skip to Main Content

 
Αρετά πολύμοχθε γένη βροτείω
θήραμα κάλλιστον βίω,
σας περί, παρθένε, μορφά
και θανείν ζαλωτός εν Ελλάδι πότμος
και πόνους τλήναι μαλερούς ακάμαντας.

 

 

 

 

Ο ύμνος αυτός που απευθύνεται στον Ερμεία -τύραννο του Ατταρνέως- από τον Αριστοτέλη στον ενάρετο φίλο του, ερμηνεύει την αρετή με έννοιες που αποδίδουν πολύ υψηλές αξίες όπως είναι η ηθική τελειότητα, η καλοκαγαθία, η εντιμότητα, η φιλανθρωπία. Με μια φράση θα λέγαμε ότι είναι ο Ερμείας είναι ο «τύπος και υπογραμμός αρετής».

Virtus στα λατινικά, guna στα σανσκριτικά, αρετή στα ελληνικά, αρχικώς σήμαινε την ικανότητα, την ποιότητα. Πολύ πρώιμα όμως, έλαβε την έννοια που είναι απολύτως συναφής με την ηθική.

Οι ηθικές αρετές, η κοσμιότητα, η ανδρεία, η εγκράτεια, η ελευθεριότητα, μελετώνται ενδελεχώς από τον Αριστοτέλη και προσλαμβάνουν αξία και σημασία ικανή να αντέχει στο διηνεκές.

Στο 2ο Βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» ο Αριστοτέλης αναζητά τα στοιχεία εκείνα που στοιχειοθετούν τις ανθρώπινες αρετές και πώς αυτές αξιοποιούνται, βοηθώντας την ανθρώπινη οντότητα να μεγαλουργήσει. Σχεδόν σε κάθε σελίδα, σχεδόν σε κάθε γραμμή, εκφαίνεται η έξοχη διεισδυτική ικανότητα του Αριστοτέλη στον κλειστό και βαθύ χώρο της ανθρώπινης ψυχής «όχι ως αδρανούσης και λιμναζούσης παθητικής καταστάσεως, δεχομένης έξωθεν τα κίνητρα, αλλά ως ενεργού ψυχικής διαθέσεως, εκδηλουμένης εις πράξεις, οι οποίες υπαγορεύονται υπό της φύσεως και του εθισμού»[1].

Στο 1ο κεφάλαιο δε των Ηθικών Νικομαχείων, δίνοντας τον ορισμό της αρετής, την διαιρεί τοποθετώντας την σε δυο άξονες: στον έναν προτάσσει τη διανοητική αρετή η οποία προέρχεται από τη διδασκαλία και επαυξάνεται από αυτήν, και στον άλλον την ηθική αρετή η οποία γεννάται και αναπτύσσεται από το έθος (τη συνήθεια). Και εδώ ο Αριστοτέλης, διαφοροποιείται έναντι του Σωκράτους και του Πλάτωνα, οι οποίοι δίδασκαν ότι η αρετή είναι -sine dubio- αποκλειστικό προϊόν της μάθησης.

Καθίσταται σαφές ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες σε μας τους ανθρώπους. Ο Αριστοτέλης αποσαφηνίζει ότι κανένα από τα όντα που υπάρχουν στη φύση δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει διαφορετικές συνήθειες από την ιδιοσυστασία του και μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά το παράδειγμα με την πέτρα και τη φωτιά (ουθέν γαρ των φύσει όντων άλλως εθίζεται, οίον ο λίθος φύσει κάτω φερόμενος ουκ αν εθισθείη άνω φέρεσθαι, ουδ΄ αν μυριάκις αυτόν εθίζη τις άνω ριπτών, ουδέ το πυρ κάτω, ουδ΄ άλλο ουδέν των άλλως πεφυκότων άλλως αν εθισθείη)[2]. Όσο και να ρίπτουμε την πέτρα προς τα πάνω ποτέ δεν θα αποκτήσει τη συνήθεια να βρίσκεται επάνω καθώς η φύση την έχει προορίσει να βρίσκεται στη γη. Αλλά και η φωτιά «το πυρ» ποτέ δεν θα αποκτήσει τη συνήθεια να «φέρεται» προς τα κάτω, καθώς από τη φύση του είναι προορισμένο να «φέρεται» προς τα επάνω.

Οι αρετές, ούτε εκ φύσεως, ούτε κατ΄ αντίθεσιν προς τη φύση μας γεννώνται σε μας, αλλά ούτε εμείς γεννηθήκαμε από τη φύση μας ικανοί να δεχόμαστε αυτές τις αρετές και αφετέρου να γινόμαστε τέλειοι σ΄ αυτές δια της συνήθειας. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι δεν γινόμαστε κάτοχοι των αισθήσεων λόγω του ότι βλέπουμε πολλές φορές ή ότι ακούμε πολλές φορές. Μεταχειριζόμαστε τις αισθήσεις μας επειδή τις κατέχουμε. Τις αρετές όμως τις αποκτούμε, αφού προηγουμένως προβούμε σε πρακτικές ενέργειες. Γινόμαστε κιθαριστές όταν παίζουμε κιθάρα. Γινόμαστε οικοδόμοι όταν φτιάχνουμε σπίτια. Κατά τον ίδιο τρόπο γινόμαστε δίκαιοι, όταν πράττουμε δίκαιες πράξεις. Γινόμαστε σώφρονες όταν πράττουμε σώφρονα έργα. Γινόμαστε ανδρείοι όταν πράττουμε ανδρεία έργα. Και αυτό επιβεβαιώνεται σύμφωνα με τον μεγάλο Δάσκαλο  στην πράξη σε νομοθετικό πλαίσιο. Οι νομοθέτες καθιστούν αγαθούς τους πολίτες δια της συνήθειας και δια της συνήθους άσκησης αυτών σε καλά έργα. Η πρόθεση δηλαδή κάθε νομοθέτη είναι αυτή. Να καταστήσει καλούς και αγαθούς πολίτες.

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας όπως υποστηρίζει, ότι από τα ίδια αίτια και από τα ίδια μέσα γεννάται και καταστρέφεται κάθε αρετή. Από το παίξιμο της κιθάρας προέρχονται και οι επιδέξιοι και οι αδέξιοι κιθαριστές. Οι ενέργειές μας επιβάλλεται να έχουν ποιότητα. Γιατί οι ψυχικές διαθέσεις προσαρμόζονται προς τις διάφορες ενέργειες. Δεν έχει λοιπόν μικρή σημασία το να αποκτούμε από την νεανική μας ηλικία αυτές ή εκείνες τις συνήθειες, αλλά έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ή μάλλον έχει ολοκληρωτική σημασία.

Τον Αριστοτέλη δεν τον ενδιαφέρει να εντρυφήσουμε στο τι είναι αρετή. Τον ενδιαφέρει να γίνουμε εμπράκτως ενάρετοι γιατί όπως αποσαφηνίζει καμία πρακτική ωφέλεια δεν θα είχαμε από την αρετή, αν περιοριζόμαστε στη θεωρητική και μόνο εξέτασή της. Οι πράξεις παίζουν κυριαρχικό ρόλο ώστε να αποκτούν και οι ψυχικές μας διαθέσεις την δική τους ποιότητα. Το να πράττουμε λοιπόν σύμφωνα με τον ορθό λόγο αυτό αποτελεί κοινή πίστη και ας τεθεί ως βασική αρχή.

Η υπερβολή και η έλλειψη καταστρέφουν τις καλές ιδιότητες των ανθρώπων γιατί οι αρετές είναι κατασκευασμένες από τη φύση τους να καταστρέφονται από την έλλειψη αλλά και από την υπερβολή όπως ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει με τη σωματική δύναμη και την υγεία.

Η υπερβολική άσκηση καταστρέφει τη σωματική ρώμη, το αυτό αποτέλεσμα όμως επιτυγχάνεται και με την ταυτόχρονη έλλειψη αυτής. Αυτός που αποφεύγει και φοβάται τα πάντα και που δεν μπορεί να υπομένει τίποτε γίνεται δειλός, ενώ αντιθέτως αυτός πάλι που δεν φοβάται τίποτε και αντιμετωπίζει τα πάντα γίνεται θρασύς. Η υπερβολή και η έλλειψη καταστρέφουν τη σωφροσύνη και την ανδρεία. Η μεσότητα όμως, η μέση δηλαδή κατάσταση, διασώζει αυτές. Χρησιμοποιώντας την έννοια μεσότητα ο Αριστοτέλης εννοεί το μέτρο, το οποίο σαφώς προσδιορίζει την ίση απόσταση μεταξύ δυο ακροτήτων, αφενός μεν της υπερβολής, αφετέρου δε της έλλειψης.

Οι αρετές προέρχονται από τον εθισμό στις πράξεις –σχολιάζει ο Αριστοτέλης- εννοώντας όσο περισσότερο εθιζόμαστε στις ενάρετες πράξεις τόσο περισσότερο προσλαμβάνουμε τις ιδιότητες της αρετής σε όλη της την έκταση.

Κριτήριο των ψυχικών μας κλίσεων πρέπει να θέτουμε την ηδονή (την ευχαρίστηση) ή αντιθέτως τη λύπη, η οποία είναι προϊόν των πράξεών μας. Αυτός που απέχει από τις σωματικές ηδονές και αυτός που αισθάνεται για τούτο ακριβώς το έργο χαρά είναι σώφρων, εκείνος όμως που αισθάνεται στενοχώρια για τούτο, διότι δηλαδή απέχει από τις σωματικές ηδονές είναι ακόλαστος. Και συμβαίνουν αυτά γιατί η ηθική αρετή, η αρετή η οποία αναφέρεται στο χαρακτήρα του ανθρώπου έχει σχέση με τις ηδονές και τις λύπες.

Τι εννοούμε αναρωτιέται ο Αριστοτέλης όταν λέμε ότι αυτοί που πράττουν τα δίκαια πρέπει να γίνονται δίκαιοι, αυτοί που προβαίνουν σε σώφρονες πράξεις πρέπει να γίνονται σώφρονες, διότι όσοι πραγματοποιούν δίκαιες και σώφρονες πράξεις είναι δίκαιοι και σώφρονες καθώς όσοι ασχολούνται με τη μουσική είναι μουσικοί. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι μια πράξη η οποία φαίνεται ότι είναι δίκαιη και συνετή ή ότι έχει τη σφραγίδα άλλης αρετής, είναι πράγματι δίκαιη και συνετή πράξη, όταν συντρέχουν όμως οι εξής 3 προϋποθέσεις:

α) όταν αυτός που εκτελεί τη δίκαιη ή σώφρονα πράξη έχει γνώση αυτής, εάν δηλαδή γνωρίζει την ποιότητα της πράξης αυτής,

β) εάν εκτελεί αυτή την πράξη από δική του προαίρεση και όχι από εξωτερική ανάγκη ή από πίεση κάποιου άλλου και

γ) εάν η πράξη αυτή υπαγορεύεται από τη σταθερή και αμετάβλητη ψυχική κατάσταση εκείνου και δεν είναι επιπόλαιο προϊόν μιας χρονικής στιγμής.

Για τις πράξεις της αρετής ο Αριστοτέλης, θεωρεί ότι η γνώση, η προαίρεση και η σταθερή ψυχική διάθεση είναι απολύτως απαραίτητες. «Η λέξη «προαίρεσις» που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης σημαίνει την εκλογή που κάνουν τα λογικά όντα σε αντίθεση με την άλογη, ζωική επιθυμία. Εδώ έχουμε, περιορισμένη στην περιοχή του ορισμού, την περίφημη θεωρία για την ανθρώπινη αρετή ως μεσότητα, η οποία θεωρία σε άλλους φαίνεται πολύ πεζή, για άλλους αποτελεί συναρπαστική ανακάλυψη»[3]. Πάντως κρίνει, ότι οι άνθρωποι που επιδίδονται μόνο στη θεωρητική και φιλοσοφική εξέταση της αρετής δεν γίνονται αυτομάτως και ενάρετοι άνθρωποι, αλλά είναι απαραίτητο να ασκούνται σε καλές και ενάρετες πράξεις και να πραγματοποιούν διαρκώς αυτές συμμορφούμενοι και εμπράκτως προς τις υποδείξεις του λόγου.

Σύμφωνα με το Δάσκαλο πάντως, η αρετή δεν είναι ούτε δυνάμεις, ούτε πάθη, αλλά είναι έξεις  δηλαδή ψυχικές διαθέσεις. Λέγοντας πάθη σαφώς εννοεί τα ψυχικά συναισθήματα όπως για παράδειγμα, την επιθυμία ενός πράγματος, την οργή, το φόβο, τη χαρά, τον πόθο κ.ο.κ. Δυνάμεις όμως ονομάζει την ιδιότητα της ψυχής να μετέχει σε όλα αυτά τα συναισθήματα και να μην παραμένει αδρανής και αδιάφορη σε όλους τους εξωτερικούς παράγοντες που διεγείρουν τα συναισθήματα. Οι έξεις τέλος, οι ψυχικές διαθέσεις είναι κάτι το στενά συνυφασμένο και άρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του ανθρώπου και έχει πιο μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα. Αυτές οι έξεις κρατούν τον άνθρωπο σε αδιάλειπτη εγρήγορση και πρόθυμο για την εκτέλεση και πραγματοποίηση καλών και ενάρετων πράξεων.

Ο Αριστοτέλης δεν περιορίζεται μόνο στο γενικό χαρακτηρισμό ότι η αρετή είναι έξις, αλλά πρωτίστως ενδιαφέρεται να προσδιορίσει και ποιας φύσεως έξις είναι. Πρέπει να πούμε ότι κάθε αρετή, κάθε δηλαδή φυσική ιδιότητα σε οποιοδήποτε πράγμα κι αν ανήκει η αρετή, προσπαθεί να τελειοποιήσει και το ίδιο πράγμα και το ίδιο του το έργο. Χρησιμοποιεί δε το εξής παράδειγμα: η αρετή (η φυσική ιδιότητα δηλαδή) του οφθαλμού και τον ίδιο τον οφθαλμό καθιστά έξοχο και το έργο το οποίο έχει να εκτελέσει αυτός το καθιστά ομοίως έξοχο. «Διότι δια της αρετής του οφθαλμού έχουμε τελείαν όρασιν (γινόμεθα κάτοχοι τελείας οράσεως)»[4]. Επίσης η αρετή (η φυσική πάντα ιδιότητα) του αλόγου και το ίδιο το άλογο καθιστά έξοχο, ικανό να τρέχει και να βαστάει επάνω του τον αναβάτη, αλλά και να αντιμετωπίζει τους εχθρούς την ώρα της μάχης.

Την ανθρώπινη αρετή όμως, που αποτελεί προϊόν έξεως ο Αριστοτέλης τη θεωρεί μόνιμη και σταθερή ψυχική διάθεση, η οποία κινεί την ψυχή «προς ενέργεια», τη διαχωρίζει δε από τη διανοητική αρετή, η οποία είναι προϊόν του νου και έχει σχέση προς τη θεωρητική  και όχι την πρακτική ζωή του ανθρώπου. Οπωσδήποτε λέγοντας αρετή εννοεί την ηθική αρετή, διότι η αρετή αυτού του είδους έχει σχέση προς τα πάθη και προς τις πράξεις. Σε αυτά δε τα πάθη και σε αυτές τις πράξεις, ενυπάρχει η υπερβολή και η έλλειψη και το μέσον. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν να αισθανόμαστε και φόβο, και θάρρος, και λύπη, σε βαθμό και μεγαλύτερο, και μικρότερο του δέοντος. Αλλά όμως, τονίζει ότι και τα δυο αυτά, δηλαδή και η υπερβολή και η έλλειψη δεν είναι καλά στοιχεία. Εκείνο το οποίο ορίζει πότε πρέπει να υπάρχουν αυτά τα πάθη, και σε ποιο βαθμό και σε σχέση με ποιους και χάριν ποίου, είναι το μέσον και συνάμα το άριστον, πράγμα το οποίο χαρακτηρίζει την αρετή.

Η αρετή κατά τον Αριστοτέλη είναι μεσότητα μεταξύ δυο κακών, βρίσκεται δηλ. σε ίση απόσταση από δυο κακίες, εκ των οποίων η μια προέρχεται από την υπερβολή ενώ η άλλη από την έλλειψη. Και παρόλο που είναι μεσότητα η αρετή εξαιτίας του ότι άλλες μεν από τις κακίες υπολείπονται από το δέον-το ορθό μέτρο, άλλες δε υπερέχουν απ΄ αυτό και κατά τα πάθη, τα συναισθήματα και κατά τις πράξεις, η αρετή εντούτοις κατορθώνει να επιλέγει το μέσο.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι πρέπει να επιδιώκουμε πάντα το μέσο, του οποίου όμως η επίτευξη είναι δυσκολοδιάβατο έργο. Μολονότι θεωρεί ότι είναι δύσκολο να πετύχουμε σύμφωνα με τις πράξεις μας και σύμφωνα με τα συναισθήματά μας το μέσον, το πρέπον δηλαδή το «μέτρον», πρέπει αν αποτύχουμε του ορθού μέτρου, να στρέφουμε τις προσπάθειές μας σ΄ εκείνα τα πράγματα, τα οποία είναι λιγότερο κακά. Και πάντως η μέση ψυχική διάθεση είναι σε κάθε περίπτωση άξια επαίνου και άλλοτε πρέπει να αποκλίνουμε προς την υπερβολή, άλλοτε προς το μέρος της ελλείψεως. Διότι ενεργώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε ευκολότερα να πετύχουμε το «μέσον και το τέλειον».

 

Η αρετή κατά Σωκράτη

Ο Σωκράτης στηρίζει την αρετή στη γνώση ισχυριζόμενος ότι αυτή αρκεί για να καθοδηγήσει τον άνθρωπο στην ηθική πράξη. Για τον Σωκράτη είναι αυτονόητο ότι ο άνθρωπος είναι μόνο εξ΄ αγνοίας κακός. Πράττει δηλαδή το κακό από άγνοια, «ουδείς εκών κακός».

Το ότι και μόνο η γνώση αρκεί ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να εκτελεί το αγαθό, συνεπάγεται ότι η αρετή διδάσκεται και επειδή κάθε γνώση είναι ενιαία, και η αρετή είναι ενιαία. Για να το αποδείξει δε αυτό, ο Σωκράτης, ανάγει τις επί μέρους αρετές, τη σωφροσύνη, την εγκράτεια, την ανδρεία, τη δικαιοσύνη στη γνώση.  Αναγκαία προϋπόθεση της γνώσης αυτής είναι η επίγνωση. Γιατί θεωρεί ότι απ΄ αυτήν γεννάται η σωφροσύνη. Η εγκράτεια οφείλεται στη γνώση του αγαθού διότι όποιος έχει τη γνώση αυτή είναι αδύνατον να συγχέει το ενάρετο με το αγαθό και να γίνεται ασελγής[5].

Ο Σωκράτης δίνει μεγάλη σημασία στη σωφροσύνη και στην εγκράτεια από πρακτική και θεωρητική άποψη. Το να μην έχουμε την  ανάγκη κανενός είναι αποκλειστικό προνόμιο του Θεού αλλά το να χρειαζόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερα πράγματα αυτό μας καθιστά όμοιους προς το Θεό. Η δικαιοσύνη σύμφωνα με το Σωκράτη συνταυτίζεται με την νομιμότητα, αλλά η νομιμότητα δεν περιορίζεται μόνο στους θεσπιζόμενους από την πολιτεία νόμους αλλά εκτείνεται και στους άγραφους νόμους που διέπουν κάθε ανθρώπινη ψυχή.

Αρετή κατά Πλάτωνα

Ο Πλάτωνας αντιστρατεύεται στην ευδαιμονιστική ηθική[6]. Το αγαθό είναι αυθύπαρκτο, αυτοτελής ιδέα, πολύ πιο υπέροχη από την ηδονή. Και η ηδονή συνδέεται με την ιδέα αυτή αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό καθώς διαπλέκονται οι ιδέες του κάλλους, της αρμονίας και της αλήθειας. Η αρετή αποτελεί το ιδεώδες της ανθρώπινης ψυχής. Στην τελειότητα της μπορεί να είναι μια και μόνη, περικλείει όμως και συστατικά στοιχεία, όπως είναι η σωφροσύνη, η ανδρεία, η εγκράτεια, η ευλάβεια, η δικαιοσύνη. Η ενιαία φύση της αρετής οφείλεται σύμφωνα με τον Πλάτωνα στην κυριαρχία του λογικού μέρους της ψυχής που χρησιμεύει ως κανόνας για τα άλλα δύο. Η λογική ενότητα και ακολουθία έγκειται στην ουσία της γνώσης. Αφού η αρετή στηρίζεται στη γνώση, σύμφωνα με τη φύση της διδάσκεται. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι υπάρχουν δάσκαλοι που τη διδάσκουν συστηματικά[7].

Ο Πλάτωνας αποδίδει την πρωταρχική, την πραγματική, την αυτενεργό πνευματική ουσία του ανθρώπου αποκλειστικά στην νόηση, ενώ οι επιθυμίες για εκείνον είναι προϊόν το οποίο προκύπτει από τη σύνδεση της ψυχής με το σώμα. Εκλαμβάνοντας δε το σώμα ως «ειρκτή» της ψυχής, θεωρεί τις επιθυμίες που προέρχονται από το σώμα ως στοιχείο ξένο προς την πρωταρχική πνευματική ουσία της ψυχής, όπου εξαναγκάζει αυτή σε μια κατάσταση κατά την οποία γίνεται αισθητή ως δέσμευση που προέρχεται έξωθεν.

Στωικοί και αρετή

Σύμφωνα με τους Στωικούς, η αρετή είναι γνώση και οι 4 θεμελιώδεις αρετές είναι αυτές καθ΄ αυτές επιστήμες. Η φρόνηση διδάσκει τι οφείλουμε να πράττουμε ή να μην πράττουμε, η σωφροσύνη εκείνο που καλόν είναι να επιδιώκουμε ή να αποφεύγουμε, η δικαιοσύνη εκείνο που οφείλουμε να απονέμουμε στον καθένα και τέλος η ανδρεία ότι πρέπει να φοβόμαστε ή όχι.

Άλλες αρετές σύμφωνα με τους Στωικούς είναι η πλήρης καθυπόταξη των παθών και η εγκράτεια. Μόνο ο σοφός είναι ελεύθερος -λένε οι Στωικοί- διότι μόνο αυτός είναι ικανός να δαμάζει τις ορμές και τις ορέξεις του[8].

Η αρετή σύμφωνα με τους Στωικούς έγκειται στην αποκτώμενη αυτοκυριαρχία που προέρχεται από τη δράση αλλά και από τη στέρηση και που αυτές συνιστούν το βίο, τον ανταποκρινόμενο στους νόμους της φύσης. Ο Διογένης ο Λαέρτιος σχολιάζει: «Το ομολογουμένως η φύσει ζην όπερ εστί κατ΄ αρετήν ζην, άγει γαρ προς ταύτην ημάς η φύσις».

 

Εν κατακλείδι

Οι αρετές είναι πράξεις, οι οποίες είναι προϊόντα της ενεργείας της ψυχής του ανθρώπου, όταν επιτελεί το υπό της φύσεως αυτού ως ανθρώπου καθοριζόμενον έργον[9].

Συνταυτίζοντας την αρετή απολύτως με την ευδαιμονία και συνεπής με την προσδιοριστική αντίληψη του κόσμου με τη ζωή ο Σπινόζα λέει: «η ευδαιμονία δεν είναι άθλος της αρετής αλλά αυτή καθεαυτή η αρετή».

 

Βιβλιογραφία

  • Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Μετάφραση Σπύρου Μαγγίνα, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός.
  • Μουτσοπούλου, Ε., Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός κατά τον Πλήθωνα, Ίδρυμα Ερεύνης και Εκδόσεων Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα 1987.
  • Σατελέ Φρανσουά, Η φιλοσοφία, Από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά Ακινάτη, Τόμος Α΄, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1987.
  • Τσέλλερ-Νεστλέ- Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, Η στωική Φιλοσοφία, σελ. 281, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1978.
  • Guthrie, W.K.C., Οι Έλληνες Φιλόσοφοι Από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη, Εκδόσεις Παπαδήμα.

[1] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Εισαγωγή υπό Σπύρου Μαγγίνα, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός.

[2] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Β΄, Κεφάλαιο Α΄, Μετάφραση Σπύρου Μαγγίνα, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός.

[3] Guthrie, W.K.C., Οι Έλληνες Φιλόσοφοι Από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη, Εκδόσεις Παπαδήμα.

[4] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Β΄, Κεφάλαιο Α΄, Μετάφραση Σπύρου Μαγγίνα, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός.

[5] Σατελέ Φρανσουά, Η φιλοσοφία, Από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά Ακινάτη, Τόμος Α΄, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1987.

[6] Μουτσοπούλου, Ε., Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός κατά τον Πλήθωνα, Ίδρυμα Ερεύνης και Εκδόσεων Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα 1987.

[7] Guthrie, W.K.C., Οι Έλληνες Φιλόσοφοι Από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη, Εκδόσεις Παπαδήμα.

[8] Τσέλλερ-Νεστλέ- Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, Η στωική Φιλοσοφία, σελ. 281, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1978.

[9] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Εισαγωγή, Μετάφραση Σπύρου Μαγγίνα, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός.

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back To Top