skip to Main Content

Α Μ Φ Ι Λ Υ Κ Η

Γέμιζε η γη με φλέβες λάσπης. Στ’ αποκαΐδια τ’ ουρανού τ’ αθάνατο φεγγάρι πύρωνε σαν αμφιλύκη ή δράπανο πορτοκαλί, που χάνονταν και πάλλονταν. Στα υπόστεγα οι κυκλικές πυρές λουφάξαν, μέχρι που έφεξε και λάκισε η νύχτα. Ο ουρανός την πίκρα του άδειασε και από χόρταση έπνιξε κάθε πνοή και πνεύμα, ενώ οι φλέβες μου λευκό φαρμάκι γέμισαν σαν φως και κόκκινο σαν αίμα.

Τα ξημερώματα περπάτησα σε υπόγειες στοές και φωτερά λαγούμια. Το σούρσιμο αλυσίδων άκουσα και τους λεπρούς ν’ αγκομαχούν με σείστρα, ενώ αρνιά ακέφαλα να βόσκουν είδα σε φρυκτωρίες άδειες και νεκρές, που ’χε ματώσει η ήττα.

Σαν δαίμονας τρισώματος ο θάνατος ευνούχισε τον πόνο, στ’ απάγκια πεζοδρόμια τούτης της χώρας της στερνής. Μα εγώ το παγερό ανεμοβρόχι καρτερώντας ή τη γλυκιά οσμή της υγρασίας, σαν φοβισμένο νυχτοπούλι χώθηκα στις θεμωνιές ν’ αφουγκραστώ την κοσμοχαλασιά, που ερχότανε απ’ τ’ ανθισμένα περιβόλια και τις αιώνιες νερομάνες. Κι όταν στον ύπνο πνίγηκα, ο συριγμός του ήλιου κέρωσε τ’ αυτιά μου, καθώς ψηλά σκαρφάλωνε γενναία ν’ αυτοκτονήσει. Κι αφού κρεμάστηκε επιτέλους, των ερπετών, που τρίβονταν σε πέτρες αιχμηρές, σε βάτους απροσπέλαστους ή σε ξερά χαμόκλαδα το σιγανό λαχάνιασμα άκουσα, τούτο τ’ απόγευμα που χάθηκε στο βουρκονέρι και νύχτωνε τις εμπειρίες μου φτύνοντας αίμα ενάρετο, της χαρμολύπης αίμα, κάθε απώλειας βέβηλης και κάθε αυτοτέλειας.

 

Back To Top