skip to Main Content

Αθήνα

Υπάρχουν κάτι διαμερίσματα στην Αθήνα, στο κέντρο
παλιές πολυκατοικίες του ’50 ή του ’60
μπροστά από μεγάλους δρόμους
Αλεξάνδρας χαμηλά, Κηφισίας αρχή, Πανεπιστημίου πριν τη Βουλή
μπροστά στην κίνηση, 4ου ή 5ου ορόφου
λευκοί τοίχοι σίγουρα
χαμηλά μασίφ κάγκελα, άσπρα
παρκέ πάτωμα, ξύλινα περιποιημένα κουφώματα – πυκνή μυρωδιά
ξύλου και χωνεμένης σκόνης
φωτεινά πολύ, με ανοιχτή θέα
σε κάτι τέτοια διαμερίσματα ξημερώνουν κάποτε
μεγάλες μέρες
πραγματικά μεγάλες
μπορείς τότε να σηκώσεις το δάχτυλο ψηλά
ο αγκώνας σε ορθή γωνία, να σταματήσεις
έτσι για λίγο το χρόνο και να κατακτήσεις
όλη την Αθήνα- πόλη Ιωνική, μεγάλη τιμή.

 

Φωτιά

Ο δρόμος μου έχει τέσσερα πεύκα
και μια ωραία γυναίκα
κάθε πρωί κατεβαίνει
και από το ρετσίνι είναι έτοιμη να ανάψει ολόκληρη
τινάζει δεξιά-αριστερά τα μακριά της μαλλιά
ανεμίζει λίγο την πολύχρωμη φούστα της
φυσάει με δύναμη το καπνό απ’ το τσιγάρο της μπροστά
και σβήνει έτσι πάλι τη φωτιά
που κινδυνεύει να μας κάψει όλους
σπίτια, δέντρα, παρκαρισμένα φορτηγά
τόσα εύφλεκτα μπαλκόνια
ριγμένα από βραδύς
σαν ξερόκλαδα στη φωτιά της.

 

Αποθήκες

Αλλά έχουν τη σιωπή σφηνωμένη στο στόμα τους
χρόνια τη γύρισαν
σαν άβολη πέτρα
με τη γλώσσα, κάποτε έβαλαν τα δάχτυλα, το χέρι
στο στόμα να μην τους πέσει
συνήθισαν
ζήσαμε τα πρωινά της σποράς στον κάμπο
μες την ομίχλη και το χέρι που έσπειρε κρατώντας
γερά τη μνήμη και την υπόσχεση
αλλά τα χέρια τους ζητάνε επίμονα τα ίδια
πόμολα χαραγμένες οι πορείες
περιμένουν πίσω απ’ τις πόρτες τους
και τα σκαλιά τους δεν κατεβαίνουν ούτε
ανεβαίνουν πουθενά
ξυπνήσαμε  απ’ το αλύχτημα της αυγής
έξω απ’ την πόρτα και τα παπούτσια μας να φωνάζουν
μια νέα μέρα μια νέα μέρα
είδαμε τη σπορά να μεγαλώνει μέσα σε θέατρα, στο δρόμο
ανάμεσα στο πλήθος των διαδηλώσεων
είδαμε την αλήθεια άκοπο λουλούδι
αλλά το ψέμα έχει σφηνώσει
σαν λάμα στις κλειδώσεις τους και κανένα αγκάλιασμα
καμιά κίνηση τους δε φαίνεται φυσική
περιόρισαν τις εξόδους τους
μένουν σπίτι τα βράδια, φτιάχνουν νέα σπίτια
και αυτή η σιωπή έχει κοστίσει
χιλιάδες αληθινές λέξεις
κάποια βράδια μηρυκάζουν λόγια που δεν είπανε
τα κόβουν σε κομμάτια τα χέρια τα πόδια τους
έχουν γίνει αποθήκες σπασμένων φωνών.

 

Παραλογή
(της Άρτας)

Όλη τη νύχτα σε εκείνο το μπαρ βλέπαμε
δίπλα μας μια μπουλντόζα να σκάβει
να σπάει την μπάρα η τσάπα
οι σερβιτόροι μες τις λακκούβες και τα χαλάσματα
περνούσαν τους δίσκους ανάμεσα από πρέσες και φορτηγά
ο μπάρμαν να κρατιέται πάνω μας και όλο να γλιστράει
στα σκαμμένα θεμέλια πίσω του 30 μέτρα βάθος
και οι σιδεριές απλωμένες
παραγγέλναμε συνέχεια
δίπλα μας κίτρινα κράνη φτυάρια γύρω-γύρω οι δυναμίτες
για τα βράχια μια μάζωξη των μηχανοδηγών οι βάρδιες
και η πρόοδος των έργων
όλη τη νύχτα σε εκείνο το μπαρ προσποιούμασταν τους θορύβους
των μηχανών για μουσική περνούσαμε τους εργάτες για
τους θαμώνες που ξέραμε χρόνια στην ίδια θέση
δε βλέπαμε πως είχαμε χτιστεί όλοι μαζί θρυμματισμένοι
θα περιεχόμασταν στις κολόνες σε λίγο
παραγγέλναμε συνέχεια
η νύχτα για μας ήταν μια ακόμα έξοδος στα Εξάρχεια σκοτάδι
και μεγάλες κατηφόρες έξω απ’ την πόρτα και κανείς
δεν έφευγε κανείς δεν έψαχνε για δαχτυλίδια και αυταπάτες
τα βουνά δε θα τρέμανε αυτή η νύχτα γεφύρι θα μας έβγαζε
στην αυριανή μέρα
θα συνεχίζαμε τη ζωή μας κανονικά
το σπίτι τη δουλειά
θα περνάγαμε με επιτυχία
κι αυτό το μαύρο ποτάμι τη μαύρη νύχτα
τα βράδια στοιχειώνουμε τους εαυτούς μας.

 

Βία

Έχουμε πολύ καιρό να βγούμε απ’ το σπίτι μας
γυρνάμε πάνω-κάτω, κοιτάμε τις πόρτες
ψηλαφίζουμε τους τοίχους
αδύνατο, δεν μπορεί
τα παπούτσια μας έβγαλαν ξαφνικά πέτρινες ρίζες
μπλέχτηκαν με τα σίδερα και τα μπετά της οικοδομής
δε γίνεται να τα σηκώσεις
και η πόρτα μας δεν υπακούει σίγουρα
όσο εμείς τραβάμε να ανοίξει
εκείνη παίρνει τη δύναμη μας ανάποδα
και σφηνώνει περισσότερο
και οι μεντεσέδες στα παράθυρα σαν πεισματάρες τανάλιες
χρειάζεται η δύναμη δέκα ανθρώπων
και εμείς είμαστε μόνο δύο
έχουμε πολύ καιρό να βγούμε απ’ το σπίτι μας
κλεισμένοι εδώ μέσα
μέρες και νύχτες
δεν καθόμαστε όμως,
εδώ και δυο μήνες το πήραμε απόφαση
έχουμε πόλεμο του φωνάξαμε μια μέρα
με ό,τι μέσα διαθέτουμε
γδάραμε το σοφά στους τοίχους άγαρμπα
ο ένας με χοντρό γυαλόχαρτο
ο άλλος με ψιλή σπάτουλα
το ψυγείο το ανεβάσαμε πάνω σε ένα ικρίωμα
δεμένο με ένα σχοινί απ’ το ταβάνι
κάθε τόσο κάποιος πλησιάζει με άσχημη διάθεση
με ένα χέρι τεντωμένο
μετρήσαμε τα δωμάτια με μια λειψή μεζούρα (κόψαμε κρυφά ένα κομμάτι
15 μέτρα), βγήκαν 40 τ.μ λιγότερα
“σαν μια γκαρσονιέρα είναι” είπαμε και μαζέψαμε τη
μεζούρα, δεν απορήσαμε, δε σχολιάσαμε
το επαναλάβαμε αρκετές φορές από τότε
του βγάλαμε όλες τις λάμπες
τυφλές ξυραφιές στους πολυέλαιους
να μη βλέπει
κοροϊδεύουμε συχνά, υποτιμάμε τα δοκάρια του
κάθε τόσο κάποιος πάει και σφίγγει
τις βρύσες
όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο σφιχτά
του στραγγίζουμε λίγο-λίγο το αίμα
και ξέρουμε ότι μας παρακολουθεί συνέχεια
γυρνάμε όλα τα δωμάτια, μένουμε με τα μάτια καρφωμένα
στο ταβάνι
είναι σίγουρο, δεν θα αντέξει πολύ ακόμα
την τηλεόραση την αποσυναρμολογήσαμε τελείως
λυχνίες, καλώδια και τραντσίστορ βρίσκονται χυμένα
στο πάτωμα
αποσυνδέσαμε το θερμοσίφωνα γεμίσαμε την μπανιέρα
και τον ξαπλώσαμε ολόκληρο μέσα
κάθε λίγο κοιτάμε μη βγει στην επιφάνια
κι ο κάδος του πλυντηρίου είναι μες τον ασβέστη
στο φούρνο καυστική κόλα, καθαρτικά
ποτάσα στο βραστήρα και στους
σωλήνες του καλοριφέρ
τα ηχεία του στερεοφωνικού καίγονται αργά στο φούρνο
μια μέρα σπάσαμε με σφυριά όλες τις καρέκλες
με βαριές τραυματίζουμε τα δοκάρια του
οι πρίζες του ασφυκτιούν μέσα στο στόκο
σταυρωτά καρφιά στα μαλακά κουφώματα
κάποιες στιγμές όμως αμφιβάλουμε, φοβόμαστε
δεν ξέρουμε που θα μας βγάλει αυτή η βία
μήπως πρέπει να κάνουμε πίσω;
όχι, δε θα αντέξει πολύ ακόμα
και συνεχίζουμε
με τη βία, με ότι έχουμε
και με τα κορμιά μας ακόμα.

 

Διάθεση

Κάποιες φορές όταν κατεβαίνουμε μαζί τα σκαλοπάτια
εγώ συνεχίζω
ολοκληρώνονται οι κινήσεις μέσα μου
τα βήματα ένας ήχος που χαμηλώνει ολοένα και
τα σκαλοπάτια τελικά μου αποκαλύπτονται
βυθίζομαι ολόκληρος
ποτέ δεν ξέρω που θα σταματήσω
κάποιες φορές περνάω τα θεμέλια του σπιτιού
βρίσκω το βάθος μου
μετρώντας στρώσεις πυριτίου
ή και πιο χαμηλά
στις ναρκωτικές φλέβες των δέντρων
μέσα σε πολύκλωνες ρίζες και κρυσταλλωμένα φυτά
τόσα μέτρα χωρίς ανάσα
μόνο απολιθωμένο άζωτο οξυγόνο πουθενά
και πάλι φώσφορο και στρώσεις ασβεστίου
και πάλι το φως που αδυνατεί
σκύβει στα τραύματα του και υποκύπτει
ήχοι από μαχαίρια και λάμες μια μάχη
για τον ουρανό εδώ τριγύρω και
πιο κάτω τα απολιθωμένα χωράφια
και οι εντάφιες αποθήκες πλουτωνίου
κάποτε η επιστροφή
κάποτε επιστρέφεις γρήγορα τινάζεις τα ρούχα
μια ανάσα και βγαίνεις στο δρόμο
κάποτε η βύθιση δεν τελειώνει εύκολα
βλέπεις ψηλά τα δέντρα με τις ρίζες και τα πράσινα φύλλα τους
να στριφογυρνούν και να απομακρύνονται συνέχεια
τα χώματα, θολούς κρυστάλλους από
αλάτι να ανεβαίνουν ολοένα προς τα πάνω
και αμφιβάλεις
κάποιες μέρες σαν τη σημερινή
που η βύθιση ξεκίνησε από τα χαράματα
το κεφάλι είναι ακόμα σκυμμένο
και τα μάτια αποστρέφονται το φως
αμφιβάλεις
αν θα υπάρξει τέλος.

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back To Top