«Παιδί μου» η μάνα έλεγε «αν θέλεις,να μη βρεθείς στο κέντρο της θυέλλης,να -πάλι λέω- θέλεις να μην μπλέξεις,σταμάτα πια να παίζεις με τις λέξεις.Φωνήεντα και σύμφωνα και αλφαβήταΠροετοιμάζουν την δικιά σου ήττα.Γι’ αυτό στο λέω και πίστεψέ το· ότι,Όποιος μεθά σε αυτό το γλεντοκοπί,τα λογικά του χαλαρά, κομματιασμένα·(είτε στα ύψη λούζονται ή στο πυθμένα).Γιατί και οι πιο γλυκές κι αθώες λέξειςΕίναι υποχθόνιες θεές με λάγνες έξεις.Σταμάτα τα παιγνίδια σου να παίζεις,μήπως βρεθείς στο μέσο της τραπέζηςκαι πάνω σου γιατροί και ανατόμοικι ένα λινό, κατάλευκο σεντόνι.Μην φτιάχνεις λαβύρινθους στη βιβλιοθήκηκι ούτε δεκάρα να κυλάει προς το νοίκι.Όλοι παιδί μου, δες, τρέχουνε στο χρήμακι εσύ δεν έκανες ουτ’ ένα ακόμα βήμα!»«Μάνα» της λέω «εμένα δεν με νοιάζει,όπως τον βράχο όταν πέφτει το χαλάζι,να κάνω χρήμα, αυτοκίνητα και σπίτια.Εγώ τα ψίχουλα τσιμπώ σαν τα σπουργίτιακαι υφαίνω με μεταξωτές κλωστέςτα πάθη μου σε κάμαρες κλειστές.Βγάζω τον άσσο, ρίχνω τα ζάρια,φέρνω πολλές φορές τριπλά εξάρια.Όμως αυτά συμβαίνουν μόνο νύχτες,που απλώνουν τα χαρτιά οι χαρτορίχτρεςκαι υψώνονται διθύραμβοι τα ωσαννάστον άρχοντα του σκότους Σατανά.Γιατί άλλες φορές σαν Προμηθέας,πύρινης δέσμης ιδεών μεταφορέας,μόλις τα ζάρια φέρουν ντόρτια,προσφέρω τα δικά μου τα συκώτια.Ανοίγω τα χαρτιά μου στο τραπέζιβουτώ τις λέξεις σε χολή και πετιμέζι·κεντώ με λεπτομέρεια στην οθόνηαυτό το πλούσιο τίποτα που μας θαμπώνει».
This Post Has 0 Comments