Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Έχουμε μια ψευδαίσθηση, πως επιστρέφουμε…
«Όποιος την ιστορία του την ίδια δεν ξέρει, το πώς και το γιατί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, στης αμάθειας το σκοτάδι μένει και ζει μονάχα απ’ τη μια στην άλλη μέρα».
Γιόχαν Βόλφγκανγκ Φον Γκαίτε
Δεκαετία του ΄80, απόγευμα, με βρίσκει να είμαι καθισμένος στα σκαλάκια, σ΄ ένα διπλανό σπίτι από το δικό μου, μαζί με άλλα παιδιά και μαζί με τους μεγάλους. Άκουγα πως κάτι σπουδαίο γινόταν εκείνη τη μέρα. Εκλογές έλεγαν. Μικροί, μεγάλοι καθισμένοι δίπλα ο ένας στον άλλον. Όλοι οι μεγάλοι ήταν χαρούμενοι η ψυχική ευφορία έντονη, σαν να γινόταν πανηγύρι, ακόμα θυμάμαι τα κορναρίσματα και τις φωνές των περαστικών. Δεν καταλάβαινα πολλά, αλλά ένιωθα όμορφα όπως όλοι, συν το γεγονός πως κανείς δεν ασχολιόταν μαζί μας, όλοι συζητούσαν τις πολιτικές εξελίξεις, άλλωστε αυτοί ήξεραν, ήταν οι μεγάλοι. Η λέξη που θυμάμαι από εκείνη τη μέρα ήταν η λέξη «Αλλαγή». Ήταν Κυριακή 18 Οκτωβρίου 1981.
Τι τυχερή που είναι η γενιά μου, έλεγα από μέσα μου.
Στη μέση της δεκαετίας του΄80 μια λέξη είχα συγκρατήσει, τη λέξη «Λιτότητα», ήμουν αρκετά μικρός για να την καταλάβω. Ήταν η πρώτη άγνωστη λέξη που θυμάμαι. Ρώτησα τους μεγαλύτερους και μου είπαν πως πρέπει να κάνει οικονομία το κράτος για να πάμε μπροστά. Η σκέψη μου, ήταν πως όλα θα πάνε καλά στο μέλλον και όταν θα μεγαλώσω θα ζω σε μια καλύτερη κοινωνία, κι αυτό, γιατί από τις ιστορίες των μεγαλυτέρων άκουγα για τη χούντα, τον πόλεμο, τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα του παρελθόντος (εμφύλιος, πολιτικές αναταραχές, κλπ.).
Πίστευα μέσα μου, πως όλοι οι πολιτικοί θα έχουν την στοιχειώδη λογική να κάνουν καλό για τον τόπο αφού αυτοί ήξεραν καλύτερα και ήταν εκεί γιατί ήθελαν το καλό της χώρας. Σκέψεις ενός μικρού παιδιού. Ακόμα κι όταν ο πατέρας μου έλεγε πως θα έρθουν δύσκολα χρόνια, του απαντούσα με την αυθάδεια που χαρακτηρίζει κάθε έφηβο, πως δεν ξέρει τι του γίνεται και ότι γίνεται μίζερος χωρίς λόγο.
Τα χρόνια περνούσαν και η λέξη «Λιτότητα», εξακολουθούσε να βρίσκεται συνέχεια μπροστά μου. Αναρωτιόμουν, τόσα χρόνια λιτότητα δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα γεμίσουν τα ταμεία.
Μέσα στην ήρεμη κοινωνική ζωή ένιωθα τυχερός που δεν βίωσα ότι οι μεγαλύτεροι και πίστευα πως όντως θα έρθουν ακόμα καλύτερα χρόνια για την γενιά μου.
Θυμάμαι πήγαινα Γυμνάσιο όταν ξέσπασε το σκάνδαλο Κοσκωτά και από ότι άκουγα τότε από τους μεγαλύτερους, εμπλεκόμενοι ήταν πολιτικοί όπως o Ανδρέας ΠΑπανδρέου, ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ο Δημήτρης Τσοβόλας κ.ά. . Σαν τώρα θυμάμαι ένα πρωινό, που φορούσα την τσάντα στη πλάτη και διάβαζα τις εφημερίδες της εποχής που κρέμονταν στα περίπτερα. Σκεφτόμουν τότε πως θα ’πρεπε όλοι να ήταν εκεί για να κάνουν τη ζωή μου καλύτερη και όχι την τσέπη τους μεγαλύτερη και άρχισα να καταλαβαίνω και να συνθέτω μέσα μου το παζλ όλων εκείνων των πληροφοριών που διάβαζα στις εφημερίδες κυρίως τα μεσημέρια του καλοκαιριού στο χωριό. Ένιωσα σαν να μεγάλωσα απότομα, κάθε κομμάτι μπήκε στη θέση του.
Δεν είναι αυτή η αλήθεια που είχα στο μυαλό μου όταν ήμουν παιδί. Κάτι συνέβη.
Δεν μπορούσα ακόμα όμως να δω πιο βαθιά την αλήθεια, ήμουν μικρός ακόμα. Πάντα έλεγα όμως πως δεν μπορεί κάτι θα γίνει. Πριν προλάβω να σκεφτώ, άρχισαν οι εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου ’89 -΄90 και έβλεπα την ένταση ανάμεσα στους αντιπάλους, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.
Ήμουν πια σε μια ηλικία που καταλάβαινα πολλά περισσότερα. Τότε κατάλαβα τις σήμαινε να ανήκεις σε διαφορετικά πολιτικά «στρατόπεδα». Πρόλαβα και τα ‘‘πράσινα‘‘, τα ‘‘μπλε‘‘ και τα ‘‘κόκκινα‘‘ καφενεία. Κατάλαβα πως η συμμετοχή στα κοινά και στην πολιτική συνέβαινε κυρίως από ιδιοτέλεια και μικροσυμφέροντα και όχι για το κοινό καλό και την προσφορά. Άρχισα να μαθαίνω περισσότερα και να γίνομαι πιο επικριτικός. Άρχισα να παίρνω μέρος σε συζητήσεις μεγαλυτέρων, στις γιορτές και στις οικογενειακές συζητήσεις και να καταθέτω την άποψη μου αλλά και να «συγκρούομαι» όταν έβλεπα το παράλογο να γίνεται λογικό.
Η πολιτική κατάσταση άλλαξε το 1990 και μετά από αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις ήρθε ξανά η Δεξιά, έτσι έλεγαν όλοι και στα αυτιά μου ακουγόταν ως κάτι κακό. Τα τανκς ξανά στους δρόμους έλεγαν οι «σοσιαλιστές» της εποχής, που ποτέ δεν υπήρχαν σοσιαλιστές αλλά απλοί και ανόητοι καιροσκόποι. Σοσιαλιστές της πλάκας, άνθρωποι που έγραφαν τη λέξη σοσιαλισμός με δυο «ωμέγα». Πέρασαν τρία χρόνια και μου έμεινε στο μυαλό, από εκείνη την εποχή το περιβόητο «0% +0% = 14%» και οι φασαρίες με τα λεωφορεία. Θυμάμαι ακόμα που έλεγαν …δεν θα τα καταφέρει ο Μητσοτάκης, είναι σκληρός αλλά το ΠΑΣΟΚ και οι συνδικαλιστές είναι πανίσχυροι, το βαθύ κράτος του ΠΑΣΟΚ, πόσο δίκιο είχαν άλλα τότε οι συνδικαλιστές του φάνταζαν προοδευτικοί, από τότε γέμιζαν οι τσέπες τους. Με την υποστήριξη και τις υπογραφές βέβαια των πολιτικών – αφεντικών τους. Πως θα έφτιαχνα τους κομματικούς στρατούς τους; Σ΄ αυτούς αναφέρονται όταν λένε ότι μαζί τα φάγαμε…..και τα χρόνια περνούσαν….
Το τείχος είχε πέσει αλλά τίποτα δεν έγινε καλύτερο, προς απογοήτευση των πολέμιων της ΕΣΣΔ, των δήθεν φιλελεύθερων δημοκρατών, οπαδών της ελευθερίας και της προόδου . Άργησαν να το καταλάβουν γιατί δεν ήθελαν να το παραδεχτούν.
Τα απογεύματα έκανα βόλτες με φίλους και έβλεπα γύρω μου όλο και περισσότερους αλλοδαπούς και ήταν πολλοί. Δεν μεγάλωσα σε μεγαλοαστικό προάστιο και τους είδα από πολύ κοντά, τους ένιωσα και έβλεπα την ταλαιπωρία τους, τους έβλεπα με θλίψη και σκεφτόμουν ότι είμαι τυχερός που μεγαλώνω σε μια ήρεμη περιοχή του πλανήτη. Σκεφτόμουν την ταλαιπωρία τους και την ανασφάλεια που βίωσαν στις χώρες τους για να έρθουν στην Ελλάδα, τουλάχιστον να μην φοβούνται να τους σκοτώσει κάποιος την ώρα που περπατάνε .Τους έβλεπε ως το αποτέλεσμα της ανισότητας και της εκμετάλλευση των φτωχών χωρών από τις «προοδευτικές χώρες».
Τώρα άρχισε η Ελλάδα ν΄ αλλάζει, κλειστήκαμε όλοι μέσα στα σπίτια από το φόβο αλλά το χειρότερο κλειστήκαμε μέσα στους εαυτούς μας.
Όλα άρχισαν να γκριζάρουν…..
Μέχρι που γύρισε ξανά ο Μαρξιστής Παπανδρέου (όπως τον χαρακτήριζε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, γνωστός και εν ενεργεία δεξιός επικοινωνιολόγος) το 1993 και κόσμος νόμιζε πως γυρίσαμε ξανά στο 1981 αλλά όλα είχαν αλλάξει πια. Μόνο ο Παπανδρεϊσμός ήταν ίδιος. Ακόμα θυμάμαι τους πανηγυρισμός στο κέντρο της Αθήνας. Η σκέψη ενός εφήβου της εποχής ήταν απλή, αφού τόσα χρόνια δεν έκαναν κάτι ιδιαίτερο γιατί χαίρονται που θα μας διοικήσει ξανά ο ίδιος άνθρωπος. Τον θυμάμαι να τον ταΐζει γλυκό η Μιμή στο μπαλκόνι και ακόμα νιώθω λύπη γι΄ αυτόν αλλά και απογοήτευση για μας που θα μας που υποτίθεται πως θα μας διοικούσε. Μια απ΄ τα ίδια ξανά.
Από τότε σκεφτόμουν πως ο νεαρός τότε γιός του σίγουρα μια μέρα θα τον διαδεχτεί. Όταν θυμάμαι τον Γ. Παπανδρέου να παίρνει το δαχτυλίδι της διαδοχής στο κόμμα από τον Σημίτη, πάλι έλεγα μα πως είναι δυνατόν, δεν έχει την προσωπικότητα, ούτε το ειδικό βάρος, αλλά με δεύτερη σκέψη σκεφτόμουν πως έχει το όνομα, όπως το είχε και ο προηγούμενος, Καραμανλής λεγόταν, τον θυμάστε; Τώρα που το θυμήθηκα, γιατί κάθε Πρωθυπουργός που αποχωρεί ή τον στέλνει ο κόσμος σπίτι του, ξαφνικά εξαφανίζεται ; Απλή απορία, ενός ενήλικα πια. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να πέρασαν πολλά χρόνια από «το ευχαριστώ την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών», την «Ισχυρή Ελλάδα» το «Σεμνά και ταπεινά», και άλλα πολλά που στόχο είχαν, τα περισσότερα, να γίνουν η καραμέλα στο στόμα των οπαδών τους, το εύκολο επιχείρημα του αδαή στις συζητήσεις των καφενείων και το ψυχολογικό άλλοθι για να ψηφίζει και να νιώθει καλά με την επιλογή του.
Την περίοδο των εσωκομματικών εκλογών τον είδα και με συμπάθεια, κόντεψε κι εμένα να πείσει για το πόσο αγνές προθέσεις είχε, ο άνθρωπος Γ.Α. Παπανδρέου ή αλλιώς «λεφτά υπάρχουν» που ξεπέρασε και τον Μητσοτάκη σε σκληρότητα και ταυτόχρονα έχει το θράσος να λέει πως ο ελληνικός λαός έβαλε «πλάτη». Αναρωτιέμαι ποιος ηθικός κώδικας υπάρχει μέσα του; Αν εγώ νιώσω πως δεν είμαι συνεπής με αυτά που λέω, ντρέπομαι και προσπαθώ να υλοποιήσω ότι υποσχέθηκα ή τουλάχιστον να εξηγήσω το γιατί δεν τα κατάφερα και να ζητήσω και χίλια συγνώμη, στον συνάνθρωπο μου, πόσο άλλωστε όταν η ασυνέπεια μου οδηγεί στην ανέχεια εκατομμύρια συνανθρώπους μου κι αυτός ακόμα θεωρεί πως τον στηρίζουμε. Μόνο τα κανάλια, τα εκδοτικά συμφέροντα αλλά και οι “οι νονοί του από την Αμερική” τον στηρίζουν αλλά και τον έφεραν εδώ, όπως και όλους από την οικογένεια του. Όλα τα βιβλία της σύγχρονης ελληνικής ιστορία περιέχουν κατ΄ επανάληψη λέξεις όπως : CIA, σταθμάρχης, πρεσβεία, Στέιτ Ντιπάρτμεντ, κ.α. και το όνομα της οικογένειας Παπανδρέου μεσουρανεί εβδομήντα χρόνια τώρα. Τυχαίο ; Δε νομίζω. Ζήτω η Ελληνική Δημοκρατία. Γέλασε κανείς;
Είμαι πια μεγάλος και οι απαντήσεις έχουν πια οριστικοποιηθεί, είναι συγκεκριμένες και κατασταλαγμένες μέσα μου. Το όνειρο σταμάτησε. Δεν είμαι υπεύθυνος για τίποτα, δεν τα έφαγα με κανέναν παρέα, δεν έφαγα ποτέ από τα δικά τους τραπέζια, δεν πάτησα βουλευτικά γραφεία, ούτε ζήτησα χάρες κανενός, δεν μου έδωσαν τίποτα, που να μην μου άξιζε.
Δεν έχασα χρήματα στο χρηματιστήριο αλλά έχασαν φίλοι και γνωστοί μου, ακόμα θυμάμαι τις Ευρωεκλογές του ’99 τον Παπαντωνίου να λέει πως το ΠΑΣΟΚ εγγυάται την ομαλή διεξαγωγή της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου. Αυτά τα λίγα χρήματα από την αποταμίευση του κάθε έλληνα, τα πήραν κι αυτά με τρόπο. Τιμωρήθηκε κανείς; Εκσυγχρονισμός θυμάμαι, τεχνοκράτες θυμάμαι τους αποκαλούσαν οι εφημερίδες και τα κανάλια που τους στήριζαν, λαμόγια τους έλεγα και απατεώνες κι όχι μόνο εγώ αλλά και εφημερίδες, θεωρητικά δικές τους. Από αυτές έμαθα, το 2000 τον όρο «Δημιουργική Λογιστική» και «Goldman Sachs» και όταν το μοιραζόμουν στις παρέες ήμουν γραφικός, σχεδόν ο μαλάκας της παρέας, που αντί για το Ευρώ που ήταν προ των πυλών και την Ολυμπιάδα, ασχολιόμουν με αυτά.
Και τώρα ακούω ξαφνικά από πολλούς «πράσινους καταδρομείς»να λένε πως πρέπει να κάνουμε delete και να δουλέψουμε, λες και τόσα χρόνια καθόμασταν. Τους κοιτάζω να μιλάνε και προσπαθώ να σκεφτώ πως πιθανόν κάποια άγνωστη πάθηση θα έχουν, δεν εξηγείτε διαφορετικά. Μήπως τόσα χρόνια καθόντουσαν αυτοί, και μιλάνε τώρα για όλους εμάς; Μπορεί να συμβαίνει κι αυτό, είναι πιθανό. Υπάρχει περίπτωση να είναι από τα στρατιωτάκια με τα σημαιάκια και τις συντάξεις των 500 ευρώ και δεν κακιώνω, οίκτο νιώθω περισσότερο. Ίσως όμως να είναι από αυτούς που δεν δούλευαν αλλά απλά υπήρχαν στις δουλειές τους, ίσως οι επισκέψεις στα βουλευτικά γραφεία ήταν πιο συχνές από τις επισκέψεις στο σχολείο των παιδιών τους, ίσως η δήθεν επαφή με τους πολιτικούς έκανε τα ανθρωπάκια, ανθρώπους, σ΄αυτούς όμως έχω μια απάντηση.
Μεγάλωσα ακόμα περισσότερο και πια δεν είμαι μόνος, έχω ένα παιδί που δεν φταίει σε τίποτα να μεγαλώνει μέσα σε μια κοινωνία με ανέργους, με καθημερινή ανασφάλεια σε όλα τα επίπεδα. Γι΄ αυτό το παιδί και για όλα τα παιδιά δεν πρέπει να κάνω Delete σε ότι έγινε, – σ΄ εσένα το λέω μαλάκα που σκέφτεσαι πως είσαι ένας από αυτούς τώρα που διαβάζεις- γιατί αν το κάνω τώρα, πιθανόν τα εγγόνια μου να ζήσουν ξανά το ίδιο. Ποιος κάνει delete όταν πεινάει και βλέπει τον άλλον να πλουτίζει ξαφνικά ; Ποιος κάνει delete όταν τιμωρείται για κάτι που δεν έκανε ποτέ ; ποιος κάνει delete όταν κοιτάει δεν μπορεί να πληρώσει το φροντιστήριο των παιδιών και σε βλέπει εσένα να προβληματίζεσαι για το τι αυτοκίνητο θα αγοράσεις; Και για να σε προλάβω, είμαι πατριώτης ίσως πιο καθαρός από τους πατριώτες – γλύφτες, που αρκετούς από αυτούς γνωρίζω. Πατριώτες που έκαναν θητεία δίπλα στο σπίτι τους, πατριώτες που καμάρωναν για το βύσμα τους, πατριώτες που ήξεραν μόνο, να σκέφτονται το εαυτό τους. Πατριωτισμός για τον εαυτό μου, έτσι λέγεται αυτό.
Δεν θ΄ αλλάξει η Ελλάδα αν ξεχάσουμε τα πάντα, και απλά εργαστούμε σκληρά , όπως λένε μερικοί «πρασινοσκούφηδες» συμμέτοχοι στο έγκλημα Η Ελλάδα θ΄ αλλάξει όταν θυμηθούμε ξανά τα πάντα. Ότι μας συνδέει με το πρόσφατο παρελθόν, να μάθουμε κάθε πληροφορία που θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως βρεθήκαμε εδώ, σε αυτή την κατάσταση. Άλλωστε η ιστορία χρειάζεται να συνδέει τα γεγονότα, δεν στηρίζεται σε μεμονωμένα αποσπάσματα, γιατί τότε τα συμπεράσματα θα είναι εσφαλμένα.
Το Delete είναι εκ του πονηρού, μυρίζει συμμετοχή στο έγκλημα, συνυπευθυνότητα μικρή ή μεγάλη, σαν το κακό που θέλεις να ξεχάσει. Σαν να λες ότι συμφωνείς στο ότι «μαζί τα φάγαμε»
Τώρα, πρέπει να βρούμε τον ιό στο σύστημα και να τον καταπολεμήσουμε, να διορθώσουμε ότι έχει καταστρέψει και να το κάνουμε γνωστό σε όλους, για να προφυλάσσονται κι αυτοί.Update στο Antivirus χρειάζεται, αλλά αυτό απαιτεί από το ΕΓΩ να πάμε στο ΕΜΕΙΣ, από τη ΜΟΝΑΔΑ στο ΣΥΝΟΛΟ και καμιά φορά να ανοίγουμε κανένα βιβλίο, έτσι για να μαθαίνουμε τι συνέβη και παλιότερα για να μην επιστρέφουμε κάθε πενήντα χρόνια στα ίδια και υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών που ακόμα δεν γεννήθηκαν.
Καθισμένος σε σκαλάκια είμαι και τώρα, και βλέπω τα παιδιά να παίζουν ανέμελα απέναντι μου και ξέρω πως θα έρθει η ώρα που θα με κατηγορήσουν γιατί δεν έκαναν κάτι, να βοηθήσω να γίνει καλύτερο το δικό τους μέλλον. Δεν θ΄ αντέξω να τους πω πως έκανα απλά Delete, θα γελάσουν και θα έχουν και δίκιο και τότε θα είμαι μεγάλος για να γυρίσω πίσω και ν΄ αλλάξω τα πράγματα. Για πρώτη φορά ας μην αφήσουμε την ιστορία να επαναληφθεί κι ας κάνουμε κάτι, ας έχουμε κι εμείς κάτι να λέμε στα γεράματα μας, όχι μόνο ότι ζήσαμε την κρίση αλλά πως κάναμε κάτι για να μην μας ισοπεδώσει, πως κάναμε κάτι για να αλλάξουμε τα πράγματα.
Και κάτι τελευταίο: «Μη ξεχνάς ποτέ το παρελθόν. Μπορεί να το ξαναχρειαστείς στο μέλλον», όπως είπε και ο Μάλκολμ Μπράντμπερυ (Άγγλος καθηγητής και συγγραφέας 1932 – 2000).
This Post Has 0 Comments