skip to Main Content

Μεγάλωσε στο ίδιο σπίτι με τους γονείς της και τον εραστή τής μητέρας της. Στις παρέες της βρισκόταν η αφρόκρεμα της πρωτοπορίας και της διανόησης του 20ού αιώνα, ωστόσο τις αναμνήσεις της τις μοιράζεται δύσκολα. Και αυτή είναι μία από τις σπάνιες φορές που η 95χρονη Σεσίλ Ελιάρ – κόρη του Πολ Ελιάρ – ανοίγει το κουτί με τις θύμησές της και τις αποκαλύπτει δημοσίως.
Οταν ήταν παιδί έβλεπε τον Μαξ Ερνστ να ζωγραφίζει τεµαχισµένες γυναίκες στους τοίχους του σπιτιού της και να κοιµάται µε τη µητέρα της. Μεγαλώνοντας πήγαινε σε αγώνες πυγµαχίας συντροφιά µε τον Πικάσο και όταν µπήκαν οι Γερµανοί στο Παρίσι λίγο έλειψε να µείνει χωρίς καταφύγιο – ευτυχώς βρέθηκαν στον δρόµο της ο Μαρσέλ Ντισάν και ο Μαν Ρέι – καθώς η µητέρα της την είχε εγκαταλείψει για να υποδυθεί τον ρόλο της µούσας.

Η ζωή της θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα στο οποίο και ο πιο ασήμαντος χαρακτήρας θα ήταν ένα μεγάλο όνομα των εικαστικών ή της λογοτεχνίας, διότι η 95χρονη σήμερα Σεσίλ Ελιάρ – κόρη του υπερρεαλιστή ποιητή Πολ Ελιάρ – έζησε δίπλα σε όλες τις μυθικές μορφές του 20ού αιώνα. Και μία μόνο γεύση από αυτές προσφέρει τώρα σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της – είναι η τέταρτη που δίνει στη ζωή της και η πρώτη στα αγγλικά και στον βρετανικό «Γκάρντιαν» – με αφορμή την επανέκδοση στα γαλλικά με νέα εικονογράφηση του μοναδικού παιδικού βιβλίου που έγραψε ο πατέρας της Πολ Ελιάρ και την πρώτη έκδοσή του στα αγγλικά.

«Ο Μαξ Ερνστ είχε ζωγραφίσει σχεδόν όλους τους τοίχους του σπιτιού μας» λέει η Σεσίλ Ελιάρ. «Πάνω από το κρεβάτι μου είχε φτιάξει μια πάπια με ρόδες. Σε μια γωνιά της τραπεζαρίας είχε ζωγραφίσει μια γυμνή εύσωμη γυναίκα της οποίας το κορμί ήταν τεμαχισμένο. Μπορούσες να δεις τα σωθικά της. Με τρόμαζε αυτό».
Σε ένα άλλο κόκκινο δωμάτιο μια άλλη γυναίκα ήταν ζωγραφισμένη από το χέρι του γερμανού ντανταϊστή. Γυμνή κι εκείνη, επίσης εύσωμη, που έσφιγγε το πλούσιο στήθος της, εικόνα που «με τρόμαζε περισσότερο από καθετί» παραδέχεται.
Οσο για το υπνοδωμάτιο των γονιών της; Ο Μαξ Ερνστ είχε επιλέξει να απεικονίσει στους τοίχους μυρμηγκοφάγους να τρώνε μυρμήγκια και μεγάλα χέρια γύρω από τα παράθυρα. «Νομίζω ότι υπήρχαν σεξουαλικοί υπαινιγμοί» λέει ντροπαλά.

Ο Μαξ Ερνστ μπήκε στη ζωή του πατέρα της όταν εκείνος ήταν 30 ετών. Και γρήγορα έγινε και εραστής της μητέρας της, της εκρηκτικής Γκαλά, την οποία οι περισσότεροι γνωρίζουν ως μούσα του Σαλβαντόρ Νταλί. «Μέναμε όλοι μαζί για μερικά χρόνια και όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Δεν θυμάμαι να το βρίσκαμε περίεργο».

Ενας άλλος διάσημος – από τους δεκάδες που γνώρισε στο οικογενειακό της περιβάλλον – με τον οποίο είχε ιδιαίτερα φιλική σχέση ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος την πήγαινε σε αγώνες πυγμαχίας. «Ποτέ δεν γέρασε. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τη διαφορά των 40 και πλέον ετών που μας χώριζαν. Μπορούσα να τον επισκέπτομαι όποτε ήθελα στο ατελιέ του, στο Παρίσι. Μου έδειχνε τα μικρά γλυπτά που έφτιαχνε. Ηταν τόσο ζωντανός, τόσο γήινος…».
Ωστόσο οι ερωμένες του Πικάσο επηρέασαν με τον τρόπο τους τη φιλία της με τον διασημότερο καλλιτέχνη του 20ού αιώνα. «Η Ντόρα Μάαρ δεν με συμπαθούσε, το θυμάμαι καλά, μου το είπε! Μου άρεσε καλύτερα η επόμενη, η Φρανουάζ Ζιλό, ήταν έξυπνη και ευγενική» συνεχίζει.

Παρά το γεγονός ότι ήταν «καταδικασμένη» να αντλεί φίλους και εραστές από τις διασημότητες της αβανγκάρντ δεν σημαίνει ότι ήταν και ευτυχισμένη. Ηταν μόλις 11 ετών όταν η μητέρα της την εγκατέλειψε για να παντρευτεί τον Σαλβαντόρ Νταλί. «Από το 1929 που γνώρισε τον Νταλί και μετά έπαψε να νοιάζεται για μένα» θυμάται. «Δεν ήταν ποτέ πολύ τρυφερή. Ηταν πολύ μυστηριώδης και μυστικοπαθής. Δεν συνάντησα ποτέ την οικογένειά της. Δεν ήξερα ούτε πότε ακριβώς είχε γεννηθεί».

Οταν η Γκαλά την εγκατέλειψε, η Σεσίλ πήγε να μείνει με την οικογένεια του πατέρα της στο Παρίσι. Εκείνον τον έβλεπε συχνότατα. Εκείνη μία – δύο φορές τον χρόνο. Μια ημέρα του Ιουνίου του 1940 – η Σεσίλ τότε ήταν 22 ετών – οι Γερμανοί μπήκαν στο Παρίσι και εκείνη που εργαζόταν στο υπουργείο Γεωργίας ειδοποιήθηκε, όπως και όλο το προσωπικό, ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την πόλη. Θυμήθηκε τότε ότι η μητέρα της είχε νοικιάσει μια βίλα στο θέρετρο Αρκασόν για το καλοκαίρι. Χρειάστηκε να ταξιδέψει δύο ημέρες με ένα φορτηγό έως εκεί.

«Οταν έφτασα στη βίλα ζήτησα να δω τη μητέρα μου. Η οικιακή βοηθός μού είπε ότι η Γκαλά δεν είχε κόρη και με αποκάλεσε ψεύτρα. Εκείνη δεν ήταν στο σπίτι και δεν είχα πού αλλού να πάω. Συνέχισα να προσπαθώ να πείσω την καμαριέρα που στο τέλος μου είπε: “Το πρωί έφτασαν ο Μαρσέλ Ντισάν και ο Μαν Ρέι. Για να δούμε αν σε γνωρίζουν”. Ανοιξε την πόρτα. Οι δύο άνδρες έπαιζαν σκάκι. Με ήξεραν καλά, βεβαίως, και έτσι ήμουν ασφαλής».

«Αχ γονείς» καταλήγει η γυναίκα, η ζωή της οποίας, αν μη τι άλλο, δεν υπήρξε διόλου βαρετή ύστερα από τέσσερις γάμους, τους οποίους έκανε και διέλυσε, όπως ομολογεί, πολύ εύκολα και χωρίς δράματα, κάτι που παραδέχεται ότι κληρονόμησε από τον πατέρα της. «Μπορεί να μην είχα πολύ τη μητέρα μου, αλλά τουλάχιστον είχα έναν καλό πατέρα».

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back To Top