skip to Main Content

Έργο του ζωγράφου Γιάννη Σταύρου

ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗ ΣΥZΗΤΗΣΗ ME ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓOY

Ήταν απόγευμα ζεστό, σχεδόν καλοκαιρινό, γαλανό όπως κάθε ανοιξιάτικο απόγευμα στις υπώρειες του λόφου της ακρόπολης. Όμως τα χρόνια που με χωρίζουν από τότε και τα όσα μπορεί να συμβούν στη ζωή κάθε ανθρώπου, δυστυχώς την ακριβή ώρα και ημερομηνία να λησμονήσουν πέτυχαν, όχι όμως εκείνο το νεανικό χρώμα και την θαλπωρή της συζήτησης, που έγινε από δύο εφήβους – που την περίοδο εκείνη (΄82- ΄84), εξέδωσαν τρία τεύχη του καθόλα καλλιτεχνικού και αιρετικού περιοδικού «ΡΟΟΣΤΑΤΗΣ» – και τον γέροντα ζωγράφο – συγγραφέα στο εργαστήρι του, σ΄ ένα στενό στην οδό Γουέμπστερ 6  κάτω απ’  τον ίσκιο  της Ακρόπολης.

Ο Γαλαξιδιώτης ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου δεν βρίσκεται ανάμεσά μας εδώ και 26 χρόνια στη ζωή. Οι συνομιλητές του  Μιχάλης Μεταξάς και Βασίλης Γιάτσης, έφηβοι τότε γεμάτοι όνειρα  έχουν κι οι δυο το δρόμο τους τραβήξει, μα  παραμένουν πάντοτε πιστοί κι εραστές, κοινών ιδεών και ιδανικών κοινωνοί κι εξίσου το ίδιο αμφισβητίες.

Η συνομιλία που ακολουθεί καταγράφηκε σ΄ ένα παλιό και διόλου επαγγελματικό κασετόφωνο. Ένα βράδυ καθώς ψαχούλευα τις αναμνήσεις μου ανέγγιχτη εδώ και πολύ καιρό ξέθαψα  μέσα από μία κασετοθήκη  μια μαυροκόκκινη κασέτα μάρκας INTERSONIC AD 60. Στο πρώτο άκουσμα – μετά από τόσα χρόνια – μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τρία φαντάσματα συνομιλούν για ποίηση, ποιητές, ζωγράφους, ζωγραφική, πολιτική, μια στιγμή που λες και δεν υπήρξε ποτέ στο χρόνο. Το φάντασμα ενός ζωγράφου και των δύο εφήβων που χρόνια τώρα δεν υπάρχουν. Αμέσως απομαγνητοφώνησα την κασέτα και   να που τη δημοσιεύσω. Την παρουσιάζω για πρώτη φορά – που να φανταζόμουν τότε το μέσο – στο ευρύ κοινό και μαζί της ένα βιογραφικό σημείωμα του Μπάρμπα Σπύρου και κάποια έργα του δανεισμένα – αηδιάζω να την ονομάσω συνέντευξη-, πιστεύοντας ότι θα σας μεταφέρω την πιστότερη εικόνα των συναισθημάτων μου.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

(Γαλαξείδι 1903 – Αθήνα 1985)

Ο Σπύρος Βασιλείου γεννήθηκε στο Γαλαξείδι το 1903. Η ταυτότητά του ωστόσο αναφέρει 1902 στη χρονολογία γέννησης, αφού ποτέ δεν δηλώθηκε από τους γονείς στο ληξιαρχείο η έλευση ενός νέου παιδιού που πήρε την θέση του αδελφού που χάθηκε λίγους μήνες πριν και που επίσης λεγόταν Σπύρος Βασιλείου. “έτσι έζησα (…) ογδόντα χρόνια, χωρίς να ξεκαθαρίσω αν είμαι εγώ ή ο αδελφός μου”.

Χάρη σε μία μικρή και ολιγόχρονη υποτροφία των προκρίτων της γενέτειράς του, ο Σπύρος Βασιλείου έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πρώτος δάσκαλός του στη σχολή (1921-23) είναι ο Αλέξανδρος Καλούδης. Ο νεαρός φοιτητής απογοητεύεται από τη στείρα διδασκαλία και την υποχρεωτική μαθητεία στο κάρβουνο και το μολύβι. Μαζί με άλλους πρωτοστατεί σε μία κίνηση ανανέωσης της σχολής που είχε σαν αποτέλεσμα την εκλογή του Νικόλαου Λύτρα και την καθιέρωση του θεσμού των εργαστηρίων. Η ζωηρή συντροφιά των “ταραξιών” της Σχολής εγγράφεται στο εργαστήριο του Λύτρα (1923-26), κοντά στον οποίο μυείται “στις αρχές του ιμπρεσιονισμού και στις αξίες του καθαρού χρώματος”. Κάπου εδώ τοποθετείται η αφετηρία της πλούσιας καλλιτεχνικής διαδρομής του Σπύρου Βασιλείου, η οποία σημαδεύεται από την προσήλωσή της στην ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα μιας εθνικής τέχνης και την πρόθεσή της να προσεγγίσει σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα αντλώντας από τα διδάγματα της ελληνικής κληρονομιάς.

Με την αποφοίτησή του από τη σχολή (1926) εκθέτει στο “Φουαγιέ” του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών μαζί με τους Π. Ρέγκο, Σ. Κόκκινο και Α. Πολυκανδριώτη.

1927-1939

Την περίοδο αυτή ξεκινά τη συνεργασία του με εφημερίδες και περιοδικά δημοσιεύοντας σχέδια και εικονογραφήσεις. Η πρώτη ατομική του έκθεση πραγματοποιείται στην “Aίθουσα τέχνης Στρατηγοπούλου” στα 1929. Όψεις της Αθήνας, νεκρές φύσεις και η ζωντανή και σαρκαστική αυτοπροσωπογραφία του συνθέτουν ένα μικρό αλλά σημαντικό πρώτο δείγμα εργασίας που αντιμετωπίζεται με ενδιαφέρον από την κριτική.

Με αφορμή ένα εξώφυλλό του στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα (1929), ο Φώτος Πολίτης, καθηγητής τότε της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου, τον καλεί να σκηνογραφήσει τα Κορακιστικά του Ι. Ρίζου–Νερουλού για τις επιδείξεις της Σχολής. Έτσι ξεκινά μια πολύχρονη ενασχόληση με το θέατρο που πλησιάζει τις 140 παραστάσεις σε όλα τα θεατρικά είδη. Στις 25 Μαρτίου του 1930, του απονέμεται το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια διακόσμησης του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Χάρη στο χρηματικό έπαθλο ταξιδεύει στην Ευρώπη και έρχεται σε άμεση επαφή με τα αυθεντικά έργα των μεγάλων ζωγράφων και τη σύγχρονη τέχνη. Επηρεάζεται ιδιαίτερα από τους Guardi, C. Lorrain και Bruegel, γεγονός που αποτυπώνεται σε έργα όπως η Λαϊκή Αγορά (1934), το Καρναβάλι (1934) και το Ζάππειο (1935).

Στα 1930 επίσης συμμετέχει στην πρώτη έκθεση της ομάδας “Τέχνη”, της οποίας είναι και ιδρυτικό μέλος. Την ίδια χρονιά εκδίδει μαζί με τον Αγήνορα Αστεριάδη τα Παιδικά Σχέδια, αποτέλεσμα της διδακτικής τους εμπειρίας και της επαφής τους με τα παιδιά (στην Παπαστράτειο Σχολή Παιγνιδιών και στο Δημοτικό Σχολείο Γρεβενών, αντίστοιχα

1940-1949

Στις 27 Απριλίου του 1941, την ημέρα που οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα, παντρεύεται την κόρη του Γεώργιου Κωνσταντακόπουλου, Κική. Από το γάμο αυτό θα αποκτήσει δύο κόρες, τη Δροσούλα και τη Δήμητρα.

Στα χρόνια της Κατοχής (1941-1945), καθώς “τα χρώματα είναι λιγοστά και ακριβά”, καταπιάνεται με τη χαρακτική. Τα χαρακτικά του Σπύρου Βασιλείου αποτελούν μία ξεχωριστή συμβολή “στον αγώνα του πνευματικού κόσμου κατά των κατακτητών” [με ιδιαίτερη έμφαση σε έργα όπως, Η ταφή του Παλαμά (1943) και Ο θρήνος των Καλαβρύτων (1943)]. Η δράση του περιλαμβάνει την εικονογράφηση και την παράνομη έκδοση τριών χειρόγραφων βιβλίων (Ακριτικά του Α. Σικελιανού, Μέσ’ από τα Τείχη του Σ. Σκίπη και Δρακογενιά του Α. Θέρου), καθώς και τη φιλοτέχνηση ξυλογραφιών για κάθε τεύχος της Νέας Εστίας για δύο χρόνια από τον Ιανουάριο του 1942.

Στα 1945 σχεδιάζει για το θίασο “Ενωμένοι Καλλιτέχνες” τα σκηνικά και τα κοστούμια για τις παραστάσεις Θεοδώρα του Δ. Φωτιάδη και Ρήγας ο Βελεστινλής του Βασίλη Ρώτα. Συνεργάζεται επίσης για πρώτη φορά με το Εθνικό Θέατρο φιλοτεχνώντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση Στο γέρμα του χειμώνα σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού.

Δύο χρόνια αργότερα, σκηνογραφεί για την παράσταση της Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας του Γιώργου Θεοτοκά (1947), ενώ ξεκινά και το διδακτικό του έργο ως τακτικός καθηγητής του Μορφωτικού Συλλόγου “Αθήναιον”, του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου και της Δραματικής Σχολής του Eθνικού Θεάτρου.

Το 1948 ξεχωρίζει η συμμετοχή του στην Πανελλήνια Έκθεση και η συνεργασία του – για πρώτη φορά – με την Εθνική Λυρική Σκηνή για τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης Ο βασιλιάς Ανήλιαγος. Tην επόμενη χρονιά, μεταξύ άλλων γραφιστικών εργασιών, εικονογραφεί το Αναγνωστικό της Ε’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου

1950-1960

Το 1950 ο Σπύρος Βασιλείου μετέχει τόσο στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας “Στάθμη”, όσο και στη σύσταση του Ελληνικού Χοροδράματος, παραμένοντας για πολλά χρόνια ένας από τους στενότερους συνεργάτες της Ραλλούς Μάνου. Επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης του Δον Ζουάν του Χοσέ Θορίλλια για το Εθνικό Θεάτρο, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου φιλοτεχνεί για την κεντρική αψίδα της Αίθουσας Τελετών της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τη μνημειακών διαστάσεων εικόνα του Αγίου Δημητρίου. Η καλλιτεχνική του πορεία περιλαμβάνει το σχεδιασμό και την υλοποίηση πολλών διακοσμητικών προγραμμάτων με την αφορμή δημόσιων και ιδιωτικών αναθέσεων.

Τα χρόνια αυτά επίσης είναι ένας από τους γνωστούς ζωγράφους στους οποίους ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού αναθέτει τον σχεδιασμό αφισών και διαφημιστικού υλικού.

Το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας και το Χειμωνιάτικο Παραμύθι ανεβαίνουν στο Εθνικό Θέατρο με δικά του σκηνικά και κοστούμια (1952), συμμετέχει στην Δ’ Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο και ένα χρόνο αργότερα (1953) στην έκθεση της καλλιτεχνικής ομάδας “Στάθμη”, στη “Galleria Nazionale d’Arte Moderna”, στη Ρώμη. Την ίδια χρονιά ξεκινά και η μακρά του συνεργασία με τον Μάνο Κατράκη, σχεδιάζοντας τα σκηνικά για την παράσταση Ευγενία Γκραντέ που ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη· τα κοστούμια είναι του Γιάννη Τσαρούχη.

Στη δεκαετία –μεταξύ των πολλών και διαφορετικών ενασχολήσεων του Βασιλείου– ξεχωρίζουν η συμμετοχή του σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στο Βελιγράδι (1954), η παράσταση του Ελληνικού Χοροδράματος Ελληνική Αποκριά (σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη) -της οποίας ο Βασιλείου επιμελείται το θέμα, τα σκηνικά και τα κοστούμια-, η έκθεση Neo-Byzantine Church Art στο “Detroit Institute of Arts” (1955), οι συνεργασίες με το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο (Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Καραϊσκάκης, Βασίλισσα Αμαλία), η έκθεση στο “Centro per la Cooperazione Mediterranea” στο Παλέρμο της Σικελίας (1957), σειρά ατομικών εκθέσεων (σημειώνουμε ιδιαίτερα την ετήσια παρουσία του από το 1956 έως και το 1959 στη γκαλερί “Ζυγός”), σκηνικά και κοστούμια για τη Θεοφανώ του Τερζάκη στη Ροτόντα Θεσσαλονίκης (1958), συμμετοχές ακόμη στις εκθέσεις Ελληνικού Σχεδίου «επί του Υπερωκεανίου Ολυμπία» (1956), Art Grec Contemporain στη “Gallerie Creuze” στο Παρίσι και Καλλιτεχνικό Βιβλίο και Χαρακτική στη “Γκαλερί Τέχνης” στην Αθήνα (1958), στις Πανελληνίους των ετών 1957 και 1960, παρουσίες στο διαγωνισμό έργων που εκπροσωπούν την Ελλάδα στο διεθνή διαγωνισμό του βραβείου Guggenheim (από το 1958), καθώς επίσης και στη Μπιενάλε του Sao Paulo (1959).

Tο 1960 το έργο του Φώτα και Σκιές τιμάται από το ελληνικό τμήμα της AICA με το βραβείο Guggenheim για την Ελλάδα

 

1961-1967

Στην αφετηρία των χρόνων του ’60 βρίσκεται η συνεργασία με το Μιχάλη Κακογιάννη (1961) για την κινηματογραφική μεταφορά της Ηλέκτρας του Ευριπίδη. Την ίδια χρονιά ο Βασιλείου ολοκληρώνει την αγιογράφηση του Αγ. Βλάση στο Ξυλόκαστρο και πραγματοποιεί επετειακή ατομική έκθεση στη γκαλερί “Ζυγός”.

To 1962 επιμελείται την παράσταση του Ελληνικού Χοροδράματος Το τραγούδι του Νεκρού αδερφού σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Το επόμενο έτος (1963) υπογράφει στην Όπερα της Στουτγκάρδης τα σκηνικά και τα κοστούμια για την Ηλέκτρα του Στράους και συνεργάζεται με τον Αλέξη Σολομό και το Εθνικό θέατρο για το Ονειρόδραμα του Στρίνμπεργκ. Το 1964 εργάζεται αντίστοιχα για τις παραστάσεις Βαβυλωνία του Βυζάντιου (σε σκηνοθεσία Κ. Κουν) και Ειρήνη του Αριστοφάνη (σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη) που παρουσιάζεται από το Άρμα Θεάτρου.

Στα 1965, στο πλαίσιο της προβολής του αιτήματος της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, φιλοτεχνεί για τη Γενική Διεύθυνση Τύπου καλλιτεχνικό χάρτη του νησιού (με το μήνυμα του Γεωργίου Παπανδρέου να προβάλλεται εμφατικά). Επίσης αναλαμβάνει τη διαμόρφωση της σκηνής του θεάτρου της Δώρας Στράτου στο λόφο του Φιλοπάππου.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 εξάλλου -οπότε και ο Βασιλείου αναδεικνύεται σε έναν από τους συνεπέστερους καταγραφείς των μεταμορφώσεων του σύγχρονου αστικού τοπίου, ενώ συγχρόνως παγιώνει την εικαστική ταυτότητα του μονοχρωματικού βάθους, της καταξίωσης του καθημερινού και της ανορθόδοξης σύγκλησης ετερόκλητων αντικειμένων- συμμετέχει σε σειρά εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επιλεκτικά αναφέρονται η παρουσία του σε ομαδικές εκθέσεις Ελλήνων καλλιτεχνών στο Παρίσι και το Βελιγράδι αλλά και στην Ζ’ Πανελλήνια Έκθεση το 1963, η συμμετοχή του στην έκθεση Peinture Grecque Contemporaine στο Palais des Beaux-Arts στις Βρυξέλλες και στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1964, η ατομική έκθεση στο Χίλτον το 1965 (υπό τον γενικό τίτλο Αθήνα-Ερέτρια· εναλλαγές με χειμωνιάτικο φως) και στην αίθουσα “Upper Grosvenor Galleries” στο Λονδίνο έναν χρόνο αργότερα, αλλά και η συμπερίληψη της δουλειάς του στην έκθεση La Semaine Grecque στις Βρυξέλλες, τον Απρίλιο του 1967

1969-1985

Το 1969 είναι έτος απολογισμού εκδίδει το αυτοβιογραφικό του λεύκωμα Φώτα και Σκιές και γιορτάζονται, ύστερα από πρωτοβουλία φίλων και συνεργατών του, τα 40 χρόνια παρουσίας του στη σκηνογραφία. Το 1970 εκθέτει στο Λονδίνο και στην Κύπρο και για πρώτη φορά ανεβαίνει παράσταση αρχαίας τραγωδίας με δική του καλλιτεχνική επιμέλεια στην Επίδαυρο (Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Τ. Μουζενίδη).

Από το 1971 έως το 1974 οργανώνει ατομικές εκθέσεις σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης: Βασιλεία, Παρίσι, Ζυρίχη, Γενεύη, Κολωνία ενώ το 1972 ξεκινά τη λειτουργία της η Στοά Σ.Β. ή Μαντρότοιχος στο εξοχικό του στην Ερέτρια με την έκθεση Σπονδή Φιλίας, στην οποία συμμετέχουν οι Ζογγολόπουλος, Γ. Κολέφας, Α. Μπαχαριάν, Θ. Πανουργιάς και Π. Τέτσης. Από το 1974 εντάσσεται στη διοίκηση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και έως το 1981 διατελεί μέλος και πρόεδρος του Δ.Σ. καθώς και πρόεδρος της καλλιτεχνικής της επιτροπής. Την ίδια χρονιά εκθέτει στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών και οργανώνει την δεύτερη Σπονδή Φιλίας στον “Μαντρότοιχο” με τους παλιούς «συμμαθητές» Α. Αστεριάδη, Σ. Κόκκινο, Α. Πολυκανδριώτη κ.ά.

Το 1975 η Εθνική Πινακοθήκη διοργανώνει την πρώτη μεγάλη αναδρομική του έκθεση. Ο ίδιος υπολογίζει τότε τα έργα του γύρω στις 5.000. Παράλληλα συμμετέχει στην Πανελλήνια έκθεση μετά από δεκαετή απουσία και οργανώνει ατομική έκθεση στην Κολωνία (“Gallerie Lambert Monet”). Επίσης επιμελείται στο Ηρώδειο την όπερα του Μπερλιόζ Η καταδίκη του Φάουστ. (Ε.Λ.Σ.). Τα έτη 1976-77 εκθέτει εκτός Αθηνών: Ηράκλειο (Βασιλική Αγ. Μάρκου), Ρέθυμνο, Λονδίνο (“Villiers Gallery”), Γενεύη (“Gallery Dedale”), Θεσσαλονίκη (“Κοχλίας”), Γάνδη, Πάτρα. To 1978 επιμελείται την τελευταία του παράσταση στην Εθνική Λυρική Σκηνή: το Βαφτιστικό του Θ. Σακελλαρίδη. Το 1979 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στην Ιρλανδία και πραγματοποιεί ατομική έκθεση στο Πανεπιστήμιο της Κονστάντζας.

Ακολουθούν το 1980 ατομική επετειακή έκθεση στη Θεσσαλονίκη (“Κοχλίας”), η τελευταία δουλειά του για το θέατρο το 1982 -με πρωταγωνιστή το Μάνο Κατράκη και συνεργάτη στα κοστούμια τον Γιάννη Τσαρούχη (Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικ. Βρεττάκου)- και την ίδια χρονιά η τελευταία ατομική έκθεση στη γκαλερί “Ζυγός”. Η Εθνική Πινακοθήκη τιμά τον ζωγράφο με μία δεύτερη αναδρομική έκθεση το 1983.

O Σπύρος Bασιλείου έφυγε το 1985 σε ηλικία 83 ετών.

 

 

 

 

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΣΠΥΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Μ.Μ. Αρχίζοντας την συζήτησή μας θα ήθελα να μας πείτε πότε και πώς αρχίσατε να ζωγραφίζετε;

Σ.Β. Ήμουν 12-14 χρονών όταν άρχισα, κι όσο για το γιατί δεν το ’χω ακόμη ξεκαθαρίσει. Μ΄ άρεσε, έβλεπα κάτι γύρω μου, είχα μια διάθεση γελοιογραφική στην αρχή, να αποτυπώνω με γελοιογραφικό τρόπο ό,τι έβλεπα και κυρίως τους ανθρώπους, προσπαθούσα να βρω το πιο κωμικό τους στοιχείο για να το ζωγραφίσω. Αυτό σιγά-σιγά έφυγε κι άρχισα να ζωγραφίζω κανονικά. Αυτά στην επαρχία χωρίς να έχω σπουδάσει μόνος μου.

Μ.Μ. Ύστερα όταν ήρθατε στην Αθήνα να σπουδάσετε;

Σ.Β. Ύστερα φυσικά ήρθα στην Αθήνα, έκανα σπουδές γιατί δεν…

Μ.Μ. Σας στείλαν.

Σ.Β. Με στείλαν ναι. Κάποιος…

Μ.Μ. Είναι στοιχεία που λίγο πολύ όλοι μας τα ξέρουμε αυτά.

Σ.Β. Τα έχετε διαβάσει.

Β.Γ. Να σας ρωτήσουμε τώρα κάτι άλλο. Αν υπήρχαν κάποια πράγματα που σας επηρέασαν στο πώς θα ζωγραφίσετε.

Μ.Μ. Και να δημιουργήσετε δηλαδή μια τέτοια τεχνοτροπία, η οποία ουσιαστικά είναι χρήση ορισμένων συμβόλων, όπως η πλούσια θάλασσα ο ήλιος το φως η αισιοδοξία, και παράλληλα είναι μια προσωπική ζωγραφική στον Ελληνικό χώρο.

Σ.Β. Ήταν οι ζωγράφοι όχι της αναγέννησης, αλλά λίγο μεταγενέστεροι που νόμιζα ότι με εξέφραζαν κατά ένα τρόπο ορισμένο και ζωγράφιζα έτσι, αλλά αυτό σιγά-σιγά έσβησε και άρχισα να ζωγραφίζω με πιο προσωπικό τρόπο. Αυτό ήταν ότι πραγματικά μ΄ ενδιέφερε ο γύρω κόσμος, τα γράμματα, οι άνθρωποι, τα έβλεπα με κάποια αγάπη και τα ζωγράφιζα.

Μ.Μ. Και κυρίως η φύση σας έχει επηρεάσει.

Σ.Β. Πάρα πολύ η ελληνική φύση. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπόρεσα να ζωγραφίσω σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ενώ ταξίδεψα πολύ. Πήγα και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Το μόνο μέρος που με τράβηξε να ζωγραφίσω, αν έμενα, κάπως πιο πολύ είναι η Βενετία και η Ν. Υόρκη. Είναι παράξενο αυτό αλλά…

Β.Γ. Η Βενετία ίσως επειδή…η Ιταλία γενικότερα μοιάζει με την Ελλάδα.

Σ.Β. Ναι γενικά η Βενετία πιο πολύ θυμίζει Ελλάδα.

Μ.Μ. Είναι ο μεσογειακός χώρος…

Β.Γ. Η Ν. Υόρκη γιατί;

Σ.Β. Η Ν. Υόρκη είναι παράξενο, αλλά αυτό το μεγάλο που εκφράζεται παντού το΄ βρισκα λιγάκι απάνθρωπο και σε στιγμές – στιγμές μερικές λεπτομέρειες με συμφιλίωναν με τους ουρανοξύστες. Να πούμε έβλεπα έναν ουρανοξύστη και στα πόδια του σκουπίδια ή ανθρώπους περίεργους.

Β.Γ. Οι αντιθέσεις;

Σ.Β. Ναι, οι αντιθέσεις. Αυτό με είχε…κι είχα κάνει μερικά πράγματα. Αν δεν έχει ζήσει κανείς εκεί ίσως να μην το καταλαβαίνει τόσο εύκολα.

Μ.Μ. Πάντως οι πρώτοι ζωγράφοι από τους οποίους έχετε επηρεαστεί όπως είναι ο Λύτρας, ο Μπουζιάνης, ο Γκύζης οι οποίοι είναι προσωπικότητες που έχουν αφήσει εποχή και ανήκουν στην γερμανική σχολή. Αυτοί έχουν αφήσει κάποια σημάδια μέχρι σήμερα στη ζωγραφική σας ή έχετε ξεφύγει εντελώς;

Σ.Β. Στην αρχή αντιδρούσαμε με τα κατάλοιπα της γερμανικής σχολής που υπήρχαν στην Ελλάδα. Δεν ξέραμε γιατί αλλά υπήρχει μια αντίδραση, παρ΄ όλο που οι δάσκαλοί μας ήταν όλοι μαθητές της γερμανικής σχολής. Ο μόνος ο οποίος μας πήγαινε ήταν ο Νίκος Λύτρας, ο οποίος ήταν ένα πνεύμα για τον καιρό του επαναστατικό και μας ωφέλησε πολύ το ότι έγινε αυτός καθηγητής. Πήγαμε όλοι μαζί τότε όσοι ήμαστε στο Πολυτεχνείο τόσο που αυτός τρόμαξε. Δυστυχώς αρρώστησε και στον 1 ½ χρόνο πέθανε. Δεν μπόρεσε να συνεχίσει.

Μ.Μ. Ναι πέθανε νέος.

Σ.Β. Μας ωφέλησε όμως το προσωπικό του παράδειγμα και έγινε μια στροφή όλων μας προς την γαλλική σχολή.

Β.Γ. Να σας ρωτήσω τώρα κάτι άλλο. Τι θέλετε να δώσετε με την τέχνη σας και ποιος πιστεύετε ότι πρέπει να είναι ο σκοπός της τέχνης γενικά και της ζωγραφικής ειδικότερα.

Σ.Β. Ζωγραφίζει κανείς γιατί αισθάνεται την ανάγκη να ζωγραφίσει. Αυτό βρίσκεται σε ανταπόκριση με ορισμένους άλλους ανθρώπους που καλά – καλά δεν τους γνωρίζεις, ούτε τι ζητούν, ούτε τι επιθυμούν, ούτε τι τους αρέσει. Ξαφνικά βρίσκεται σε επαφή μ΄ αυτόν τον κόσμο. Να πούμε αυτό που κάνει μιλάει σε κάποιον άλλο και γίνεται αυτή η αλληλεπίδραση, γίνεται πια μόνιμη και γίνεται και σκοπός. Δεν ζωγραφίζει κανείς…πολλές φορές από αντίδραση όταν λένε διάφοροι κριτικοί, φιλότεχνοι, ότι τι ωραία που ζωγραφίζετε το μπλε, εγώ ζωγραφίζω κόκκινα και πάλι αρέσουν τα κόκκινα, βλέπετε λοιπόν ότι υπάρχει κάποια αλληλοεπίδραση σε αυτά τα πράγματα. Ζωγραφίζει κανείς γιατί έχει ανάγκη να ζωγραφίσει και αυτή την ανάγκη βρίσκει ότι την έχουν πολλοί άνθρωποι μέσα τους σαν αίτημα, ότι θέλουν να δουν κάτι τέτοιο.

Μ.Μ. Κατά την γνώμη σας δεν θα μπορούσε η ζωγραφική να συμβαδίσει με μια επανάσταση στον κοινωνικό χώρο για τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας και τάξης πραγμάτων, όπως συνέβη με το  DADA, με το φουτουρισμό πριν, το σουρεαλισμό αργότερα; Εσείς εξυπηρετήσατε τέτοιες ανάγκες;

Σ.Β. Όλα αυτά δεν είναι το ίδιο. Άλλο είναι ο φουτουρισμός, άλλο ο εξπρεσιονισμός, άλλο ο κυβισμός. Αν ζούσα έξω ίσως θα έμπαινα σ΄ αυτόν τον χορό. Στον τόπο μας έρχονται λίγο αργά και ξεθυμασμένα όλα αυτά τα κινήματα και δεν έχουν υπόβαθρο κοινωνικό.

Μ.Μ. Και λογοτεχνικό.

Σ.Β. Όλα μαζί. Το ότι βρεθήκαμε μερικοί ζωγράφοι σε μια ορισμένη εποχή να συμβαδίζουμε με μερικούς ποιητές, μερικούς μουσικούς κ.ά. γιατί αυτό ήταν το αίτημα της εποχής είναι σημαντικό. Αυτό έγινε χωρίς προγραμματισμό, όχι γιατί είπαμε να κάνουμε τώρα αλλιώτικη ζωγραφική απ΄ αυτήν που κάνανε οι δάσκαλοί μας, αλλά ήρθε φυσιολογικά. Το ίδιο κάνανε οι ποιητές εκείνο τον καιρό, το ίδιο οι μουσικοί, αυτό ήτανε ανάγκη ελληνική να γίνει, ανάγκη του τόπου. Αν λέγαμε να κάναμε DADA στην Ελλάδα, να κάναμε φουτουρισμό θα ήτανε ψεύτικο.

Μ.Μ. Πάντως στο χώρο της λογοτεχνίας συνέβαινε αυτό έτσι δεν είναι(;) λαμβανομένου υπόψη τον Θόδωρο Ντόρρο, τον οποίο η καταπιεστική επιβολή των λογοτεχνικών πραγμάτων που προέκυπτε απ΄ το Παλαμικό κατεστημένο τον εξώθησε, τον ανάγκασε  να φύγει – τώρα βέβαια μιλάμε για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή ζουν κι αυτό το λέω για τον Ντόρρο – έχουμε κατόπιν τον Εμπειρίκο, αργότερα τον Εγγονόπουλο ο οποίος και μεγάλος ζωγράφος και καλός ποιητής είναι.

Σ.Β. Ναι. Όλοι αυτοί όμως αν τους συγκρίνεις με ότι κάνανε στο εξωτερικό ανάλογα κινήματα είναι γλυκύτατοι, δεν έχουν καμία σχέση με τις επαναστάσεις.

Μ.Μ. Ακόμη κι ο Εμπειρίκος;

Σ.Β. Ο Εμπειρίκος είναι ποιητής, αν τον προσέξετε, ποιητής, αυτό που λέω γλυκύτατος, δεν έχει τίποτε το επαναστατικό, το γκρέμισμα.

Μ.Μ. Ο Ντόρρος;

Σ.Β. Τον Ντόρρο δεν τον ξέρω.

Μ.Μ. Για τον Παλαμά τι γνώμη τρέφετε εσείς;

Σ.Β. Για τον καιρό του και για μας που τον μαθαίναμε τότε ήταν μεγάλος ποιητής.

Μ.Μ. Σήμερα;

Σ.Β. Σήμερα τον έχουν ξεχάσει.

Μ.Μ. Τον έχουν ξεχάσει ή έχει ξεπεραστεί;

Σ.Β. Έχει γράψει πολλά, πάρα πολλά. Μέσα στα πολλά υπάρχουν σπέρματα για το μέλλον, αν θέλει κανείς να σκύψει. Το ίδιο συμβαίνει με όλους τους ποιητές του κόσμου που κατά ένα τρόπο ξεχάστηκαν. Το ίδιο συμβαίνει με τον Σικελιανό, ο οποίος θα έρθει μια στιγμή που θα ξανακουστεί η φωνή του.

Μ.Μ. Για τον Ρίτσο που κι αυτός έχει γράψει πολλά μπορεί να ειπωθεί το ίδιο;

Σ.Β. Ο Ρίτσος ζει ακόμα.

Μ.Μ. Και προσφέρει δηλαδή.

Σ.Β. Προσφέρει, όπως προσφέρει ο Ελύτης, όπως προσφέρει ο Σεφέρης, όλοι αυτοί ζουν και δεν μπορεί κανείς να προδικάσει τι θα κάνουν ακόμα.

Β.Γ. Να σας κάνω κι εγώ μια ερώτηση; Να σας πω μια προσωπική μου άποψη για την τέχνη; Πιστεύω πως η τέχνη πρέπει πρώτα απ΄ όλα να συγκινεί. Θα΄ θελα να μου πείτε τη γνώμη σας πάνω σ΄ αυτό.

Σ.Β. Μπορεί να πάψω να ζωγραφίζω ή να πάψω να υπάρχω αλλά θα έχω την κρυφή χαρά πως η τέχνη μου συγκίνησε όλον τον κόσμο. Έχω δουλέψει 50 χρόνια, έχω κάνει κάπου, λέω στην τύχη τον μικρότερο αριθμό που μπορώ να πω είναι 5.000 έργα τα οποία δεν βρίσκονται εδώ, βρίσκονται σπαρμένα σ΄ όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό και θα πει αυτό ότι κάτι τους έλεγα. Προσπαθούσα να ψάξω τί τους έλεγα, δεν υπάρχει απάντηση, δεν έχω καταλάβει ούτε εγώ ο ίδιος τι είναι αυτό που τους άρεσε, είναι το χρώμα, ο τρόπος που βλέπει κανείς τα πράγματα, είναι….

Μ.Μ. Αν θα θέλαμε να μιλήσουμε για ένα προσωπικό τρόπο ζωγραφικής, τεχνοτροπίας πρώτα απ΄ όλα, δηλαδή του Εγγονόπουλου ο οποίος θεωρείται πιο μοντέρνος ζωγράφος συγκριτικά μ΄ εσάς και ορισμένα μοτίβα, ορισμένες φόρμες που χρησιμοποιείτε, ορισμένα χρώματα. Τι θα είχατε να πείτε;

Σ.Β. Ότι είναι ένας σπουδαίος ζωγράφος που βρήκε ένα δικό του τρόπο να ζωγραφίζει στον ελληνικό χώρο.

Μ.Μ. Δεν βρίσκετε ότι σήμερα έχει υποπέσει στον ακαδημαϊσμό ή ότι επαναλαμβάνεται;

Σ.Β. Αυτό δεν μπορώ να το πω εγώ, δεν ξέρω. Πιθανόν να συμβαίνει αυτό, δεν το ξέρω. Αλλά όλοι λίγο-πολύ σε μια ορισμένη ηλικία και πέρα το παθαίνουμε αυτό.

Μ.Μ. Όπως λόγου χάριν ο Πικάσο που μετά το ΄65 άρχισε να επαναλαμβάνει τον εαυτό του.

Σ.Β. Ναι αλλά τελειώνοντας στα 90 του χρόνια έκανε φοβερά πράγματα τα οποία δεν τα ξέρουνε πολλοί.

Μ.Μ. Ναι βέβαια.

Σ.Β. Όχι με ζωγραφική, επειδή δεν μπορούσε πλέον έκανε χαρακτική κι έκανε πράγματα τα οποία ίσως είναι τα καλύτερά του έργα και δεν τα ξέρει ο κόσμος.

Μ.Μ. Πάνω στο θέμα των χαλκογραφιών του Πικάσο θεωρείται μεγαλύτερο αυτόν ή τον Γαλάνη ο οποίος έκανε επίσης χαλκογραφίες.

Σ.Β. Ο Γαλάνης έκανε πολλά τα οποία δεν είναι γνωστά, ήτανε και ζωγράφος και χαράκτης σημαντικός για την εποχή του και προσέφερε πολλά και σ΄ εμάς εδώ στην Ελλάδα και τεχνικά και ειδολογικά, όχι ιδεολογικά.

Β.Γ. Να σας ρωτήσουμε κάτι άλλο. Απ΄ τον χώρο της Παραδοσιακής Αριστεράς προβάλλεται το άιτημα μιας τέχνης «για τον λαό», μιας τέχνης εννοούν που να την καταλαβαίνει ο λαός. Αν δεχτούμε αυτή την άποψη απόλυτα κι άκριτα τότε θα πρέπει να απορρίψουμε το σουρρεαλισμό και τη σύγχρονη τέχνη γενικά, μιας και οι πολλοί πιστεύουν πως είναι κάτι το ακαταλαβίστικο. Πώς το βλέπετε εσείς αυτό;

Σ.Β. Εγώ πιστεύω στο σουρεαλισμό. Ο τεχνίτης όμως άσχετα από ιδεολογίες δουλεύει για όλους τους ανθρώπους και πρέπει να απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Αυτό είναι μια έμπρακτη εφαρμογή και άρνηση της θεωρίας ότι πρέπει να δουλεύει γι΄ αυτόν. Για τον λαό δουλεύει.

Β.Γ. Άλλωστε κι ο τεχνίτης είναι ένα άτομο από το λαό.

Σ.Β. Εκείνο που ζητεί η ιδεολογία αυτή που μου είπατε, ζητεί να υπηρετήσει η τέχνη την ιδεολογία κι αυτό είναι ένα πράγμα που αμέσως δεσμεύει τον καλλιτέχνη, π.χ. η ρώσικη τέχνη η οποία αν δεν κάνει κάτι που να υπηρετεί την πολιτική που κάνει το κόμμα δεν αναγνωρίζεται. Ο καλλιτέχνης λοιπόν τι άλλο κάνει παρά να δουλεύει για τον κόσμο. Να μπορέσει να δώσει στους πολλούς μια χαρά, μια ικανοποίηση. Αυτό το πραγματοποιεί κανείς χωρίς να είναι δεσμευμένος να κάνει σώνει και καλά τέχνη που να υπηρετεί ένα κόμμα. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε ο Χίτλερ όταν ήταν στην εξουσία να λέει ότι θα κάνετε τέχνη για τον εθνικοσοσιαλισμό.

Β.Γ. Απ΄ την άλλη υπάρχει και το «τέχνη για την τέχνη».

Σ.Β. Αυτό δεν το πίστεψα ποτέ μου. Η τέχνη είναι κτήμα όλου του κόσμου. Εκείνο που ο ίδιος ο καλλιτέχνης μπορεί να έχει μέσα του είναι… πρέπει συνεχώς να την βελτιώνει, να την αναπτύσσει, να την καλλιεργεί.

Β.Γ. Ναι, η τέχνη επομένως δεν είναι δόγμα, είναι κάτι άμεσα λειτουργικό.

Σ.Β. Απολύτως. Δηλαδή το να κλειστώ εγώ εδώ και να ζωγραφίζω με την ελπίδα, την προοπτική ότι μπορεί στο μέλλον να αναγνωριστεί το έργο μου, δεν ισχύει. Δουλεύω σήμερα γιατί ζω εδώ, σ΄ αυτόν τον περίγυρο, ζω για τους ανθρώπους που κατοικούν σ΄ αυτόν τον τόπο που έχουν ρίζες σ΄ αυτή τη γη.

Μ.Μ. Πιστεύω ότι μπορεί να διατυπωθεί η εξής άποψη για το έργο σας: ότι η τεχνοτροπία που χρησιμοποιείτε και επιμένω σ΄ αυτό γιατί έχει για μας ιδιαίτερη σημασία μπορεί να χαρακτηρισθεί εύκολη και ότι κατά πάσα πιθανότητα θα ξεπεραστεί αργότερα. Εσείς πως το βλέπετε;

Σ.Β. Εσείς αν το βλέπετε έτσι.

Μ.Μ. Υπάρχουν ας πούμε ονόματα όπως ο Πικάσο, ο Νταλί, που δημιούργησαν έναν καθαρά δικό τους τρόπο, όπως δημιουργήσατε κι εσείς στο δικό μας χώρο, υπάρχουν κι άλλοι εδώ όπως ο Μυταράς, ο Φασιανός, ο Διαμαντόπουλος, ονόματα τα οποία έχουν δημιουργήσει έναν τρόπο, μια τεχνοτροπία που ίσως να ξεπεραστεί αργότερα ίσως και όχι. Εσείς ας πούμε θα μπορούσατε να συγκριθείτε με τον Νταλί που αποτελεί ορόσημο στη ζωγραφική του αιώνα;

Σ.Β. Όχι, δεν το τολμώ ποτέ. Γιατί αυτοί είναι θηρία και δεν νομίζω ότι υπάρχουν σήμερα και στο εξωτερικό άνθρωποι που να μπορούν. Δεν είναι τυχαίοι αυτοί οι άνθρωποι. Τώρα αν η δουλειά που κάνουνε μπορεί να ξεπεραστεί είναι πολύ σχετικό.

Μ.Μ. Κατά την δική σας γνώμη ποια είναι τα μεγαλύτερα ονόματα στη ζωγραφική τούτου του αιώνα και στον ελληνικό χώρο, αν υπάρχουν, και στον παγκόσμιο;

Σ.Β. Από τους έλληνες θα έλεγα τον Μπουζιάνη, τον Παρθένη αλλά και τον Γκύζη και τον Λύτρα.

Μ.Μ. Για τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο που είναι νεότερος;

Σ.Β. Είναι σύγχρονός μου, είναι δύσκολο να πω, όπως για όλους τους καλούς ζωγράφους, τους αγαπώ, τους τιμώ, τους σέβομαι αλλά δεν μπορώ να πω ότι αυτός είναι που θα σφραγίσει την εποχή μας, δεν το ξέρει κανείς.

Β.Γ. Αν θέλετε τώρα να μας πείτε τη γνώμη σας για την κριτική και αν ειδικά στον ελληνικό χώρο είναι θετική ή όχι η παρουσία της και ο τρόπος που λειτουργεί.

Σ.Β. Σήμερα υποφέρουμε. Δεν λειτουργεί έτσι η κριτική ώστε να σε πάει πάρα πέρα. Στα νιάτα μας υπήρχαν τέτοιοι κριτικοί όπως ο Καλλιγάς, ο Χατζιδάκις, ο Ηλιάδης φίλος του Μπουζιάνη που η κουβέντα τους είχε βάρος. Σήμερα δεν υπάρχει τέτοιο τέτοιο.

Μ.Μ. Ναι κάτι άλλο. Έχει ειπωθεί ότι είστε εμπορικός ζωγράφος λόγω της συνεργασίας σας με την Βουγιουκλάκη. Συμφωνείτε εσείς μ΄ αυτό;

Σ.Β. Έχω συνεργασθεί με τους πάντες. Και με το εθνικό θέατρο και με τον Κατράκη και με την Βουγιουκλάκη.

Μ.Μ. Από αυτά θα μπορούσε να στηριχθεί η παραπάνω άποψη;

Σ.Β. Και είναι βρισιά αυτό, είναι μειονέκτημα;

Μ.Μ. Θεωρείται μειονέκτημα.

Σ.Β. Κακώς.

Μ.Μ. Βλέπω ένα έργο σας το οποίο είναι αρκετά παλιό. Έχετε 2 τραπεζομάντηλα τα οποία είναι στρωμμένα πάνω στη γη και μια κοπέλλα η οποία κάθεται γυμνή και δύο άντρες καταλάβετε τί λέω. Αυτή την τριάδα, την παράσταση δεν την έχετε δανειστεί από τον Μανέ;

Σ.Β. Αυτό το έχω κάνει σε πολλά έργα. Έχω πάρει παλαιότερα έργα και προσπάθησα να τα αποδώσω.

Β.Γ. Ποιά νομίζετε κ. Βασιλείου ότι θα είναι η θέση της ζωγραφικής και της τέχνης εν γένει στα χρόνια που θ΄ ακολουθήσουν;

Σ.Β. Πιστεύω ότι η ζωγραφική σαν τέχνη παρ΄ όλο που έχει προπηλακιστεί και από ζωγράφους και από κριτικούς δεν θα πάψει να ενδιαφέρει τον κόσμο.

Β.Γ. Ποιά η γνώμη σας για την πολιτική του Υπουργείου Πολιτισμού απέναντι στον πολιτισμό και γενικά στην τέχνη. Είναι σωστή;

Σ.Β. Στην εποχή μας η εξουσία δεν μπορεί να βοηθήσει.

Β.Γ. Μόνο στην εποχή μας;

Σ.Β. Όχι σ΄ όλες τις εποχές δεν μπορούσε να βοηθήσει. Βοήθησε τον καιρό των αρχών και των μεγάλων αρχών γιατί οι ζωγράφοι τότε ήταν εξαρτημένοι από την εξουσία. Σήμερα όχι μόνο δεν βοηθάει αλλά βλάπτει παρόλο που όλοι μας έχουμε ανάγκη από μια στήριξη. Παραδείγματος χάριν δεν υπάρχει τρόπος σήμερα να εκθέσεις στη Βενετία αν δε στηρίξει το όποιο κράτος. Είναι αναγκαίο κακό. Αλλά δεν είναι εκείνο το οποίο δημιουργεί την τέχνη πια.

Β.Γ. Ποια είναι η σχέση της ζωγραφικής με τις άλλες τέχνες;

Σ.Β. Οι τέχνες όλες συνδέονται υπόγεια. Υπάρχουν όμως εποχές που η ποίηση δίνει αφορμή, η ζωγραφική δίνει αφορμή στην ποίηση, στην μουσική, υπάρχουν αλληλεπιδράσεις. Εκείνο που είναι λάθος είναι αυτό που γίνεται να βάλουν μέσα στην τέχνη τους ατόφια την ποίηση μεταφράζοντας το ποίημα σε ζωγραφική σαν είναι εικονογράφηση του ποιήματος.

Μ.Μ. Όπως νομίζω συμβαίνει σήμερα στην Αμερική.

Σ.Β. Εκείνο που πιστεύω γενικά ότι η επίδραση της μιας τέχνης στην άλλη πρέπει να είναι ας πούμε αφανής. Μπορεί ας πούμε να με ξεσηκώσει ένας στίχος του Ρίτσου και να κάνω άλλο πράγμα απ΄ ότι λέει ο στίχος.

Μ.Μ. Άρα παίζει κάποιο ρόλο.

Σ.Β. Παίζει κάποιο ρόλο αλλά να μην είναι προγραμματισμένη.

Μ.Μ. Πιστεύετε εσείς στην αναγκαιότητα του να βοηθάει κάποιος μεγαλύτερος σε ηλικία ή μεγάλος καλλιτέχνης τους νέους;

Σ.Β. Πιστεύω ναι, απολύτως σ΄ αυτό το πράγμα. Επίσης υπήρξε εποχή σχετικά μ΄ αυτό που λέμε στην ποίηση ειδικά, στην Κατοχή που ένας στίχος μας έδινε το κουράγιο να επιζήσουμε και τον κάναμε ξυλογραφία και τον μοιράζαμε στον κόσμο κρυφά την νύχτα. Αλλά εκεί μιλάμε για άλλες ανάγκες.

Μ.Μ. Ο Μπολιβάρ για παράδειγμα.

Σ.Β. Ναι ο Μπολιβάρ κλπ. Εδώ στα χρόνια της Κατοχής έγιναν φοβερά πράγματα.

Μ.Μ. Εσείς κύριες Βασιλείου με ποιον τρόπο βοηθάτε τους νεότερους;

Σ.Β. Με την δουλειά μου.

Μ.Μ. Όχι κάπως πιο άμεσα;

Σ.Β. Άμεσα όταν μου δοθεί η ευκαιρία, όταν έρθει κάποιος και μου ζητήσει.

Β.Γ. Βλέπουμε στις μέρες μας από περιοδικά, εφημερίδες και από αλλού ότι πολλές φορές οι άνθρωποι από το χώρο της τέχνης και οι πνευματικοί άνθρωποι προσέχουν πάρα πολύ τις δημόσιες σχέσεις τους, κατακλύζουν τις δεξιώσεις, τρέχουν αγεληδόν σε συνεστιάσεις, συμπόσια και ασχολούνται λιγότερο με την τέχνη και περισσότερο με το να προβληθούν οι ίδιοι μέσα από παρέες και κυκλώματα και όλα αυτά. Εσείς πως τα κρίνετε αυτά;

Σ.Β. Εγώ δεν μπορώ να τα κρίνω. Εγώ πιστεύω στην επαφή των ανθρώπων. Αυτό που λέμε κοινωνικός άνθρωπος. Είμαι κοινωνικός άνθρωπος. Δεν αποκλείω την επαφή.

Β.Γ. Εννοώ την κατάχρηση που γίνεται της επαφής με σκοπό να αποκομισθούν οφέλη.

Σ.Β. Ε, ναι αυτό δεν είναι σωστό. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

Μ.Μ. Την στράτευση στην τέχνη εσείς πώς την αντιμετωπίζετε;

Σ.Β. Θάνατο.

Μ.Μ. Άρα θα πρέπει να διαφωνείτε σ΄ αυτό με τον Πικάσο στη ζωγραφική, τον Ρίτσο στην ποίηση.

Σ.Β. Κι όμως η ποίηση του Ρίτσου δεν είναι στρατευμένη. Το άτομό του είναι.

Β.Γ. Η λειτουργία του όμως διά μέσου της ποίησης;

Σ.Β. Ναι, είναι στρατευμένη.

Μ.Μ. Θα διαφωνήσω. Έχει βγάλει ένα τόμο τώρα με 40 ποιήματα με όσα έχει τυπώσει στο Ριζοσπάστη και όλα αναφέρονται σε άτομα που ήταν αριστεροί και σε ορισμένες στιγμές συμβάντα αυτού του κλίματος, όπως το 2ο Συνέδριο κλπ.

Σ.Β. Είναι άσχημο.

Μ.Μ. Είναι άσχημο και εμείς θέλουμε να το πολεμήσουμε όπως μπορούμε.

Σ.Β. Σας είπα σε ορισμένες στιγμές αναγκάζεται κανείς να θέλει να στρατευτεί αλλά σε μια ανθρώπινη ιδέα και όχι κομματική όπως ήταν τον καιρό της Κατοχής που υπέφερε όλος ο κόσμος.

Μ.Μ. Εσείς κ. Βασιλείου από τα μεγάλα κινήματα τούτου του αιώνα, τον κυβοφουτουρισμό, εξπρεσσιονισμό, που έρχεται από τον περασμένο αιώνα, το DADA, το σουρρεαλισμό, ποιο θα κρίνατε ως το σπουδαιότερο;

Σ.Β. Θα ΄λεγα ότι ο σουρεαλισμός πάντοτε υπήρχε και πάντοτε ήταν κάτι ζωντανό.

Μ.Μ. Δηλαδή μετά τον ρομαντισμό, ήταν το μεγαλύτερο κίνημα απ΄ όλες τις εποχές;

Σ.Β. Δεν μπορώ να πω το μεγαλύτερο, το πιο ώριμο θα έλεγα.

Μ.Μ. Κρίνετε ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο σουρεαλισμό και στο συρεαλισμό γιατί αυτό πολλοί νομίζουν;

Σ.Β. Νομίζω ότι είναι κάτι που ξεφεύγει απ΄ την πραγματικότητα, είναι το ίδιο, άρνηση της πραγματικότητας είναι και τα δύο.

Μ.Μ. Ο σουρεαλισμός έχει πολλές σχέσεις με μηδενισμό. Υπήρχαν δύο μεγάλοι σουρεαλιστές που ήταν και μηδενιστές ή είχαν μηδενιστικές τάσεις ή αναρχικές σε αντίθεση με τους σουρεαλιστές.

Σ.Β. Για μας δεν υπάρχουν αυτές οι λεπτές αποχρώσεις. Το κύριο είναι ότι όλοι αυτοί οι ζωγράφοι θέλουν να λυτρωθούν από τη δέσμευση της πραγματικότητας είτε έτσι είτε αλλιώς.

Β.Γ. Πιστεύετε στην παρθενογένεση στην τέχνη και αν θα πρέπει να δεχόμαστε το καινούργιο για το καινούργιο;

Σ.Β. Όχι δεν το πιστεύω αυτό.

Μ.Μ. Ας έρθουμε τώρα στο περιοδικό μας. Τα σχέδια που είδατε μέσα πώς τα κρίνετε; Όλα είναι από άτομα που δεν έχουν περάσει από σχολή.

Σ.Β. Πρέπει κανείς να τα δει. Έχουν ένα νόημα. Σαν σχέδια που να τα δω και να πω ότι αυτός θα γίνει ζωγράφος δεν μπορώ να το πω. Τα κείμενα τα βρίσκω πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Έχουν μια καινούργια γλώσσα την οποία βλέπω ότι την βασανίζετε.

Μ.Μ. Κρίνετε ότι στον Ελλαδικό χώρο υπάρχει ανάγκη για μια επανάσταση σήμερα στο χώρο της τέχνης;

Σ.Β. Επανάσταση όχι, δεν μ΄ αρέσει αυτός ο όρος. Ανανέωση.

Μ.Μ. Η ανανέωση όμως μπορεί να γίνει κατεστημένο η επανάσταση όχι, η επανάσταση της μορφής DADA.

Σ.Β. Γίνεται. Εγώ βλέπω εδώ πέρα ότι όσοι γράφουν η γραφή τους έχει μια όρεξη να φτιάξει με τις λέξεις κάτι καινούργιο κάτι που στο σχέδιο δεν υπάρχει ακόμα στην εικαστική μορφή.

Μ.Μ. Το γραμμικό σχέδιο που βλέπετε μέσα; Έχει κριθεί από πολλούς η σημαντικότερη σελίδα του περιοδικού.

Σ.Β. Δεν μπορώ να το πω αυτό. Είναι ένα σχέδιο που θα το έκανε ο καθένας που πιάνει το χέρι του και έχει μια τάση να κάνει κάτι αλλιώτικο από τα συνηθισμένα.

Β.Γ. Πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι μιλάτε σ΄ εμάς που εκδίδουμε ένα περιοδικό που δεν είναι έγκυρο, δεν είναι αναγνωρισμένο είναι εντελώς καινούργιο δεν ανήκει σε κάποιο κύκλωμα και ίσως θα φαινόταν κάπως παράξενο, υπάρχουν άτομα που δεν το κάνουν.

Σ.Β. Και γιατί όχι;

Β.Γ. Πώς βλέπετε τη διαμάχη που υπάρχει στη γλώσσα. Τώρα καθιερώθηκε το μονοτονικό, παλαιότερα δεν υπήρχε, υπάρχει μια διαφορά ανθρώπων που λένε αν πρέπει ή όχι να διδάσκονται τα αρχαία η διαφορά που υπάρχει στη δημοτική και την καθαρεύουσα, γενικά πώς βλέπετε το γλωσσικό ζήτημα.

Σ.Β. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, η γλώσσα πρέπει να βρίσκετε σε συνεχή εξέλιξη. Δεν μπορούμε σήμερα να μιλάμε όπως μίλαγε ο Μακρυγιάννης ή ο Σολωμός ούτε όπως μίλαγε ο Ροΐδης καθαρεύουσα. Χαίρομαι που εδώ βλέπω πως άσχετα με το νόημα που θέλει να δώσει αυτός ο άνθρωπος που γράφει ξέρει καλά την γλώσσα, την καθαρή ελληνική γλώσσα η οποία υπήρξαν στιγμές που έλαμψε έδωσε το Μακρυγιάννη, το Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό αλλά σήμερα ό,τι και να κάνουμε δεν μπορούμε να τη μιλήσουμε αλλά κάτι καινούργιο.

Αυτό το καινούργιο είναι μια φθορά της γλώσσας.

Μ.Μ. Την περίπτωση του Ρεμπώ πως την κρίνετε εσείς;

Σ.Β. Δεν ήταν καινούργιο για το καινούργιο. Από κάπου έβγαινε. Από τη γαλλική γλώσσα.

Β.Γ. Πιστεύετε δηλαδή ότι όλα βγαίνουν από κάποια προηγούμενα. Ο Ρεμπώ ήταν κάτι που ξέφευγε από τα όρια και αυτό που είπε: «Ν΄ αλλάξουμε τον κόσμο, ν΄ αλλάξουμε τη ζωή» ήτανε κάτι παρόμοιο μ΄ αυτό που είπε ο Μαρξ «Να μεταμορφώσουμε τον κόσμο» στέκονται δίπλα αυτά τα δύο.

Σ.Β. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος τον άλλαξαν δυστυχώς.

Μ.Μ. Εσείς από τους λογοτέχνες που υπάρχουν σήμερα ποιον κρίνετε μεγαλύτερο;

Σ.Β. Τον όρο μεγάλο είναι δύσκολο να τον πει κανείς. Σήμερα μ΄ αρέσουν πολύ οι άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι λογοτέχνες γράφουν π.χ. δοκίμια. Ας πούμε ένας τον οποίο έπρεπε προχθές να κάνουν ακαδημαϊκό και κάναν κάποιο ασήμαντο. Αυτός είναι ο Δημαράς.

Μ.Μ. Για τον Καζαντζάκη τι γνώμη έχετε;

Σ.Β. Έζησα την εποχή που ζούσαν σύγχρονα ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Ο Σικελιανός ήταν ένας άνθρωπος που έκανε θέατρο αλλά το θέατρο που έκανε ο Καζαντζάκης ήταν απίθανο μπροστά σ΄ αυτό που έκανε ο Σικελιανός. Ο ένας ζούσε κάποια στιγμή την ποίησή του και πολύ έντονα τα χρόνια της Κατοχής και έγραψε και αντίσταση και ποιήματα που σφράγισαν την εποχή. Ο άλλος ο Καζαντζάκης συγκεντρωνόταν ο κόσμος και μίλαγε ο κόσμος γι΄ αυτόν και αυτός τους άκουγε.

Μ.Μ. Πώς κρίνετε το γεγονός ότι αυτοί οι δύο είτε από ιδιομορφία, ιδιοτροπία ή επειδή θέλαν να γίνουν γνωστοί θέλανε να αναστήσουν έναν άνθρωπο και κάναν προσευχές, του δίναν το φιλί της ζωής κλπ.

Σ.Β. Απ΄ ό,τι ξέρω αυτά είναι παραμύθια.

Μ.Μ. Για τον Βάρναλη τι γνώμη έχετε;

Σ.Β. Θαυμάσιος άνθρωπος, πολύ καλός φίλος, λαμπρός ποιητής αλλά δεν είναι το ανάστημα ούτε του ενός ούτε του άλλου.

Μ.Μ. Όσον αφορά τον Καβάφη τον κρίνετε ως το μεγαλύτερο ποιητή που έβγαλε η Ελλάδα τον αιώνα αυτό;

Σ.Β. Δεν μπορώ να βάζω αυτές τις ετικέτες. Είναι μεγάλος ποιητής και δεν μπορείς να συγκρίνεις παραδείγματος χάριν τα αχλάδια με τα μήλα έχουν άλλη γεύση.

Μ.Μ. Γιατί αν πούμε για τον Καβάφη, έχει δημιουργήσει την Αλεξανδρινή σχολή, κατάφερε να παραμερήσει μεγάλα ονόματα της εποχής όπως ήταν ο Παλαμάς, ο Σικελιανός.

Σ.Β. Σήμερα το λέτε αυτό εσείς οι νέοι. Τον καιρό τους δεν είχαν παραμεριστεί.

Μ.Μ. Πώς κρίνετε εσείς τον Παλαμά που θεωρούσε τα ποιήματα του Καβάφη «ρεπορτάζ ανά τους αιώνες».

Σ.Β. Φυσικό είναι να πει κανείς και κουβέντες επιπόλαιες.

Μ.Μ. Πάντως υπήρχε μια διαμάχη μεταξύ Αθήνας και Αλεξάνδρειας.

Σ.Β. Και η Αθήνα έχει να επιδείξει τους ήρωές της και η Αλεξάνδρεια.

Β.Γ. Άσχετα με την τέχνη και όλα αυτά πώς βλέπετε το μέλλον του κόσμου;

Σ.Β. Μαύρο και άραχνο. Αν δεν πάψουμε να κάνουμε θεότητα την τεχνολογία θα βρεθούμε μια μέρα να έχουμε γίνει μπαρούτι όλοι. Γιατί η τεχνική, η επιστήμη η οποία δεν μπαίνει στην υπηρεσία του ανθρώπου αλλά των συνταγματαρχών για να μην πούμε των στρατηγών είναι φοβερό να ξοδεύονται τόσα χρήματα για εξοπλισμό και όχι για παιδιά που πεινάνε. Αν πάμε έτσι αλίμονό μας.

Β.Γ. Ποιο είναι το μέλλον σ΄ αυτό τον κόσμο όσο αφορά την τέχνη, την ζωγραφική. Έχετε κάποια σχέδια;

Σ.Β. Εγώ έχω ζήσει 80 χρόνια. Κανονικά θα μπορούσα να συνταξιοδοτηθώ τρόπος του λέγειν αλλά έβαλα μια υπερφίαλη προσπάθεια και τα γιόρτασα για να ξεχάσω και ξαναρχίζω φτου κι απ΄ την αρχή. Αν καταφέρω και ζήσω μερικά χρόνια ελπίζω να τα ζήσω αλλιώς.

Μ.Μ. Πάντως στα έργα σας παίζει κύριο ρόλο η Αθήνα την οποία την έχετε ζήσει στις διάφορες εποχές και την επαναλαμβάνετε στα έργα σας. Μήπως αυτό το πράγμα θα μπορούσε να είναι μειονέκτημα;

Σ.Β. Δεν είναι εντελώς επανάληψη. Αν δείτε στις 9 Απριλίου θα κάνω ένα πείραμα για να αποδείξω σε μια έκθεση στην Γκαλερί του Πιερίδη θα εκθέσω 20-30 Αθήνες. Εκεί δα δείτε ότι κάθε Αθήνα έχει άλλη μορφή παρόλου που μοιάζει.

Μ.Μ. Τον Μυταρά πώς τον κρίνετε ως ζωγράφο;

Σ.Β. Πολύ καλός. Είναι μορφωμένος έχει ταλέντο και ψάχνετε.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Β.Γ. Να σας ευχαριστήσουμε που μας δεχτήκατε.

 

 

 

 

 

This Post Has 2 Comments

  1. Όταν δημοσιεύετε ένα έργο ζωγραφικής (και μάλιστα στην αρχή της ανάρτησής σας) – αναφέρομαι στο πορτρέτο του Σπύρου Βασιλείου, θα πρέπει να σημειώνετε ρητά τον ζωγράφο που το έχει δημιουργήσει και από που το πήρατε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σας πληροφορώ ότι το πορτρέτο του Σπύρου Βασιλείου είναι έργο του ζωγράφου Γιάννη Σταύρου, ο οποίος έχει και τα πνευματικά δικαιώματα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back To Top