Το Tobermory είναι μια μαγευτική περιοχή στο Οντάριο του Καναδά,…
Η Ιωάννα Καρυστιάνη είναι για μένα κάτι παραπάνω από αγαπημένη συγγραφέας: είναι πρόσωπο της οικογένειάς μου, μια μακρινή συγγενής που δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω εκ του σύνεγγυς, αλλά που γνωρίζω μέσω αφηγήσεων, όχι άλλων για εκείνην, αλλά εκείνης για άλλους. Στην Ιωάννα Καρυστιάνη χρωστώ τη χαρά της ανυπομονησίας για κάθε καινούργιο της βιβλίο, τη θέαση της χώρας μου με άλλα μάτια, την ανθρώπινη ματιά στα πάθη και τα παθήματα των ανθρώπων, την αγάπη για το καθημερινό, το εφήμερο, το συνηθισμένο, τις αλήθειες (πολύ συχνά πικρές και επώδυνες) που κρύβουν τα λόγια της, την ιδιαιτερότητα της γλώσσας της, τις ανυπέρβλητες εικόνες της.
Πώς να επισκεφθείς τα Σφακιά, χωρίς να κουβαλάς μαζί σου τον Κυριάκο Ρουσιά και το Φέντερικ απ’ το Κουστούμι στο χώμα; Πώς να αντικρίσεις την Άνδρο χωρίς να έρθουν στον νου σου οι «θαλασσοφαγωμένοι» της Μικράς Αγγλίας; Πώς να αποσυνδέσεις την Ελευσίνα από τον έρωτα του Μήτσου Αυγουστή με την Λίτσα του, πώς να μην ψάξεις για το σπιτικό που τον φιλοξένησε, με τα λουλούδια και τους αναστεναγμούς της αναμονής του Σουέλ; Πώς να μη θυμάσαι για πάντα πως το πιο σημαντικό σακί που θα κουβαλήσεις, θα έχει μέσα το παιδί σου (Τα σακιά);
Και τώρα, Καιρός Σκεπτικός, καιρός για διηγήματα. Σαν να κλείνει ένας κύκλος που άνοιξε με τα διηγήματα στην Κυρία Κατάκη, 16 χρόνια πίσω. Καιρός για στοχασμό πάνω στη μοναξιά των ανθρώπων, όπως εκδηλώνεται τις ημέρες των Χριστουγέννων. Πόσες εκδοχές έχει η μοναξιά; Πόσο την επιλέγουμε και πόσο μας επιλέγει; Πόσο βαθιά, αρχέγονη, είναι η ανάγκη του ανθρώπου για τον άνθρωπο, για τη συντροφιά, τη μοιρασιά, την παρέα; Και, πόσα τεχνάσματα εφευρίσκει για να την ξεγελάσει; Η Καρυστιάνη, όπως πάντα άλλωστε, δημιουργεί χαρακτήρες «χωματένιους» (όπως θα έλεγε και ο Καζαντζάκης), ανθρώπινους, χαρακτήρες-συντρόφους στην καθημερινότητά μας. Σε κάθε έναν τους υπάρχει τουλάχιστον ένα από τα μέσα μας θεριά: η έπαρση, το έγκλημα, η απελπισία, η μοναξιά.
Μοναξιά για τον Μπάρδο, τον νεαρό Αλβανό, που εγκαταλείπει τον τόπο του για να εργαστεί στην Ελλάδα, είναι να ζει χωρίς τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος. Η Σούλα, από την Ελασσόνα της Μακεδονίας, έχει για παρέα τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντά. Ο λάτρης του ποδοσφαίρου Γαρύφαλλος Γκέκας δεν αισθάνεται πια τόσο μόνος, μια που έχει έναν «Αργεντίνο παιχταρά» να νοιάζεται και να καμαρώνει. Η Σοφία, πάλι, διαλέγει να φροντίζει τον Παρασκευά, τον σουβλατζή, νοηματοδοτώντας έτσι τη δική της ζωή.
Όσο για την Αρτεμισία από τα Χανιά, που, κατάμονη, «σπρώχνει τις ώρες» να περάσουν, ξανανιώθει άνθρωπος μόνο όταν αγγίζει την παλιά της φίλη, Εισοδία. Η μοναξιά, που στην περίπτωση του Διονύση σημαίνει και «ελευθερία», είναι τόσο δυσβάσταχτη, που τον κάνει να αποζητά τα εικοσιπέντε χρόνια του εγκλεισμού του στο σπίτι όπου μεγάλωσε το «θεριό» Τάκη, τον ψυχικά ασθενή μοναχογιό του. Για τον Αργύρη, πάλι, η μοναξιά είναι μια στιγμή αποκαλυπτική, που συνοδεύεται από τη βίαιη ανατροπή μιας καθόλα κανονικής, νωθρής ζωής.
Οι φίλοι Βούλα και Μάκης αστειεύονται πάνω στη μοναξιά τους, που λιγοστεύει μέσω του τηλεφώνου. Παρέα και των δύο, οι ιστορίες. Για τον Μίλτο και τον Τόλη, το ώριμο ζευγάρι που ζει χρόνια απομονωμένο στην Κινέττα, η απομόνωση είναι προφανής, εφόσον ζουν σε μια κοινωνία με αλλεργία σε καθετί διαφορετικό.
Κάπως έτσι κλείνει ο κύκλος των εννέα διηγημάτων. Από την πιο απαισιόδοξη εκδοχή της μοναξιάς του πρώτου διηγήματος φτάνουμε στο τελευταίο διήγημα, το οποίο, σαν να ανοίγει τελικά εκείνο το κλειστό παράθυρο και να μπαίνει λίγο φως, κλείνει λυτρωτικά για τον αναγνώστη. Η μοναξιά, που αφορά όλους τους ανθρώπους, τόσο ως φαινόμενο του καιρού μας, όσο και ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας, είναι ένα βαρύ, οδυνηρό, συχνά δυσβάσταχτο φορτίο που καλούμαστε να σηκώσουμε, μπαίνοντας στο παιχνίδι της ζωής. Ίσως, όμως, η μοναξιά των ανθρώπων, να είναι και μαθητεία, να είναι και αυτογνωσία και αγώνας για μια ιδέα, ίσως και να μην είναι απαραίτητα κάτι τόσο τρομερό, ίσως τελικά να κρύβει στα σπλάχνα της εκείνη τη χαμένη μας αισιοδοξία.
This Post Has 0 Comments