Γιατί μας συναρπάζουν τόσο πολύ οι κλοπές έργων τέχνης; Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να απαντήσει κανείς. Γιατί ο βαθμός δυσκολίας που αντιμετωπίζουν οι ληστές είναι ιδιαίτερος. Γιατί οι κλοπές γίνονται συνήθως χωρίς βία. Γιατί το κάθε κλαπέν αντικείμενο έχει τεράστια αξία. Και, βεβαίως, για την ομορφιά του. Αλλά οι λόγοι δεν τελειώνουν εκεί. Σε αντίθεση με τη ληστεία μιας τράπεζας, όπου τα λάφυρα –τα χαρτονομίσματα- εξαφανίζονται σχεδόν αμέσως στο διψασμένο χωνί της αγοράς, ένας πίνακας κάποιου διάσημου ζωγράφου ταξιδεύει αυτούσιος από τα χέρια του ληστή σ’ αυτά του κλεπταποδόχου, στη συνέχεια στου διακινητή και τέλος στου αγοραστή, προσθέτοντας συνεχώς νέα κεφάλαια στην περιπέτεια. Ή, ακόμη καλύτερα, ο ίδιος ο ληστής είναι και ο τελικός αποδέκτης. Εξαιτίας της τεράστιας δυσκολίας να διακινήσει κανείς ένα τέτοιο αντικείμενο, τις περισσότερες φορές οι ληστές ζητούν λύτρα για να επιστρέψουν τους πίνακες που αφαίρεσαν ή… τους κρατούν για τις προσωπικές τους συλλογές.
1911, Παρίσι: Η «Μόνα Λίζα» χάνεται από το Λούβρο
Η πιο διαβόητη ληστεία όλων των εποχών ήταν αυτή της Τζοκόντας. Η «Μόνα Λίζα» μέχρι το 1911 εθεωρείτο ένα από τα αριστουργήματα του Ντα Βίντσι, αλλά μέχρι εκεί. Ήταν η κλοπή της που την μετέτρεψε στον διασημότερο πίνακα του πλανήτη. Ο Βιτσέντσο Περούτζια ήταν ένας Ιταλός υπάλληλος του Λούβρου που θεωρούσε ότι η «Μόνα Λίζα» έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα της. Τον πίνακα τον είχε πουλήσει ο ίδιος ο Ντα Βίντσι στον Γάλλο βασιλιά Φραγκίσκο Α’ το 1516, αλλά ο Περούτζια πίστευε ότι από την στιγμή που υπήρχε πλέον ιταλικό κράτος (από το 1861) και όχι διάφορα βασίλεια και δουκάτα, η «Μόνα Λίζα» έπρεπε να θεωρείται εθνικός θησαυρός και να εκτίθεται σε κάποιο Μουσείο της Φλωρεντίας ή της Ρώμης. Γνωρίζοντας ότι την Δευτέρα, 21 Αυγούστου, το Μουσείο θα παρέμενε κλειστό για έργα συντήρησης, χώθηκε σ’ ένα ντουλάπι το βράδυ της Κυριακής και την επόμενη, φορώντας τη φαρδιά φόρμα των εργατών, έκρυψε μέσα της τον πίνακα, με το που έμεινε μόνος στην αίθουσα όπου εκτίθετο, κι έφυγε ανενόχλητος από μια έξοδο της οποίας ο φύλακας είχε πάει να πιει νερό… Μετά από δύο χρόνια κατόρθωσε να πάει τον πίνακα στην Ιταλία, όπου και επιχείρησε να τον πουλήσει σε μια γκαλερί στην Φλωρεντία και συνελήφθη από την ιταλική αστυνομία. Στο μεταξύ, οι γαλλικές αρχές είχαν ανακρίνει ως κύριους υπόπτους τον ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ που είχε κάποτε καλέσει το πλήθος «να κάψει το Λούβρο» και τον Πάμπλο Πικασό, του οποίου το όνομα ενέπλεξε ο Απολινέρ όταν η γαλλική αστυνομία τον προφυλάκισε!
1961, Λονδίνο: Ο Δούκας του Ουέλινγκτον στο γραφείο του «Δρος Νο»
Ο Τσαρλς Ράιτσμαν ήταν ένας πετρελαιάς από τις ΗΠΑ που κατόρθωσε να αγοράσει το πορτρέτο του Δούκα του Ουέλινγκτον που είχε ζωγραφίσει ο Γκόγια και σκόπευε να το μεταφέρει στις ΗΠΑ. Οι Βρετανοί επαναστάτησαν και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αγοράσει πίσω τον πίνακα και να ετοιμάσει μια εντυπωσιακή υποδοχή του στην Εθνική Πινακοθήκη. Δεν πέρασαν όμως ούτε είκοσι ημέρες, και ο πίνακας του Γκόγια εκλάπη. Από έναν οδηγό λεωφορείου που ακούγοντας όλον τον ντόρο γύρω από το έργο, σκαρφάλωσε από ένα ανοικτό παράθυρο τουαλέτας και τον αφαίρεσει όταν η έκθεση είχει κλείσει για το βράδυ! Στη συνέχεια ζήτησε λύτρα, δεν πήρε τίποτε και τελικά επέστρεψε ο ίδιος τον πίνακα τρία χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ ο Δούκας του Ουέλινγκτον (ένα αντίτυπό του πίνακα, τέλος πάντων) έκανε την εμφάνισή του στην πρώτη ταινία του 007, στο «Τζέιμς Μποντ εναντίον Δρος Νο», στο γραφείο του Δρος Νο, αφού όλοι στην Βρετανία θεωρούσαν ότι είχε κλαπεί από κάποιον διαβόητο κακοποιό!
1990, Βοστώνη: Πίνακες αξίας 300 εκατ. δολαρίων παραμένουν άφαντοι ως σήμερα!
Η πιο μεγάλη κλοπή της Ιστορίας έγινε από το Isabella Stewart Gardner Museum τον Μάρτιο του 1990 και παραμένει ανεξχνίαστη. Οι πίνακες που έκαναν φτερά δεν είναι τόσο διάσημοι όσο άλλων ληστειών, αλλά ήταν πολλοί και από σπουδαίους ζωγράφους. Ο πιο γνωστός ήταν «Η Καταιγίδα στη θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ (ο μοναδικός ναυτικός πίνακας που ζωγράφισε ποτέ). Μαζί του χάθηκαν και ένας Φερμέερ, ένας Μανέ και πέντε Ντεγκά. Δύο ληστές, ντυμένοι αστυνομικοί, κατέφθασαν αργά μετά τα μεσάνυκτα στο Μουσείο και έπεισαν τους φρουρούς να τούς ανοίξουν γιατί «είχαν ακουστεί ύποπτοι ήχοι». Τους ακινητοποίησαν, τους κλείδωσαν στο υπόγειο και αφαίρεσαν τα έργα, των οποίων η συνολική αξία σήμερα φθάνει τα 300 εκατ. δολάρια. Το 1997 ένας όχι ιδιαίτερα ευυπόληπτος έμπορος αντικών επικοινώνησε με τις αρχές λέγοντας ότι μαζί με κάποιον κακοποιό που βρισκόταν στη φυλακή εξαιτίας μιας μικρότερης ληστείας στο ίδιο μουσείο μπορούσαν να βρουν τους πίνακες, αρκεί να τούς δινόταν αμνηστεία και τα 5 εκατ. δολάρια της ανταμοιβής. Ένας δημοσιογράφος, μάλιστα, έλαβε ένα τηλεφώνημα και οδηγήθηκε μέσα στη νύκτα σε μια αποθήκη όπου τού έδειξαν υπό το ημίφως κεριών έναν πίνακα που ίσως ήταν ο κλεμμένος Ρέμπραντ. Οι αρχές απαίτησαν να επιστραφεί τουλάχιστον ένας από τους πίνακες ως απόδειξη ότι ο αντικέρ ξέρει όντως πού βρίσκονται, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Το 2010 το έγκλημα παραγράφηκε, αλλά μέχρι σήμερα οι πίνακες παραμένουν άφαντοι…
2000, Στοκχόλμη: Υπό την απειλή πολυβόλου…
Λίγο πριν κλείσει η Εθνική Πινακοθήκη της Στοκχόλμης, ένα δεκεμβριάτικο απόγευμα, ένας άντρας πλησίασε τους φρουρούς της εισόδου και έβγαλε ένα μικρό πολυβόλο όπλο. Στον δεύτερο όροφο δύο συνένοχοί του που βρίσκονταν από ώρα στο Μουσείο αφαιρούσαν μια αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ και δύο πίνακες του Ρενουάρ (μεταξύ τους η «Μικρή Παριζιάνα» της φωτογραφίας). Οι φρουροί, αδύναμοι να αντιδράσουν, είδαν τους τρεις άντρες να πετούν καρφιά πίσω τους ώστε να μην μπορούν να τους κυνηγήσουν με οχήματα και μετά από λίγο να μετεπιβιβάζονται σε ένα ταχύπλοο και να χάνονται στη βαλτική θάλασσα. Μετά από λίγο καιρό οι ληστές επικοινώνησαν με τις αρχές μέσω ενός δικηγόρου, ζητώντας 10 εκατ. δολάρια για τον κάθε πίνακα. Η σουηδική αστυνομία έκανε μια δραστική κίνηση: συνέλαβε τον δικηγόρο, αυτός «έδωσε» άλλους οκτώ συνεργάτες και όλοι τους πήγαν στην φυλακή. Οι πίνακες, πάντως, ακόμη αγνοούνται.
2003, Σκωτία: Η Παναγία με το αδράχτι
Ο Δούκας του Μπάκλου είναι ένας από τους πλουσιότερους Σκωτσέζους και διαθέτει μια συλλογή αξίας πάνω από 700 εκατ. δολάρια. Ωστόσο, οι τέσσερις άνδρες που εισέβαλαν στο κάστρο του, προσποιούμενοι αρχικά τους τουρίστες και τους αστυνομικούς, τον Αύγουστο του 2003 ήθελαν έναν πολύ συγκεκριμένο πίνακα: Την «Παναγία με το αδράχρι» του Ντα Βίντσι. Τέσσερα χρόνια μετά ο πίνακας βρέθηκε σε ένα δικηγορικό γραφείο στην Γλασκώβη και συνελήφθησαν τέσσερα άτομα. Οι τέσσερις αυτοί όμως, δεν ήταν οι ληστές του κάστρου, αλλά μέλη δικηγορικών γραφείων και ιδιωτικοί ντετέκτιβ οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε μια πολύ μπερδεμένη ιστορία πληρωμής λύτρων για την επιστροφή του πίνακα στον Δούκα. Πέρσι αφέθησαν ελεύθεροι, αφού δεν έγινε δυνατόν να αποδειχθεί ότι είχαν σχέση με την ληστεία.
1994 & 2004: Κλέβοντας και ξανακλέβοντας την «Κραυγή» του Μουνχ
Ο Έντβαρντ Μουνχ, ο διασημότερος Νορβηγός ζωγράφος, είχε φιλοτεχνήσει τέσσερις εκδοχές της περίφημης «Κραυγής» του. Οι δύο έπεσαν θύματα ληστειών! Τον Φεβρουάριο του 1994, ολοκληρη η Νορβηγία είχε το βλέμμα της στραμμένο στην τελετή έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Λίλεχάμερ εκτός από τους κλέφτες που εισέβαλαν στην Εθνική Πινακοθήκη μέσω ενός παραθύρου και έφυγαν μέσα σε ελάχιστα λεπτά με το λάφυρό τους. Προσπαθώντας να τον πουλήσουν για λύτρα στην νορβηγική κυβέρνηση, προδόθηκαν και συνελήφθησαν μερικούς μήνες μετά. Το 2004, στο Μουσείο Munch της ίδιας πόλης, η κλοπή ήταν πιο εντυπωσιακή. Οι ληστές εισέβαλαν μέρα μεσημέρι, φορώντας μάσκες και οπλισμένοι, σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που η κλοπή ενός έργου τέχνης μοιάζει με αυτήν μια τράπεζας. Και αυτήν την φορά η αστυνομία ανακάλυψε πολύ γρήγορα τα ίχνη των ληστών και μέσα σε 2 χρόνια τούς βρήκε και ανάκτησε τον πίνακα.
This Post Has 0 Comments