Εξόριστος στη Χαλκίδα, απομονωμένος από τους «συμφιλοσοφούντας» αλλά νιώθοντας το…
H φιλοσοφία ως αναζήτηση και σύλληψη των δυνατοτήτων των πραγμάτων και των γεγονότων, είναι δημιουργία. Και μάλιστα, μια μορφή δημιουργίας που δεν προβλέπεται να περατωθεί ποτέ, όσο θα υπάρχει ο άνθρωπος.[1]
Θεοδόσιος Ν. Πελεγρίνης
Από την εποχή των κοσμολόγων, των φιλοσόφων της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.) μέχρι την εποχή των ενδοσκόπων, των φιλοσόφων δηλαδή που προσπάθησαν να στήσουν το αλχημικό τους όνειρο για την ανθρώπινη ευτυχία –όπως κατονομάζει ο Καθηγητής της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στο βιβλίο του «Οι πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας»- τη μηχανική εποχή που διαδέχθηκε κατ΄ ουσία τη μαγική εποχή της Αναγέννησης, συνέβησαν αλλεπάλληλες επαναστάσεις και διαδοχικές ανατροπές στο χώρο της φιλοσοφίας.
Στη διαμόρφωση της νέας φιλοσοφίας που εμφανίζεται από τον 17ο αιώνα και εφεξής, καταλυτική υπήρξε η αλλαγή της αντίληψης για τον κόσμο. Η πρόοδος των φυσικών επιστημών κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, διαμόρφωσε το «εμπειρικό και κριτικό ήθος της νεότερης εποχής αλλά και μεταμόρφωσε αυτό το πρόσωπο της κοινωνίας»[2].
Ενώ μέχρι τότε η φιλοσοφία, υπαγόρευε τα καθήκοντα της εμπειρικής επιστήμης, από τον 17ο αιώνα και μετά οι ισορροπίες ανατρέπονται με αποτέλεσμα η ίδια η επιστήμη να γίνει φιλοσοφία. Η πειραματική επιστήμη με την εντυπωσιακή εξέλιξή της, προκάλεσε ριζική επανεξέταση του ρόλου της φιλοσοφίας. «Η φιλοσοφία της νεωτερικότητας γίνεται θεραπαινίδα της επιστήμης»[3].
Φράνσις Μπέικον
Ο Φράνσις Μπέικον (1561-1626) είναι ο πρωτεργάτης στοχαστής που θα προαναγγείλει την έναρξη της νέας επιστημονικής εποχής, για το λόγο αυτό, χαρακτηρίστηκε ως «ο σκαπανέας της προσπάθειας για τη λογική συστηματοποίηση της επιστημονικής διαδικασίας»[4]. Ο ίδιος δε, θεωρούσε τον εαυτό του «ως τον προφήτη της νέας επιστήμης»[5]. Σύμφωνα με τον Μπέικον, ο κατεξοχήν στόχος των φιλοσόφων, είναι να δείξουν στον άνθρωπο την οδό εκείνη προκειμένου να κυριαρχήσει στις φυσικές δυνάμεις με τρόπο επιστημονικό, χρησιμοποιώντας τον ορθό λόγο και όχι τη μαγεία. Για να το επιτύχουν δε αυτό, οφείλουν να σκέπτονται επαγωγικά ώστε να οδηγηθούν στις ατραπούς της αληθείας.
Ρενέ Ντεκάρτ
Εκφραστής της μηχανικής αντίληψης για το σύμπαν ο Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650), θεωρείται ο «πατέρας της νεότερης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας»[6].
Υπήρξε ο ορθολογιστής ο οποίος πρέσβευε πως γνωρίζουμε κάθε τι όπως ακριβώς τις μαθηματικές έννοιες, μέσω μιας έμφυτης ικανότητας, που μας οδηγεί στην εξακρίβωση της αλήθειας. «Εφόσον όλα τα αξιώματα, όπως οι μαθηματικές αλήθειες γίνονται γνωστά μέσω της ενοράσεως, ή μέσω της παραγωγής τους από τη διαίσθηση, εκείνο που χρειάζεται είναι να γίνουν κατανοητά και αποδεκτά ως αληθινά»[7]. Ο Ντεκάρτ στο “Meditations” γράφει: «κάθε καθαρή και διακεκριμένη έννοια είναι δίχως αμφιβολία κάτι και…δεν μπορεί να είναι η αιτία του σφάλματός μου και επομένως πρέπει να συμπεράνουμε ότι μια τέτοια έννοια (ή κρίση) είναι αληθινή»[8].
Γκότφριντ Λάιμπνιτζ
Σε κριτική μελέτη υπέπεσε η καρτεσιανή θεωρία της επιστήμης από έναν πολύ σημαντικό εκπρόσωπο του ορθολογικού ρεύματος κατά τον 17ο αιώνα, τον Γερμανό Γκότφριντ Λάιμπνιτζ (1646-1716).
Τα θέματα που πραγματεύεται ο Λάιμπνιτζ είναι τα κλασικά θέματα της φιλοσοφίας: ο Θεός, η διάκριση της ψυχής από το σώμα, η γνώση. «Το έργο του Λάιμπνιτζ μας επιτρέπει να λογαριάσουμε τις δυσκολίες και προπάντων να δούμε ότι η ολική έκταση του Λόγου δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να αγγίξει το παράδοξο. Αυτό μας οδηγεί στο να αναρωτηθούμε αν μπορεί να υπάρξει Λόγος χωρίς παράδοξο και ακόμα, αν ο Λόγος μπορεί να αφομοιώσει τον παρά-Λόγο χωρίς να απολέσει τη φύση του»[9].
Εμπειρισμός
Η ανθρώπινη γνώση αλλά και τα όρια της, διερευνώντας εκτενώς τον 18ο αιώνα, από τον εμπειρισμό το πολύ σημαντικό επιστημολογικό ρεύμα που ξεκινά έχοντας ως αρχή του ότι η μοναδική πηγή γνώσης είναι η εμπειρία, ή ότι δεν είναι δυνατή η γνώση καθόλου ή ότι είναι δυνατή μόνο με αναφορά προς την εμπειρία. Η εμπειρία νοείται ως όλο το περιεχόμενο της συνειδησιακής ικανότητας του ατόμου, αισθητικά δεδομένα κλπ. ή άλλο καθορισμένο περιεχόμενο. «Οι αρχές των ιδεών, των εννοιών ή των καθόλου ή και η φύση της σημασίας των ιδεών, των εννοιών ή των καθόλου κατάγονται ή συναποτελούνται από καθαρά εμπειρικά στοιχεία»[10].
Τζον Λοκ
«Τα όρια της γνώσης συμπίπτουν με τα όρια της εμπειρίας». Κεντρική παραδοχή του εμπειρισμού που πλέον διαμορφώνεται σε επιστημολογικό σύστημα υπό τον αρχηγέτη της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού Τζον Λοκ (1632-1704). Οτιδήποτε διαφεύγει από το εμπειρικό πλαίσιο ή ότι δεν μπορεί να ταυτιστεί μ΄ αυτό είναι a priori μη γνωστό, μη δεδομένο. Ο Λοκ, σε καμία περίπτωση δεν υιοθετεί τη θεωρία περί έμφυτων ιδεών, άποψη που στήριξε προγενέστερα ο Πλάτωνας και πολύ αργότερα, ο Ντεκάρτ, σύμφωνα με την οποία μέσα μας υπάρχουν αρχέγονες αλήθειες που δεν τις δημιουργήσαμε εμείς, αλλά προϋπήρχαν ανεξάρτητα από εμάς. Με τη βοήθεια των αισθητηρίων οργάνων ο ανθρώπινος νους καταγράφει στοιχεία και πληροφορίες. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο νους και το σώμα βρίσκονται σε απόλυτη σύνδεση μέσω των αισθήσεων και των αισθητηρίων οργάνων.
Η ψυχή μας εφοδιάζεται με ιδέες μέσω δυο εμπειρικών διαύλων: μέσω των αισθήσεων και μέσω του λογισμού. Με τις αισθήσεις μας αποκτάμε τις ιδέες των όντων-των υλικών πραγμάτων και των γεγονότων- που υφίστανται γύρω μας, ενώ με τις διάφορες λειτουργίες που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος καταφέρνει να μετασχηματίσει αυτές τις ιδέες. Η αντίληψη, η βούληση, η αμφιβολία, η γνώση, αλλά και η πίστη σε κάτι συμβάλλουν στο μετασχηματισμό αυτών των ιδεών. Τις ιδέες που έχουμε για τις ψυχικές μας λειτουργίες, τις σχηματίζουμε μέσω του λογισμού. Οι διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου όσο ατελείς κι αν είναι τον καταστούν αρκετά ικανό, ώστε να αντιμετωπίζει επαρκώς την καθημερινότητα.
Στόχος της επιστήμης είναι να συμβάλλει στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του ατόμου. Για το λόγο αυτό δεν είναι απαραίτητο να της επιβάλλεται ένα εξωπραγματικό κριτήριο εγκυρότητας. Η αισθητηριακή αντίληψη του κάθε ατόμου παράγει πρωτογενή δεδομένα που προσλαμβάνονται από την αλήθεια που η ανθρώπινη διάνοια μπορεί να δεχθεί. Με την «αρχή της συνδυαστικότητας», επεξεργάζεται αυτά τα δεδομένα. Η εμπειρική γνώση αποτελείται από πρωταρχικά συστατικά τις «απλές ιδέες» της αισθητηριακής αντίληψης. Αυτές προέρχονται από τη μια μεριά από το φυσικό κόσμο και από την άλλη από τον εαυτό μας. «Απλές ιδέες είναι οι πληροφορίες που, μέσω των αισθήσεων και του λογισμού, συγκεντρώνουμε για τα πράγματα και τα γεγονότα, οι οποίες δεν μπορούν ν΄ αναλυθούν περισσότερο»[11].
Ο εμπειρισμός, στηρίζεται πάνω στις βάσεις ενός «αντιληπτού ατομισμού» ο οποίος πρεσβεύει ότι οι αισθήσεις, μας παρέχουν μεμονωμένα αισθητηριακά δεδομένα και δεν παρουσιάζουν τα πράγματα ως συνολικές μορφές. Από την άλλη πλευρά, οι απλές ιδέες καταγράφουν εκείνες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα αντικείμενα της καθημερινότητάς μας. Όμως τα πράγματα της καθημερινότητάς μας είναι αναμφίβολα «σύνθετες ιδέες». Μπορούμε να έχουμε γνώση μιας σύνθετης ιδέας μόνο εάν έχουμε αναγνωρίσει όλα τα βασικά της γνωρίσματα. Η εμπειρική αναγωγή συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδέες που εντοπίζουμε στην ανθρώπινη διάνοια από τις πιο απλές μέχρι και τις πιο περίπλοκες.
Ο Λοκ αναφέρεται εκτενώς στις ιδέες μέσα στο νου, θεωρώντας ότι αυτές συναποτελούν το υλικό της γνώσης, ενώ επίσης θεωρεί ότι η ιδέα δεν αποτελεί μια υπέρτερη πραγματικότητα. Ανακύπτει όμως το ερώτημα ποια είναι η σχέση και πως οριοθετείται ανάμεσα στις ιδέες που ενυπάρχουν στο εσώτερο του γνωστικού υποκειμένου και σε αυτές που βρίσκονται έξω και ανεξάρτητα της διανοίας. Το κύρος των ιδεών εξαρτάται εν πολλοίς από το αντίκρισμα που έχουν στην πραγματικότητα. Αυτά τα στοιχεία του αντικειμενικού κόσμου ο Λοκ τα αποκαλεί «ποιότητες» και τις διακρίνει σε δυο κατηγορίες, στις πρωτεύουσες ποιότητες οι οποίες είναι συνυφασμένες με τα πράγματα ώστε αυτά να μην μπορούν να νοηθούν χωρίς εκείνες, και στις δευτερεύουσες ποιότητες οι οποίες είναι συνυφασμένες με την ύπαρξη του πράγματος στο οποίο αναφέρονται. Ο Λοκ, χρησιμοποιεί αυτή τη διάκριση προκειμένου να στηρίξει ένα επιχείρημα μετριοπαθούς ή κριτικού ρεαλισμού που έχει βάση την αισθητηριακή αντίληψη. Η υπόθεση αυτή ωστόσο για την ύπαρξη της υλικής υπόστασης σε κάθε φυσικό αντικείμενο, εκεί δηλαδή που στηρίζονται οι ποιότητες τις οποίες αναπαριστάνουμε εντός μας με τις ιδέες, προκαλεί ρήγμα στην ιδεαλιστική του θεωρία[12].
Για το Λοκ, δυο θεμελιώδεις αρχές ισχύουν. Καταρχάς ότι η επιστήμη είναι αυστηρώς περιγραφική χωρίς να επιχειρεί βαθιά οντολογία. Τα φυσικά πράγματα κρύβουν μέσα τους δυνάμεις οι οποίες αποτελούν το κυρίαρχο αίτιο των ιδεών που ανακαλύπτουμε μέσα στο νου. Οι δυνάμεις αυτές γίνονται γνωστές μόνο μέσα από τις επιδράσεις τους πάνω στα αισθητήρια μας. Η επιστήμη, μας διδάσκει το πώς λειτουργούν τα πράγματα της εμπειρίας. Δεν διδάσκει γιατί είναι αναγκαίο να λειτουργούν μ΄ αυτόν τον τρόπο ή αλλιώς.
Γνωρίζουμε ένα αντικείμενο όταν συνδιαλλασσόμαστε μ΄ αυτό και η συνδιαλλαγή αυτή ενέχει μια υποκειμενικότητα καθώς εξετάζεται κάτω από τα προσωπικά μας, υποκειμενικά δεδομένα. Έτσι, για παράδειγμα ένα μήλο έχει κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες οι οποίες είναι σε μας αντιληπτές από την επαναλαμβανόμενη εμφάνισή του που αποθηκεύεται στο συλλογικό μας μνημονικό. Το μήλο για μας είναι μια «ονομαστική ουσία» και όχι μια πραγματικότητα που μάλιστα μπορεί να ανάγεται στη μεταφυσική. «Η πραγματική ουσία» των πραγμάτων για το Λοκ είναι αυτό το «κατιτί» που κρύβεται πίσω από τις εμφανίσεις σε εμάς. Αυτό το κάτι δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε.
Ο Λοκ, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι Άγγλοι φιλόσοφοι, υπήρξαν οπαδοί του νομιναλισμού, σύμφωνα με τον οποίο οι γενικές παραστάσεις αποτελούν απλώς εσωτερικές, πνευματικές καταστάσεις ή επακόλουθα. Ο Λοκ, επιχειρεί να ερμηνεύσει το σχηματισμό των γενικών εννοιών διαμέσου της επενέργειας των «σημείων» και ιδιαίτερα της γλώσσας.
Ντέιβιντ Χιουμ και σκεπτικισμός
Οι απόψεις και η γνωσιολογική σκέψη του Λοκ, δεν άργησαν να αμφισβητηθούν πολύ γρήγορα από το Σκώτο φιλόσοφο του 18ου αιώνα Ντέιβιντ Χιουμ, το μεγαλύτερο φιλόσοφο της Αγγλίας όπως τον αποκαλούν οι W. Windelband και Heinsoeth[13].
Ο Χιουμ ανέπτυξε τις φιλοσοφικές ιδέες του μένοντας συνεπής προς την αρχή του εμπειρικού ιδεαλισμού, σύμφωνα με την οποία για τίποτε δεν μπορεί να αποφαίνεται κανείς παρεκτός μόνο για τις ιδέες του, τις εμπειρίες του, για ότι μπορούν του-προσφέρουν οι αισθήσεις του[14].
Η συνέπειά του αυτή μοιραία τον οδήγησε στο σκεπτικισμό. Εκ διαμέτρου αντίθετος προς τον δογματισμό που έχει την τάση να διατυπώνει αξιώματα και κατόπιν να στηρίζεται σε αυτά ο σκεπτικισμός θεωρεί ότι δεν είναι δυνατή απόλυτη γνώση, βέβαιη και πλήρης από τον ανθρώπινο νου, ότι δεν είναι τέλεια γνώση για τα διάφορα αντικείμενα, καθώς και για την υπέρτατη πραγματικότητα, τις θρησκευτικές αλήθειες, τις υπάρξεις των διαφόρων όντων, ότι τα διάφορα είδη της γνώσης δεν είναι τελείως δυνατά μέσω των ποικίλων γνωστικών μεθόδων και ότι σε γενικές γραμμές η γνώση καθ΄ εαυτή είναι σχετική[15].
Σύμφωνα με το Χιουμ, υπάρχει ένας υλικός κόσμος ανεξάρτητος από τα αισθητήριά μας. Σκοπός της επιστημονικής σκέψης δεν είναι να διεισδύσει στην πραγματικότητα αυτή που έτσι κι αλλιώς είναι υπερβατική προς εμάς καθόσον δεν διαθέτουμε και τα εμπειρικά μέσα. Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να παραλληλίσουμε την τάξη των ιδεών με την αντικειμενική δομή του κόσμου. Ο Χιουμ θεωρεί ότι είναι αδύνατο να ξεφύγουμε από τις ιδέες μας και να τις αφήσουμε πίσω χωρίς να τις συγκρίνουμε με τον κόσμο που αυτές αναπαριστούν.
Το εμπειρικό υλικό εναποτίθεται στην ανθρώπινη διανόηση, το οποίο διυλίζεται μέσα από τις αισθήσεις. «Ο Χιουμ διέκρινε τις εμπειρίες μας σε δυο κατηγορίες: στις εντυπώσεις και τις ιδέες. Οι εντυπώσεις είναι οι παραστάσεις που σχηματίζουμε μέσα μας για τα πράγματα δια των αισθήσεων μας, ενώ οι ιδέες είναι οι εικόνες των εντυπώσεών μας»[16]. Η επιστημονική γνώση όμως, παράγεται από την επεξεργασία των ιδεών. Οι ιδέες περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και προπαντός αισθανόμαστε τον κόσμο. Σκοπός της επιστήμης είναι να κατατάξει συστηματικά τις εμπειρικές ιδέες κατά τρόπο κανονικό. Η επιστήμη διδάσκει τους σταθερούς εκείνους τρόπους και τύπους σύμφωνα με τους οποίους έχει εμφανισθεί ο άνθρωπος στον κόσμο κατά τη διάρκεια της συλλογικής του εμπειρίας. Ο Χιουμ με την επιστημολογία του αναφέρεται κατεξοχήν στο υποκείμενο. Δεν χάνεται όμως σε αυθαίρετες και σε άνευ ουσίας διατυπώσεις. Θεωρεί ότι η συλλογική εμπειρία έχει δομή και σταθερότητα. Έχοντας αυτή την οπτική κατάφερε να αναλύσει την έννοια της αιτιότητας[17]. Η έννοια αυτή σύμφωνα με τον Χιουμ προσδιορίζεται στη χρονική διαδοχή και στη συντοπία μέσα στο χώρο όταν πρόκειται να δράσουν δυο συμβάντα Α+Β. Η χρονική και τοπική αυτή σχέση μας προκαλεί μια τέτοια ψυχολογική διάθεση ώστε να προσδοκούμε ότι με την εμφάνιση του Α συμβάντος θα επακολουθήσει αυτομάτως και η εμφάνιση του Β συμβάντος. Κατά συνέπεια δημιουργείται μια νοητική συνήθεια πάνω στην οποία οικοδομείται μια υποκειμενική πίστη προς την αιτιώδη σχέση αυτών των φαινομένων.
Ο Χιουμ θεωρεί, ότι η ανθρώπινη αντιληπτικότητα είναι πεπερασμένη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να έρθει σε αισθητηριακή επαφή με την απειρία των φυσικών πραγμάτων που τον περιβάλλουν. Ακόμη και οι πιο στέρεες παραδοχές τόσο του κοινού όσο και του επιστημονικού νου δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον κανόνα αυτό. Ενδεχομένως να προκύψουν στο μέλλον φυσικές παρατηρήσεις οι οποίες μπορεί να αποτρέψουν εξ΄ ολοκλήρου τις σημερινές μας επιστημονικές θεωρίες. Ο Χιουμ πιστεύει ότι είναι νοητό να ξυπνήσουμε μια μέρα και να έχουν αλλάξει όλοι οι φυσικοί νόμοι. Όμως, θεωρεί ότι είναι νοητό, αλλά όχι δυνατό. Και δεν είναι δυνατό καθώς η προηγούμενη μας εμπειρία μας συμβουλεύει να προσδοκούμε το αντίθετο.
Στο μέλλον, τίποτα δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Το μέλλον είναι εκτός της παρούσης εμπειρίας. Άρα, αυτό που θα παρατηρηθεί μελλοντικά είναι πλήρως ανεξερεύνητο. Όταν αποφασίζουμε να προβλέψουμε το μέλλον, αυτομάτως ενεργούμε σύμφωνα με τις ψυχολογικές προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί με γνώμονα την εμπειρία του παρελθόντος. Μπορούμε τότε να εικάσουμε ότι η δομή των φυσικών πραγμάτων θα εξακολουθήσει να είναι η ίδια σύμφωνα με αυτήν που έχουμε συνηθίσει.
Αυτή είναι η διαισθητική αρχής της «ομοιομορφίας της φύσης»[18]. Αλλά αυτή είναι μια υπόθεση που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Η γνώση μας σ΄ αυτήν την περίπτωση μπορεί να είναι μόνο μια επαγωγική γενίκευση που αφορά την εμπειρία του παρελθόντος, την οποία χρησιμοποιούμε για να εξαγάγουμε συμπεράσματα για το μέλλον. Η συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον που αποτελεί υπόθεση της ανθρώπινης διάνοιας είναι εντελώς αστήριχτη. Δεν έχει ούτε εμπειρική ούτε και λογική βάση αλλά η αποτελεσματικότητα των εμπειρικών μας γνώσεων ως οδηγών για τη μελλοντικά μας συμπεριφορά εξαρτάται εξ΄ ολοκλήρου απ΄ αυτήν.
Αυτό θεωρείται ως το γνωσιολογικό πρόβλημα της επαγωγής. Στην πράξη όμως δεν επιτρέπονται αμφιβολίες. Δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε για το αν θα δύσει για παράδειγμα ο ήλιος. Ο σκεπτικισμός που έτσι κι αλλιώς αμφιβάλλει για τη φύση των πραγμάτων μπορεί να ξεπεραστεί σε επίπεδο πρακτικό. Ο μαθηματικός λογισμός μπορεί να μας προσφέρει βεβαιότητα. Ο μαθηματικός λογισμός όμως δεν περιγράφει και δεν ασχολείται με την κατάσταση του κόσμου σύμφωνα με τον Χιουμ. Ο Χιουμ υπερασπίζεται σε πραγματιστικό επίπεδο την επιστήμη. Εάν πράττουμε και εφαρμόζουμε κατά τρόπο που είναι σύμφωνος με τις εμπειρικές συνήθειες όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από τη μεγάλη διαδρομή μας στον πλανήτη τότε αναμφίβολα αποκομίζουμε πρακτικά οφέλη.
Για τον Χιουμ ο λόγος είναι «υπηρέτης» μιας πρακτικής εφαρμογής. Ο λόγος είναι το μέσο και ο δίαυλος εκείνος που μας επιτρέπει να βελτιώσουμε την κατάστασή μας μέσα σ΄ αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χιουμ θεωρεί ότι «ο λόγος είναι δούλος των παθών»[19].
Εν κατακλείδι
Την αυτοσυνείδηση του ανθρώπου την πραγματοποιεί η θρησκεία, η τέχνη και η φιλοσοφία. Η αυτοσυνείδηση της θρησκευτικότητας και της τέχνης ίσως να είναι βαθύτερη, αλλά είναι ασαφής. Την αυτοσυνείδηση της φιλοσοφίας τη χαρακτηρίζει η σαφήνεια του λόγου. Αυτό το έλλογο, όχι το απλώς λογικό, είναι η μεγάλη δόξα της φιλοσοφίας. Το έλλογο δεν είναι το κατ΄ αρχής δεδομένο. Αντίθετα, ο φιλοσοφικός λογισμός αγωνίζεται για τη διαλεύκανση του, και μαζί του για τη διαλεύκανση της υπάρξεως –της υπάρξεως του ανθρώπου και του κόσμου. «Ο έλλογος διαυγασμός είναι το μέγα πάθος του φιλοσοφικού λογισμού, που οριστικώς δεν τον πραγματοποιεί ποτέ. Γι΄ αυτό και ποτέ δεν αναπαύεται»[20].
[1] Πελεγρίνης, Ν. Θεοδόσιος, Οι Πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, 1997.
[2] Βαλλιάνος, Π., Οι επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα.
[20] Μποχένσκι, Ι.Μ., Ιστορία της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας (20Ος αιώνας), Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 1985
This Post Has 0 Comments