skip to Main Content


Οι συζητήσεις στη Βουλή για το Aγροτικό Zήτημα της Θεσσαλίας κατα τα έτη 1882- 1885



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το πρώτο κοινωνικό αίτημα που αναπήδησε, ενω διαρκούσε ακόμα η επανάσταση, ήταν η διανομή των εθνικών γαιών στους ακτήμονες αγρότες. Η διανομή των εδαφών αποτέλεσε ίσως το μείζον ζήτημα της ελληνικής κοινωνίας απο την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830) έως και την δεύτερη αναδιανομή των εδαφών από τον Ελευθέριο Βενιζέλο (1917).

Ενώ το αγροτικό ζητημα – σε πρώτη – φάση  έχει λάβει ουσιαστικό τέλος το 1871 με την αναδιανομή των εθνικων γαιών από την Κυβέρνηση Κουμουνδούρου, επανέρχεται ως βασικό πολιτικό ζήτημα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) στην Ελλάδα.΄Ετσι η συνθήκη προσάρτησης, της Κωνσταντινούπολης (Ιούνιος 1881) κληροδοτεί στην Ελλάδα όχι μόνο 26,7 % περισσότερα εδάφη και  18%[1] αύξηση του πληθυσμού αλλά και ένα σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα,  το γνωστό  ΄΄Αγροτικό Ζήτημα΄΄ που σηματοδότησε τη δεύτερη πιο ενδιαφέρουσα φάση της εξέλιξης του αγροτικού ζητήματος.

Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας ήλπιζαν ότι η απελευθέρωση θα οδηγούσε στη δίκαιη διανομή της γης στους ακτήμονες καλλιεργητές της. Οι Τούρκοι όμως τσιφλικάδες, αποχωρώντας  από τη Θεσσαλία, πούλησαν τη γη και την περιουσία τους σε Έλληνες γαιοκτήμονες, σε πλούσιους ομογενείς του εξωτερικού ή σε επενδυτές κεφαλαίων.

Οι καινούργοι ιδιοκτήτες, αγοράζοντας τεράστιες αγροτικές εκτάσεις,  αύξησαν τον αριθμό των τσιφλικιών και ανέθεταν τη διαχείρηση τους, στους επιστάτες. Οι συνθήκες ζωής των νέων περιοχών, είτε όταν ήταν  υπό οθωμανικό έλεγχο, είτε μετά την προσάρτησή τους στην Ελλάδα ήταν  επιεικώς απαράδεκτες. Η εξαθλίωση και η ανάγκη για επιβίωση οδήγησε στην τόνωση της αγωνιστικότητας των ακτημόνων και οδήγησε σε δυναμικές κινητοποιήσεις, που απαιτούσαν τη λύση του Αγροτικού Ζητήματος.

Οι προσδοκίες των φτωχών αγροτών της Θεσσαλίας δεν θα υλοποιηθούν από την ελληνική κυβέρνηση παρά μόνο μετά τις απαλλοτριώσεις του μεσοπολέμου .

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των περισσοτέρων κατοίκων προήλθε από τη φυγή των οθωμανών κατοίκων της Θεσσαλίας Κονιάρων και Τούρκων, οι οποίοι, μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βερολίνου (1878, πριν από την προσάρτηση), άρχισαν να εγκαταλείπουν τα εδάφη τους, ξεπουλώντας σπίτια, ζώα, χωράφια και καταστήματα.

Οι περιουσίες τους βρέθηκαν σε χέρια πλουσίων Ελλήνων, τόσο της Θεσσαλίας όσο και της υπόλοιπης Ελλάδας και κυρίως του εξωτερικού. Οι τελευταίοι αγόρασαν σε εξευτελιστικές τιμές τα τσιφλίκια που πουλούσαν οι Τούρκοι. Οι πλούσιοι  μεγαλοτραπεζίτες και βιομήχανοι της Διασποράς (Ζάππας, Γ. Αβέρωφ, Μπαλτατζής,  Ζωγράφος, Συγγρός, Σκυλίτσης,  Χαροκόπος, Τερτίπης, Ζαρίφης κ.ά.) που είχαν αρχίσει να διεισδύουν στον οικονομικό ελλαδικό χώρο απο το 1873, αγόρασαν τεράστιες εκτάσεις Θεσσαλικής εύφορης γης. Οι ιδιοκτησίες αυτές αποτελούσαν το 50% – 64%  των καλλιεργούμενων εκτάσεων και εργάζονταν σε αυτές το 50% περίπου του αγροτικού πλυθησμού της Θεσσαλίας. Οι νέοι ιδιοκτήτες, ενισχυμένοι από την αντικατάσταση του οθωμανικού νομικού καθεστώτος, που αναγνώριζε μια σειρά δικαιώματα στους κολλήγους, από το καθεστώς της πλήρους αστικής ιδιοκτησίας, που ίσχυε στην Ελλάδα, συγκροτούσαν ήδη από την αρχή μια ισχυρή και συμπαγή μάζα μεγαλοκτηματιών, πράγμα που αποτελεί νέο φαινόμενο στην  ελληνική ιστορία.

Με την αλλαγή της προυπάρχουσας κατάστασης και με την υπογραφή των νέων κολλιγικών συμβολαίων,  που κλήθηκαν οι αγρότες να υπογράψουν, έχασαν όλα τα προνόμια που είχαν κατά την οθωμανική περίοδο.

Με τους όρους των συμβάσεων, στους αγοραστές δεν άνηκαν μόνο τα κτήματα αλλά ακόμη και ότι εμπεριέχονταν μέσα σ΄ αυτά, συμπεριλα-μβανωμένων των 11.000 οικογενειών κολλήγων – καλλιεργητών και των 7.000 παρακεντέδων.

Την επιχειρηματική δραστηριότητα των πλουσίων κάλυψε απολύτως η Ελλήνική Κυβέρνηση.

Επιζητώντας την εισροή ξένων κεφαλάιων στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης εξήγησε με σαφήνεια στη Βουλή πως : «εάν επιβάλωμεν την διανομήν των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως μου το ζητείτε, θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού» και πρότεινε, «η κατάστασις να παραμείνει ως έχει διότι τούτο απαιτούν τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας μας».[2] Είναι φανερό ότι, οι εκάστοτε κυβερνήσεις, αλλά με κυρίαρχη αυτή του Χ. Τρικούπη, απέφευγαν να πάρουν ξεκάθαρες θέσεις στο Αγροτικό Ζήτημα.

Εκτός από τα λεγόμενα του Χαρίλαου Τρικούπη, κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής του ήταν η διατήρηση του καθεστώτος των τσιφλικιών και η εδραίωση της εκμετάλλευσης των θεσσαλών αγροτών από τους μεγαλοτσιφλικάδες, που κατόπιν έγιναν πολιτικοί. Επίσης η Κυβέρνησής του, σε συζήτηση στη Βουλή υποστήριζε σθεναρά τους δύο όρους της «Συμβάσεως περί διαρρυθμίσεων των ελληνοτουρκικών συνόρων», οι οποίοι δέσμευαν την Ελλάδα να μη μεταβάλλει το προηγούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Η παραπάνω κατάσταση  οδήγησε στην απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια στο πρόσωπο της «ελευθερώτριας» ελληνικής κυβέρνησης.

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Χ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ

Η σημαντικότερη και κυρίαρχη πολιτική προσωπικότητα στη δεκαπενταετία που ακολούθησε την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας –Άρτας, είναι αναμφίβολα ο Χ. Τρικούπης. Μια σύντομη αναφορά στον τρόπο διακυβέρνησης του θα φωτίσει τους  λόγους, που ένα τόσο σημαντικό ζήτημα για την ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα παρέμεινε άλυτο για αρκετές δεκαετίες.

Η πολιτική του Τρικούπη στηριζόμενη στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη  της Ελλαδας, με βάση τα δυτικά πρότυπα στηρίχτηκε στην προσπάθεια για ανόρθωση της οικονομίας και στη δημιουργία υποδομών. Φρόντισε για τη συγκοινωνία, την οδοποιία, το σιδηροδρομικό δίκτυο, τα λιμενικά εργα, την αποξήρανση ελών, την αναμόρφωση του στρατεύματος και διάφορα άλλα[3].

Αντικατέστησε τη δεκάτη για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα με το φόρο των «αροτριώντων κτηνών». Ο τελευταίος όμως αυτός φόρος ζημίωσε το δημόσιο, γιατί μειώθηκαν οι εισπράξεις του, ενώ ωφέλησε  τους νέους τσιφλικάδες της Θεσσαλίας, γιατί ήταν εύκολο σ΄ αυτούς να ρίχνουν το φόρο στους ώμους των καλλιεργητών, εφόσον συνδέοταν με τον αριθμό των ζώων και όχι με την ιδιόκτητη έκταση της γης.[4]

Η αρχή της διακυβέρνησης Τρικούπη προήλθε μετά την  απρόσμενη προσχώρηση, στις αρχές του 1882, των Θεσσαλών βουλευτών στο κόµµα του και έτσι  παγιώθηκε η κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, πράγµα που του επέτρεψε να κυβερνήσει, αρχικά, την Ελλάδα για µια τριετία (1882-1885).

Αυτή η κίνηση των ανεξάρτητων  Θεσσαλών βουλευτών, οι οποίοι, είχαν ως βασικό στόχο τη διατήρηση των εδρών τους,  ώστε ο Τρικούπης να μην έθετε θέμα ακύρωσης των εκλογών, έτσι συνέκλιναν βαθμιαία στο κόμμα του[5] και αυτό ίσως να εξηγεί την ήπια στάση τους στο Αγροτικό Ζήτημα. Όπως επίσης το γεγονός ότι πολλοί από τους βουλευτές των νέων επαρχιών ήταν τσιφλικάδες. Ο Κορδάτος αναφέρει χαρακτηριστικά για τον Τρικούπη : «Αυτός έγινε το δεξί χέρι των τσιφλικάδων. Ούτε λέξη δεν ήθελε ν άκούσει γι΄ απαλλοτρίωση των Τσιφλικιών. Όταν στη Βουλή ο Ζυγομαλάς, ο Ταρμπάζης και ο Αδαμόπουλος πήραν το μέρος των κολληγάδων και βροντοφώναξαν πως πρέπει να σταματήσει το ξεκλήρισμα της αγροτιάς, ο Τρικούπης σηκώθηκε και μίλησε για το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Δεν μπορούμε , τόνισε να παραβιάσωμεν το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσίαν. Οι τσιφλικούχοι στηρίζουν τα δικαιώματα των εις το Σύνταγμα. Αλλοίμονον εις τας πολιτείας που δεν σέβονται τον καταστατικόν των χάρτη. Και αλλοίμονον εις τας χώρας  εκείνας που παραβιάζουν μια θεμελιώδη αρχήν, την αρχή της ιερότητας της ιδιοκτησίας [6]».

Στην πραγματικότητα, η παραίτηση αυτή του ελληνικού Κράτους, συνοδευόμενη από μια σειρά άλλων ενεργειών υπέρ της μεγάλης γαιοκτησίας αποτέλεσε το σημείο μιας σημαντικής τομής στη μέχρι τότε πολιτική του. Υπό την προτροπή των Ελλήνων μεγιστάνων, κινουμένων μεταξύ των παροικιών του εξωτερικού και των κυρίων χρηματιστικών αγορών της Ευρώπης, η κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη (ο οποίος είχε την εξουσία κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1880-95), γνωστού κυρίως για τις αξιοσημείωτες προσπάθειές του υπέρ της εκβιομηχάνισης, δεν δίστασε να μεταβάλλει ολοσχερώς την πάγια γεωργική πολιτική του ελληνικού κράτους, προκειμένου να προστατεύει τη μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία των τσιφλικιών.

Ως δικαιολογία για την αγροτική πολιτική του Τρικούπη,  θα μπορούσαμε ν΄αναφέρουμε την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας, που είχε προκληθεί απο τις αυξημένες  στρατιωτικές δαπάνες και από τη διεθνή οικονομική ύφεση του 1873.

Έτσι μια απο τις πιθανότητες να μετριάσει το έλλειμμα, ήταν να προσελκύσει τα χρήματα των ομογενών της διασποράς, οι οποίοι εκτός της αγοράς των κτημάτων, επιδόθηκαν και σε άλλες επικερδέστερες τοποθετήσεις κεφαλαίων. Στράφηκαν στις τραπεζικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες, στις εταιρείες σιδηροδρόμων, στα δημόσια έργα, στα ορυχεία, στο δανεισμό του κράτους, στη μεσολάβηση για τη λήψη δανείων από το εξωτερικό.[7]

Η προσάρτηση της Θεσσαλίας αποτέλεσε το ορόσημο  αυτής της μεταβολής, η οποία σημειώθηκε με την εγκατάλειψη της πολιτικής του Κουμουνδούρου. Ο Κουμουνδούρος είχε πάντα υποστηρίξει τη μικρή οικογενειακή εμπορευματική παραγωγή στη γεωργία και  είχε αντιταχθεί στα τσιφλίκια. Υπήρξε ο εμπνευστής της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1871, η οποία διένειμε τις εθνικές γαίες στους καλλιεργητές. Αντιθέτως ο Τρικούπης υπήρξε ο άνθρωπος του συμβιβασμού μεταξύ του αστικού καπιταλισμού και των γαιοκτημόνων του βορρά. Όμως η πολιτική της προστασίας των τσιφλικιών δεν κατόρθωσε, να εξασφαλίσει μια συνεχή και απρόσκοπτη βιομηχανική ανάπτυξη. Σημαντικό τμήμα της πραγματοποιούμενης βιομηχανικής αύξησης καρπώνονταν από τους γαιοκτήμονες υπό τη μορφή του υπερκέρδους, μετατρέψιμου σ’ έγγειο πρόσοδο.

Η συμβιβαστική πολιτική του Τρικούπη υπονόμευε τις προοπτικές του αστικού καπιταλισμού στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτό, το κίνημα των κολίγων της Θεσσαλίας βρήκε πολύ νωρίς ένα σύμμαχο ιδιαιτέρως ισχυρό και αποφασισμένο να οδηγήσει την αναμέτρηση έως την ριζική εκκαθάριση των μεγάλων κτημάτων: τον αστικό και μάλιστα βιομηχανικό καπιταλισμό. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει ν’ αναλυθεί το ζήτημα της δεύτερης αγροτικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα.[8]

ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ (1882- 1885)

Συνεδρίαση ΠΑ΄ της 28 Μαϊου 1882

Οι βουλευτές Καρδίτσας κατέθεσαν αναφορά από τους κατοίκους των περιοχών αυτών, για το ζήτημα της ιδιοκτησίας επί των γαιών. Ρωτήθησαν οι υπουργοί εσωτερικών και δικαιοσύνης γιατί οι διοικητικές αρχές δεν προστατεύουν, όπως προστάζει ο νόμος, τους καλλιεργητές απέναντι στους ιδιοκτήτες και τους επιστάτες τους. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: « εάν η κυβέρνηση από της προσαρτήσεως έδωκε τας αναγκαίας οδηγίας προς τε τας διοικητικάς και δικαστικάς αρχάς προς εκτέλεσιν του άρθρου 6, της συμβάσεως, και ιδία του 2 αυτού εδαφίου, και διατί αί αρχαί δεν εκτελούσι τας διαταγάς αυτού ;». Η συνέχεια από την παραπάνω συνεδρίαση αναφέρει πως η κατάσταση είναι χειρότερη από πριν την προσάρτηση « δουλείαν χείρονα από της εποχής της προσαρτήσεως …» και ζητάει την εισαγωγή νομοσχεδίου προκειμένου να βρεθεί λύση για το αγροτικό ζήτημα, απ΄ το οποίο εξαρτάται η τύχη 200.000 Ελλήνων πολιτών.

Το ίδιο αίτημα προέρχεται και απο έναν βουλευτή των Τρικάλων, ο οποίος κάνει με γλαφυρό ύφος, εκτενή αναφορά στα προβλήματα των ακτημόνων της Θεσσαλίας και ζητά άμεση λύση ώστε να ελλατωθεί όπως αναφέρει «το όνειδος της ειλωτείας …».

Συνέπεια των παραπάνω αναφορών  έγινε πρόταση, ώστε να ορισθεί ημέρα συζητήσεως του αγροτικού ζητήματος και να διοριστεί επιτροπή που θα εξετάσει τις σχέσεις μεταξύ καλλιεργητών και ιδιοκτητών την Τρίτη 1/6/1882. Η παραπάνω πρόταση δεν έγινε αποδεκτή απο τη Βουλή. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε  σε σύνολο 158 Βουλευτών , η πρόταση καταψηφίστηκε απο τους 100, μεταξύ αυτών και ο Χ. Τρικούπης.

Συνεδρίαση ΙΔ΄ της 29 Νοεμβρίου 1882

Βουλευτής Καρδίτσας υπέβαλε πρόταση περί διορισμού επιτροπής προς εξέταση του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία. Αναφέρει: «Προς εξέτασιν των παραπόνων των εν Θεσσαλία … εις την Βουλή την επί τούτο έκθεσιν και γνώμη της».

Εν συνεχεία γίνεται αναφορά για το χωριό Ζάκρο Τρικάλων όπου είχαν δημιουργηθεί προβλήματα και εκεί η πείνα και η δυστυχία ξεπερνούσε καθε άλλο μέρος[9].

Ο βουλευτής Τρικάλων αναφέρει πως ο Νομάρχης Τρικάλων  κατάσχεσε την ετήσια πρόσοδο και την αποθήκευσε στις αποθήκες του γαιοκτήμονα Χρηστάκη Ζωγράφου. Έτσι 4.000 άτομα δεν μπορούν να σπείρουν την νέα χρονιά. Από τα παραπάνω είναι φανερή η ασυδοσία της εξουσίας που σε συνεργασία με τους γαιοκτήμονες δεν υπολογίζουν τη φτώχεια και την ανέχεια των καλλιεργητών.

Συνεδρίαση ΜΖ΄ της 1 Φεβρουαρίου 1883

Στην παρούσα συνεδρίαση αναφέρονται για μια ακόμη φορά παράπονα από τους κατοίκους της Άρτας για άσκηση βίας εκ μέρους του κρατικού μηχανισμού προκειμένου να δημιουργήσουν πρόβλημα στην καλλιέργεια των αγρών τους. Με αφορμή τα παραπάνω έγινε συζήτηση για το αγροτικό ζήτημα.

Συνεδρίαση ΟΖ΄ της 12 Μαρτίου 1883

Για ακόμη μια φορά  γίνεται λόγος από ένα βουλευτή Τρικάλων για τα προβλήματα στο χωριό Ζάκρο και στις προστριβές των κατοίκων με τις διοικητικές αρχές και τα ένοπλα τμήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Την   παραπάνω αναφορά ενισχύει και η άποψη ενός βουλευτή της Αττικής ο οποίος αναφέρει οτι δέχτηκε τηλεγράφημα με παράπονα εκ μερους των κατοίκων του χωριού Ζάκρου ότι η αστυνομική εξουσία παρακωλύει την καλλιέργεια. Παρακάλεσε την κυβέρνηση να διατάξει αυστηρές ανακρίσεις και να τιμωρήσει τα αστυνομικά όργανα, εάν αποδειχθούν αληθή τα παραπάνω γεγονότα.

Ως απάντηση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, είπε οτι επιφυλλάσεται  να απαντήσει αλλά αναφέρει με βάση τα έγγραφα του Εισαγγελέα εφετών Λαρίσης, η αστυνομία ενεργεί μάλλον υπέρ των καλλιεργητών.

Σχολιάζοντας τα παραπάνω ενας Βουλευτής Κυθήρων είπε ότι είναι ξεκάθαρα ενα δικαστικό ζήτημα και οι διοικητικές αρχές οφείλουν να επέμβουν προς αποφυγή των συγκρούσεων και της αναρχίας. Αλλά αφού υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδων καλλιεργητές που στερούνται τη γη,  θα πρέπει η κυβέρνηση να τους δώσει νομοθετικώς, μέρος των ακινήτων από τους ιδιοκτήτες.

Συνεδρίαση ΛΖ΄ της 21 Δεκεμβρίου 1883

Το γεγονός, της άρνησης της ελληνικής κυβέρνησης, να λύσει άμεσα, ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, οφείλεται στην αλληλένδετη σχέση του Τρικούπη με τους ιδιοκτήτες της γης  και στο ότι πολλοί από αυτούς, ήταν βουλευτές που με τη προσχώρηση στο κόμμα του, του έδωσαν την απαιτούμενη

πλειοψηφία για τη διακυβέρνηση της χώρας. Επίσης, πιθανή έξηγηση είναι ότι  η κυβέρνηση Τρικούπη θεωρούσε πως τα ζητήματα των υποδομών και ο εκσυγχρονισμός του κράτους είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα από το Αγροτικό ζήτημα  αλλά και ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας περνούσε μέσα απο τα χρήματα των νέων αγοραστών της Θεσσαλικής γης και οχι απο την διανομή της γης στους φτωχούς ακτήμονες του κάμπου. Ίσως τα παραπάνω δεδομένα να εξηγούν τη χαλαρή αντιμετώπιση του Αγροτικού Ζητήματος από το Ελληνικό Κοινοβούλιο την Α΄περίοδο διακυβέρνησης του Χ. Τρικούπη (1882-1885).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το Αγροτικό ζήτημα της Θεσσαλίας, που θα παραμείνει άλυτο για σαράντα χρόνια, δεν οδήγησε σε ένα αρθρωμένο πολιτικό πρόγραμμα των αστών που θα είχαν συμφέρον να προωθήσουν την αποκέντρωση και να καταργήσουν τους δασμούς για τα σιτηρά, φθίνοντας το κόστος της εργατικής δύναμης. Αλλά ούτε η απαλλοτρίωση οδήγησε, όταν έγινε, στην εξαφάνιση των τσιφλικάδων ως κυρίαρχων οικονομικών φορέων. Όπως παρατηρεί ο Κ. Βεργόπουλος, ¨η πολυσχιδής υπόσταση των γαιοκτημόνων της Θεσσαλίας τους επέτρεπε ένα ασημαντικό περιθώριο ελιγμών και μια βάση τακτικής αναδίπλωσης¨.[10]

Η μη διανομή των εθνικών κτημάτων κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα είχε θετικά και αρνητικά αποτελέσματα για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Πρώτα-πρώτα, η ελληνική γεωργική παραγωγή ήταν μειωμένη διότι μεγάλες εκτάσεις γης,  που μπορούσαν να καλλιεργηθούν και να δώσουν παραγωγή έμεναν ανεκμετάλλευτες. Δεύτερον, η εθνική γη αποτέλεσε τελικά την εγγύηση για τη σύναψη δανείων από το εξωτερικό και τρίτον, πολλοί Έλληνες υπέφεραν από οικονομικής και κοινωνικής άποψης διότι ήταν αγρότες και δεν είχαν γη να καλλιεργήσουν. Νομίζω ότι οι κυβερνήσεις είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε μια κοινωνική πολιτική (να διανείμουν την γη) και μια πολιτική που ωφελούσε το κράτος.

Βιβλιογραφία

Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου. Νέα ελληνική ιστορία (1204 – 1985 ), Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη  1995.
Βεργόπουλου Κώστα, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Η κοινωνική ενσωμάτωση  της  γεωργίας. Εκδ. Εξάντας , Αθήνα 1975.
Βουλή των Ελλήνων. Πρακτικά των συνεδριάσεων (1882-1885)
Γιαννη Γιαννόπουλου. Μνήμη Χαρίλαου Τρικούπη (1832-1896) Εκατό χρόνια απο το θανατο του. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1996.
Γιάννη Κορδάτου. Ιστορία του Αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα, Εκδ.    Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975.
Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική  Αθηνών, Αθήνα 1970.
Μαρούλα Κλιάφα, «Το Θεσσαλικό ζήτημα», Επτά Ημέρες, 17 Οκτωβρίου 1999, σ. 24 –25.
Παύλου Καρολίδη. Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδόσεις Κάκτος Αθήνα , 1993.
Τσίχλη – Αρώνη Καίτη. Αγροτικό ζήτημα και αγροτικό κίνημα : Θεσσαλία 1881 – 1923, Εκδ. Παπαζήση, 2004.
Τσίχλη – Αρώνη Καίτη (επιμ.), Τρίχα Λύντια(επιμ.)  Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η εποχή του: πολιτικές επιδιώξεις και κοινωνικές συνθήκες, Εκδ. Παπαζήση, 2000.

[1] Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου Ιστορία του ελληνικού έθνους  (Αθήνα:
Εκδοτική  Αθηνών, 1970), σ. 12
[2] Μαρούλα Κλιάφα, «Το Θεσσαλικό ζήτημα», Επτά Ημέρες, 17 Οκτωβρίου 1999, σ. 24 -25.
[3] Παύλου Καρολίδη. Ιστορία του ελληνικού έθνους  (Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος ,1993), σ. 22
[4] Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου. Νέα ελληνική ιστορία ( 1204 – 1985 ), Θεσσαλονίκη:
Βάνιας  1995, σ. 308
[5] Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Ιστορία του ελληνικού έθνους. Αθήνα: Εκδοτική  Αθηνών 1970, σ. 115
[6] Γιάννη Κορδάτου. Ιστορία του Αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδ.Μπουκουμάνη 1975, σ. 116
[7] Γιαννη Γιαννόπουλου. Μνήμη Χαρίλαου Τρικούπη (1832-1896) Εκατό χρόνια από το  θανατο του. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1996
[8] . Βεργόπουλου, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα,  Η κοινωνική ενσωμάτωση της
γεωργίας, σσ. 120-121, 161
[9] Γιάννη Κορδάτου. Ιστορία του Αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδ. Μπουκουμάνη 1975, σ. 115
[10] Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Ιστορία του ελληνικού έθνους. Αθήνα: Εκδοτική
Αθηνών 1970, σ. 12

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Back To Top