Ο Βιρζίλ, μονήρης υπάλληλος διαφημιστικής εταιρείας και ένοικος ενός διαμερίσματος…
Δρ Πλάτων Αλεξίου
εικαστικός καλλιτέχνης – Designer – ιστορικός της τέχνης-κριτικός τέχνης AICA
Θα προσπαθήσω, στις λίγες σκόρπιες γραμμές που ακολουθούν να λειτουργήσω περισσότερο ως σκεπτόμενο άτομο που ζει την εποχή του, παρά ως εικαστικός καλλιτέχνης και ιστορικός της τέχνης-τεχνοκριτικός.
Η αλήθεια είναι πως μετά από όσα άκουσα, διάβασα και είδα, πήγα να δω την έκθεση ΟUTLOOK προκατειλημμένος. Επισκέφτηκα την έκθεση την τελευταία εβδομάδα. Αυτό σημαίνει ότι δεν είδα, ούτε το έργο του Τότσικα που βανδαλίστηκε, αλλά ούτε και του Τιέρι ντε Κορντιέρ που αποκαθηλώθηκε. Ωστόσο, είναι οφθαλμοφανές, πως από τη μια η βεβιασμένη κριτική κάποιων (μάλλον λίγων) και από την άλλη η εκτός θεσμών πολιτική εξουσία έκαναν σε αυτούς τους καλλιτέχνες την καλύτερη διαφήμιση. Το επίμαχο έργο του Κορντιέρ, όπως προαναφέρω, δεν το είδα, άρα δεν μπορώ να το κρίνω. Τα υπόλοιπα όμως έργα που είδα στον χώρο του, θεωρώ πως αναβλύζουν πάθος, ενώ, αν και είναι ασπρόμαυρα, από την δεδηλωμένη ατμόσφαιρά τους θαρρεί κανείς πως ξεπετάγονται χρωματικές ανταύγειες .
Το να πάρουμε λοιπόν ένα μολύβι και να σβήσουμε μονοκονδυλιά το σύνολο της έκθεσης είναι αποτυχημένη πράξη και ανώριμη.
Τα πράγματα πρέπει να ειπωθούν με το όνομά τους. Η έκθεση στο σύνολό της ήταν μια μεγάλη πολιτιστική γιορτή. Ωστόσο γεγονός αποτελεί πως στοίχισε πολλά χρήματα που πλήρωσε όλος ο ελληνικός λαός, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να τη δουν όλοι από την επαρχεία και τα νησιά, ενώ αναλογικά λίγοι ήταν και οι επισκέπτες στην Αθήνα. Οι επισκέπτες θαρρώ πως ήταν καλλιτέχνες, διανοούμενοι, φοιτητές της ΑΣΚΤ , φιλότεχνοι και λίγοι περίεργοι. Ήταν λοιπόν έκθεση για λίγους. Μήπως κάπως έτσι δεν γίνεται και σε άλλες ανάλογες εκθέσεις του εξωτερικού; Tελικά είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να δεχτούμε.
Η έκθεση, διαφημίστηκε μεν, αλλά η μάλλον αρνητική κριτική που βγήκε προς τα έξω συν τα δήθεν επίμαχα έργα κράτησαν πολύ κόσμο μακριά, ακόμη και στην Αθήνα. Ως εκ τούτου δεν έγινε η κοσμοσυρροή, δεν ήλθαν σχολεία, ούτε πούλμαν από την επαρχία, όπως έγινε για παράδειγμα με την έκθεση του Ελ Γκρέκο στην Εθνική Πινακοθήκη πριν λίγα χρόνια, αν και σε αυτήν το concept ήταν διαφορετικό.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως η τέχνη είναι ελεύθερη και εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου όπως έτσι πολύ απλά γίνεται με την καθημερινότητα. Μετά τον πόλεμο και ακόμη καλύτερα από τα χρόνια του Μεταμοντερνισμού(μετά το 1970 περίπου), δεν υπάρχουν ομαδικά καλλιτεχνικά κινήματα και ο κάθε καλλιτέχνης δημιουργεί σύμφωνα με τους δικούς του οίστρους. Μεταξύ των άλλων αναβίωσαν μορφές και μοτίβα παλαιότερων εποχών, καθιερώθηκε η κινητική τέχνη, οι εγκαταστάσεις καθώς και όλες οι μορφές της Κυβερνητικής τέχνης.
Πρέπει να συνειδητοποιηθεί και από πολλούς καλλιτέχνες ακόμη, πως εκτός από την τέχνη του τελάρου, τέχνη είναι τα παραπάνω και πολλά ακόμη. Υπάρχει ωστόσο και το δίλημμα από πολλούς ή καλύτερα το ερώτημα , ποιά είναι τα όριά της. Από πού και μετά αυθαιρετεί ή προσβάλλει πρόσωπα και θεσμούς; Κατά την άποψή μου δεν πρέπει να υφίστανται τέτοια ερωτήματα. Τόσα που βλέπουμε στο σινεμά και στην ΤV τα παρακάμπτουμε και μας ενοχλεί όταν τα ίδια πράγματα τα βλέπουμε στα εικαστικά;
Η τέχνη είναι στάση ζωής και πηγάζει από αυτήν, είναι καθημερινότητα, είναι φιλοσοφία μικρών πραγμάτων, είναι έρωτας, πάθος και ένταση μαζί-ακόμη και σε ακραίες μορφές. Αρκεί όμως αυτό που παρουσιάζεται ή ονοματίζεται τέχνη και το εισπράττουμε εμείς οι θεατές, έτσι πολύ απλά να διεγείρει τις αισθήσεις μας. Ευμενώς, κατά προτίμηση, αλλά κάποιες φορές, έστω να μας προβληματίζει, να μας θυμώνει ή και να μας απωθεί.
Το πρόβλημα αρχίζει, κάτι που μας οδηγεί και στην απόρριψη, όταν το έργο, κάθε μορφής, μας αφήνει αδιάφορους και αποχωρούμε κενοί.
Τούτο συμβαίνει όταν αυτό που παρουσιάζεται ως τέχνη δεν εμπεριέχει κάποια ή κάποιες από τις παραμέτρους που διαμορφώνουν την αισθητική και μας φορτίζουν, όπως λ.χ. σύνθεση, αρμονικές χαράξεις- ισορροπίες, χρωματικές αρμονίες-αντιθέσεις, πλασμό, ζητήματα οπτικού βάρους, εντάσεις, υφή και αδρότητα των υλικών κ.ά. Εάν λοιπόν δεν υπάρχει, έστω κάτι από τα παραπάνω, τότε για ποιά τέχνη μιλάμε; Ποιά είναι η συνεισφορά του «καλλιτέχνη» και τί από τα παραπάνω έχει ο «ουρητήρας» του Ντυσάν, που ως αυτόνομο βιομηχανικό προϊόν με την υπογραφή R.Mutt, που άλλοι δημιούργησαν για κάποιο χρηστικό λόγο, ονοματίστηκε έργο τέχνης .
Παρομοίως και η τοποθέτηση ενός κουτιού σούπας σε ένα βάθρο από τον Γουώρχωλ. Και αναρωτιέμαι γιατί βάλλονται από κάποιους διανοούμενους ή αμερικανικόπληκτους αυτοί που δεν μπορούν να κατανοήσουν αυτές τις απλές «δήθεν» καθημερινές κενές πράξεις κάποιων «καλλιτεχνών» ως τέχνη.
Στο περιεχόμενο της έκθεσης OUTLOOK και πάλι, θεωρώ πως τα έργα, στην πλειοψηφία τους αντιπροσωπεύουν το σημερινό γίγνεσθαι της παγκόσμιας τέχνης. Βέβαια της μνημειακής και μουσειακής τέχνης και όχι της «τέχνης του σπιτιού», όπως κάποιοι νόμιζαν ότι θα έβλεπαν.
Αισθάνομαι την ανάγκη να εξάρω, ενδεικτικά, κάποια από τα έργα της έκθεσης που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, όπως για παράδειγμα τα Μ/Α σχέδια και το video του Γουίλιαμ Κέντριτζ, που «σαν παλιό σινεμά» με ταξίδεψε με την εμπλοκή των κινουμένων σχεδίων, τις σκιές και τη ζεστή παρουσία της γυναίκας του. Το επιβλητικό υποχρεωτικό πέρασμα από την ερωτοδιαστροφική –σκηνογραφική εγκατάσταση της Μόνικα Μπονβιτσίνι, ενώ το γλυπτό-κατασκευή με τα αχλάδια και το τρενάκι του Δημήτρη Κόζαρη ξύπνησε την αθωότητα και την παιδικότητα που κρύβουμε μέσα μας.
Ωστόσο, αρκετά «έργα» με άφησαν παντελώς αδιάφορο, που πάντα κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν σε αυτήν την έκθεση. Εδώ ,ενδεικτικά, θα μνημονεύσω τις εγκαταστάσεις «Σκοτεινός θάλαμος»(Atelier van Lieshout) και το «σαλονάκι» του Μάνφρεντ Πέρνις , τα χαρτιά του νεκροτομείου της Τερέζα Μαργολλέ, τις φωτογραφίες της Σιράνα Σαχπαζί, του Ζέλετου Μτέχνα, του Βόλφγκαν Τίλλμανς, τα γύψινα σκαλοπάτια του Μρους Νάουμαν, ο οποίος αν και πρωτοπόρος στον Κυβερνοχώρο, εδώ φαίνεται πως δεν εκπροσωπήθηκε με το καλύτερο έργο του, κ.ά.
Στη θέση αυτών των έργων θα προτιμούσα να έβλεπα ελληνικά έργα που δεν υστερούν σε τίποτα από τα ξένα. Άλλωστε στην Ελλάδα γίνεται η έκθεση, όπως και οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 2004. Βέβαια κάτι τέτοιο είναι θέμα ισορροπιών σε ότι αφορά την ποσοτική κατανομή των έργων ανά χώρα. Αυτό το γνωρίσουν καλύτερα οι διοργανωτές, οι οποίοι έκαναν δεόντως την δουλειά τους. Διότι η έκθεση αυτή ήταν κολοσσός στην πρακτική της τουλάχιστον εφαρμογή και χωρίς ιστορικό αν γνωρίζω καλά, στον τόπο μας.
Εκθέσεις σαν και αυτήν, αλλά και σαν την Μπιενάλε που είδαμε στους Αγίους Αναργύρους, με τα όποια αρνητικά τους σημεία, είναι δίαυλοι επικοινωνίας με την τέχνη του υπόλοιπου κόσμου.
Παρομοίως σημαντικότατες είναι οι εκθέσεις με την ελληνική τέχνη που οργανώνει κατά καιρούς –μακάρι να γίνονταν πιο συχνά- το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος(Γκάζι 2001). Όλες αυτές οι εκθέσεις μας κάνουν πλουσιότερους στο πνεύμα και τη ψυχή στο πείσμα κάποιων μεμψίμοιρων και μίζερων που τα βλέπουν όλα γκρίζα.
(Δημοσίευση στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, 95/2004)
This Post Has 0 Comments