονται τουλάχιστον από 10 κράτη μέλη. Όταν το Συμβούλιο αποφασίζει πάνω σε πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χρειάζονται μόνο 62 ψήφοι υπέρ.

Το Συμβούλιο Υπουργών είναι το πολιτικό όργανο που αποφασίζει τους νόμους της Ένωσης στους περισσότερους τομείς. Ο ρόλος του ως Νομοθέτης της Ένωσης ενώ εκπροσωπεί με τα μέλη του και την εκτελεστική εξουσία στα κράτη μέλη, έχει δημιουργήσει το πρόβλημα του «δημοκρατικού ελλείμματος» στο κοινοτικό θεσμικό σύστημα.

Στην κοινοτική πρακτική όλο και μεγαλύτερη σημασία προσλαμβάνει η Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων, η λεγόμενη COREPER, η οποία απαρτίζεται από τους Μονίμους Αντιπροσώπους (ανώτερους διπλωμάτες) των κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρόλο που δεν προέβλεπαν την Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων οι αρχικές Συνθήκες, οι υπουργοί ανέθεσαν εργασίες σε αυτήν την επιτροπή ήδη από τον Ιανουάριο του 1985. Μετά από την εξέταση ενός θέματος, η COREPER είτε κάνει έκθεση στο Συμβούλιο προτείνοντας το έδαφος για τις διαβουλεύσεις του, είτε προετοιμάζει τις υπουργικές συνόδους είτε εξετάζει σε πρώτη φάση τα προς επίλυση θέματα και ο εκπρόσωπος του προεδρεύοντος κράτους μέλους αναλαμβάνει να διερευνήσει και να διατυπώσει το σχέδιο αποφάσεων που θα συζητηθεί στο Συμβούλιο Υπουργών.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί και Κοινότητα Δικαίου. Η ύπαρξή της προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα και οι ιδιώτες αναγνωρίζουν τα θεσμικά όργανα και οι ιδιώτες αναγνωρίζουν τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των κανόνων της. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να επικαλεσθεί ενώπιον των Δικαστηρίων της χώρας του την ισχύ και την εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου και να προσφύγει αν χρειασθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απαρτίζεται από 15 Δικαστές και επικουρείται από 8 Γενικούς Εισαγγελείς. Κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο δύναται, αποφασίζοντας ομόφωνα να αυξήσει τον αριθμό των γενικών εισαγγελέων. Οι Δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς του Δικαστηρίου επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας και συγκεντρώνουν στις χώρες τους τις αναγκαίες προϋποθέσεις για το διορισμό στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Διορίζονται με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών για περίοδο έξι ετών.

Οι Δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους για μια τριετία τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ο οποίος διευθύνει τις εργασίες του Δικαστηρίου και προεδρεύει των συνεδριάσεων και των διασκέψεων. Η επανεκλογή του Προέδρου επιτρέπεται. Κάθε κράτος μέλος εκπροσωπείται  με ένα Δικαστή.

Το Ευρωδικαστήριο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1989, αποτελούσε το μοναδικό δικαιοδοτικό όργανο της Κοινότητας. Το Συμβούλιο όμως αποφάσισε την ίδρυση Πρωτοδικείου στο οποίο ανατέθηκε η εξέταση όλων προσφυγών που ασκούν ιδιώτες και επιχειρήσεις που αντιτίθενται σε αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων. Σύμφωνα με το άρθρο 220, του 4ου Τμήματος που αφορά το Δικαστήριο η Συνθήκη προβλέπει ότι: «Το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο εξασφαλίζουν, στα πλαίσια των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της παρούσας συνθήκης»[15].

Στο Δικαστήριο εξετάζονται δυο κατηγορίες υποθέσεων:

  • οι άμεσες προσφυγές που ασκούνται από την Επιτροπή, από άλλα κοινοτικά όργανα ή από κράτος μέλος και,
  • αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής απόφασης που προέρχονται από Δικαστήρια των κρατών μελών, τα οποία ζητούν τη σχετική ερμηνεία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να μπορέσουν να εκδώσουν τη δική τους απόφαση. Το Δικαστήριο αποφαίνεται μόνο σε ζητήματα κοινοτικού δικαίου.

Στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνονται ακόμα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο που απαρτίζεται από 15 μέλη, και που αποστολή του είναι ο έλεγχος της χρηστής και πιστής διαχείρισης των οικονομικών της Ένωσης. Έχει δε την εξουσία να ελέγξει εάν τα έσοδα και οι δαπάνες της Ένωσης γίνονται σύμφωνα με τις δημοσιονομικές και λογιστικές αρχές της Κοινότητας.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) είναι επίσης ένα συμβουλευτικό όργανο, στο οποίο εκπροσωπούνται οι παραγωγικές τάξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΟΚΕ γνωμοδοτεί πάνω σε κοινωνικά και οικονομικά θέματα, αλλά μπορεί επίσης να γνωμοδοτήσει για οποιοδήποτε ζήτημα κοινοτικού ενδιαφέροντος.

Τέλος η Επιτροπή Περιφερειών είναι το νεώτερο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελείται από μέλη που διορίζονται από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών για μια θητεία τεσσάρων ετών, αποκλειστικά από τους εκπροσώπους της περιφερειακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η Επιτροπή των Περιφερειών εκφράζει και υπερασπίζει την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, όσο κανένα άλλο όργανο.

Οι πρωταγωνιστές της Ευρωπαϊκής οικοδόμησης είναι τα κύρια όργανα τα οποία αποκαλούνται θεσμοί μέσα στις Συνθήκες με έργο και αποστολή δύσκολο αλλά πολύ ιδιαίτερο και σημαντικό. Πίσω όμως από τους πρωταγωνιστές δρα ένα πλήθος κομπάρσων που είναι απαραίτητοι για την νομιμοποίηση των δράσεων δημοκρατικών θεσμών μέσα σ΄ ένα δημοκρατικό περιβάλλον. Αυτοί οι κομπάρσοι είναι οι πολίτες ο ρόλος των οποίων σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αγνοείται. Και ο ρόλος των πολιτών ακόμα και στη ομαλή λειτουργία αυτών των οργάνων είναι καθοριστικός.

 

 

Βιβλιογραφία
  • Λάβδας, Κ., Ευρωπαϊκά Ιδεολογικά Ρεύματα κατά το β΄ μισό του 20ου αιώνα και τη Μετασοβιετική Περίοδο. Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Τόμος Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
  • Μαριάς, Ν., Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Πολιτών και της Αλληλεγγύης, η πορεία προς το Άμστερνταμ, Τυπωθήτω, Αθήνα 2004.
  • Μούσης, Ν., Ευρωπαϊκή Ένωση, Δίκαιο-Οικονομία-Πολιτική, Παπαζήσης, Αθήνα 1999.
  • Χριστουδουλίδης, Θ. Α., Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Η ιστορική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, 1923-2004, Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2001.
  • Σαχπεκίδου, Ευ., Ευρωπαϊκή Ένωση, Βασικά Κείμενα, Ε΄ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2003.
  • Berstein, S., Milza, P., Ιστορία της Ευρώπης, Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης, 1919 έως σήμερα, τόμος 3, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
  • Nugent, Neill, Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σαββάλας, Αθήνα 2003.

[1] Μαριάς, Ν., Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Πολιτών και της Αλληλεγγύης, η πορεία προς το Άμστερνταμ, σελ. 17, Τυπωθήτω, Αθήνα 2004. 

[2] Χριστουδουλίδης, Θ. Α., Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Η ιστορική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, 1923-2004, σελ. 142, Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2001. 

[3] Berstein, S., Milza, P., Ιστορία της Ευρώπης, Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης, 1919 έως σήμερα, τόμος 3, σελ. 275, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997. 

[4] Nugent, Neill, Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σελ. 111, Σαββάλας, Αθήνα 2003. 

[5] Nugent, Neill, Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σελ. 111, Σαββάλας, Αθήνα 2003. 

[6] Λάβδας, Κ., Ευρωπαϊκά Ιδεολογικά Ρεύματα κατά το β΄ μισό του 20ου αιώνα και τη Μετασοβιετική Περίοδο. Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Τόμος Β΄, σελ. 101, ΕΑΠ, Πάτρα 2002. 

[7] Μούσης, Ν., Ευρωπαϊκή Ένωση, Δίκαιο-Οικονομία-Πολιτική, σελ. 38, Παπαζήσης, Αθήνα 1999. 

[8] όπ. παρ. σελ. 38. 

[9] Σαχπεκίδου, Ευ., Ευρωπαϊκή Ένωση, Βασικά Κείμενα, Ε΄Έκδοση, σελ. 301, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2003. 

[10] Μούσης, Ν., Ευρωπαϊκή Ένωση, Δίκαιο-Οικονομία-Πολιτική, σελ. 38, Παπαζήσης, Αθήνα 1999. 

[11] όπ. παρ. σελ. 45 

[12] Μαριάς, Ν., Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Πολιτών και της Αλληλεγγύης, η πορεία προς το Άμστερνταμ, σελ. 23, Τυπωθήτω, Αθήνα 2004. 

[13] Μούσης, Ν., Ευρωπαϊκή Ένωση, Δίκαιο-Οικονομία-Πολιτική, σελ. 37, Παπαζήσης, Αθήνα 1999. 

[14] Σαχπεκίδου, Ευ., Ευρωπαϊκή Ένωση, Βασικά Κείμενα, Ε΄Έκδοση, σελ. 11, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2003. 

[15] Σαχπεκίδου, Ευ., Ευρωπαϊκή Ένωση, Βασικά Κείμενα, Ε΄Έκδοση, σελ. 188, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2003.

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back To Top